Το αρχαίο θέατρο της Χαιρώνειας ήταν εν μέρει λαξευμένο στο φυσικό βράχο του υψώματος Πετραχού και το υπόλοιπο αποτελείτο προφανώς από κτιστά μέρη.
Σήμερα σώζεται μόνο το τμήμα του κοίλου που ήταν λαξευμένο στο βράχο, το οποίο χωρίζεται από δύο διαζώματα σε τρία μέρη. Το κάτω μέρος έχει τρεις σειρές καθίσματα, το μεσαίο δέκα, ενώ το ανώτερο τέσσερις. Χαρακτηριστική είναι η απουσία των ακτινωτών κλιμάκων που χώριζαν τα θέατρα σε κερκίδες. Η φθορά που έχει προέλθει από το χρόνο έχει εξαφανίσει τα καθίσματα της προεδρίας, την σκηνή και τα παρασκήνια.
Το θέατρο ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα Δαφνηφόρο και την Αρτέμιδα Σοωδίνα, όπως προκύπτει από αναθηματική επιγραφή, που βρέθηκε στο χώρο.
Η πρώτη κατασκευή του χρονολογείται τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., ενώ οι μετασκευές του χρονολογούνται έως και το 1ο αι. μ.Χ.
Αρχαίο θέατρο Χαιρώνειας
Θέατρο
Το αρχαίο θέατρο της Χαιρώνειας ήταν εν μέρει λαξευμένο στο φυσικό βράχο του υψώματος Πετραχού και το υπόλοιπο αποτελείτο προφανώς από κτιστά μέρη. Σήμερα σώζεται μόνο το τμήμα του κοίλου που ήταν λαξευμένο στο βράχο, το οποίο χωρίζεται από δύο διαζώματα σε τρία μέρη. Το κάτω μέρος έχει τρεις σειρές καθίσματα, το μεσαίο δέκα, ενώ το ανώτερο τέσσερις. Χαρακτηριστική είναι η απουσία των ακτινωτών κλιμάκων που χώριζαν τα θέατρα σε κερκίδες. Η φθορά που έχει προέλθει από το χρόνο έχει εξαφανίσει τα καθίσματα της προεδρίας, την σκηνή και τα παρασκήνια. Το θέατρο ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα Δαφνηφόρο και την Αρτέμιδα Σοωδίνα, όπως προκύπτει από αναθηματική επιγραφή, που βρέθηκε στο χώρο.
Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας
Το θέατρο της Χαιρώνειας είχε κατασκευαστεί εντός της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η οποία αναπτυσσόταν στους πρόποδες του δίδυμου υψώματος Πετραχού, παραφυάδας του όρους Θουρίου, που οριοθετούσε από τα δυτικά την εύφορη πεδιάδα της Χαιρώνειας που απλώνεται βορείως της πόλης και διαρρέεται από τον ποταμό Βοιωτικό Κηφισό. Η θέση της αρχαίας πόλης συμπίπτει κατά μεγάλο μέρος με τον σύγχρονο ομώνυμο οικισμό, ο οποίος απέχει 13,5 περίπου χλμ από την Λιβαδειά, την πρωτεύουσα του Νομού Βοιωτίας.
Η Χαιρώνεια βρισκόταν πάνω στο φυσικό πέρασμα από τη νότια στη βόρεια Ελλάδα, επί της βοιωτικής μεθορίου, στα σύνορα με τη χώρα των Φωκέων, πολύ κοντά στις φωκικές πόλεις του Πανοπέα (σημ. Άγιος Βλάσιος) και της Δαυλίδας (σημ. Δαύλεια). Ο Θουκυδίδης αναφέρει «Έστι δε η Χαιρώνεια έσχατον της Βοιωτίας προς τη Φανοτίδι της Φωκίδος…» (Δ.76). Η περιοχή χαρακτηρίζεται ως μεγάλης στρατηγικής σημασίας, καθώς αποτελούσε τη σημαντικότερη δίοδο προς την βόρεια και τη δυτική Ελλάδα μέσω του στενού των Παραποταμίων (σημ. Ανθοχώρι), καθώς και προς το Μαντείο των Δελφών μέσω της Σχιστής Οδού, η οποίο διήρχετο από την πεδιάδα ανάμεσα στον Πανοπέα και τη Δαυλίδα. Λόγω της επίκαιρης γεωπολιτικής θέσης της, η κοιλάδα της Χαιρώνειας αποτέλεσε θέατρο
σημαντικών μαχών της αρχαιότητας, η έκβαση των οποίων επηρέασε τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο.
Η πρώτη κατασκευή του χρονολογείται τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ενώ οι μετασκευές του χρονολογούνται έως και το 1ο αι. μ.Χ, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η χρήση του μέχρι και τον 3ο-4ο αι. μ.Χ.
Το θέατρο αρχικά και κατά την κλασική περίοδο είχε πιθανότατα ευθύγραμμο κοίλο, όπως γίνεται φανερό από το μη συμμετρικά ημικυκλικό σωζόμενο κοίλο και οκτώ (8) σειρές εδράνων, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν 500 περίπου θεατές. Σε αυτήν την φάση, ο χώρος ίσως χρησιμοποιήθηκε γενικά για συναθροίσεις πολιτών και όχι μόνο για θεατρικές παραστάσεις. Με την ίδια μορφή το μνημείο εξακολούθησε να λειτουργεί όλον σχεδόν τον 4ο αι. π.Χ. Κατά την ελληνιστική περίοδο (3ος -2ος αι. π.Χ.), το κοίλο του, έγινε ημικυκλικό και οι σειρές των εδράνων αυξήθηκαν σε δεκαπέντε (15). Επιγραφή (IG 3409) που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας, μας πληροφορεί ότι ένα ζεύγος ιδιωτών χρηματοδότησε την κατασκευή προσκηνίου. Καθώς δεν έχουν βρεθεί έως σήμερα ίχνη οικοδομήματος που να αποδίδονται στην σκηνή, υποθέτουμε ότι και τα δυο ήταν κινητά, ίσως ξύλινα, και τοποθετούνταν κάθε φορά σύμφωνα με τις ανάγκες των θεατρικών έργων. Σήμερα αντικρίζουμε ό,τι απέμεινε από την τελευταία, ρωμαϊκή φάση του μνημείου (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ουυ αι. μ.Χ.). Πρόκειται για την εποχή που πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες που αύξησαν την χωρητικότητα του θεάτρου και τροποποίησαν την κάτοψή του. Τη συγκεκριμένη περίοδο, η πόλη της Χαιρώνειας βρίσκεται σε μεγάλη ακμή, η κατοίκηση επεκτείνεται προς την πεδιάδα και Η συγκεκριμένη διαμόρφωση επηρέασε ασφαλώς το σχήμα και την έκταση της ορχήστρας, καθώς και των παρόδων. Είναι επίσης πολύ πιθανόν ότι μόνο τότε κατασκευάστηκε μόνιμη σκηνή (scaena), κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα.
Σήμερα από το θέατρο σώζεται μόνο το τμήμα του κοίλου που ήταν λαξευμένο στο φυσικό βράχο του υψώματος Πετραχού, καθώς το υπόλοιπο αποτελείτο προφανώς από κτιστά μέρη, τα οποία δεν έχουν διασωθεί.
Το αρχαίο θέατρο δεν έχει μέχρι σήμερα ερευνηθεί συστηματικά. Στις αρχές του 20ου αι. (1907), ο αρχαιολόγος Γεώργιος Σωτηριάδης, διενήργησε περιορισμένη ανασκαφική έρευνα στο χώρο του θεάτρου, ενώ το 2008 η Θ΄ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων (νυν ΕΦΑ Βοιωτίας), πραγματοποίησε μικρής έκτασης δοκιμαστικές τομές στον ίδιο χώρο, προκειμένου να πιστοποιήσει την ύπαρξη ή μη σκηνικού οικοδομήματος, την πιθανή μορφή του, καθώς και την χρονολόγηση των διαφορετικών φάσεων του θεάτρου. Η έρευνα αποκάλυψε τμήμα ισχυρού τοίχου της ρωμαϊκής περιόδου κατασκευασμένου από οπτόπλινθους και ασβεστοκονίαμα στα νοτιοανατολικά του χώρου που πιθανολογείται η ύπαρξη της σκηνής και ίσως πρόκειται για τον αναλημματικό τοίχο της νότιας παρόδου του θεάτρου.
Το μνημείο δεν παραχωρείται για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων καθώς δεν έχουν πραγματοποιηθεί σε αυτό εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης, ωστόσο αποτελεί επισκέψιμο μνημείο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο χώρο του αρχαίου θεάτρου πραγματοποιούνταν παραστάσεις αρχαίου δράματος στο πλαίσιο ετήσιων εκδηλώσεων, των «Πλουτάρχειων».
Η Χαιρώνεια έγινε ιδιαιτέρως γνωστή εξαιτίας της μάχης του 338 π.Χ., ανάμεσα στα στρατεύματα του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και του συνασπισμού των πόλεων-κρατών της νοτίου Ελλάδας, καθώς μετά τη νίκη των Μακεδόνων και την επικράτησή τους καταλύθηκε ο θεσμός της πόλης-κράτους, άλλαξε ο συσχετισμός των δυνάμεων και αναπτύχθηκαν οι μεγάλες της Ελληνιστικής περιόδου. Μετά τη μάχη, οι Θηβαίοι που πολέμησαν στην πλευρά του συνασπισμού των πόλεων της νοτίου Ελλάδας, έστησαν ένα μαρμάρινο λιοντάρι πάνω από την περιοχή ταφής των στρατιωτών του Ιερού Λόχου που έπεσαν μέχρι ενός. Το λιοντάρι που σήμερα στέκεται στην είσοδο της πόλης, είχε τοποθετηθεί στο μέσο της βόρειας πλευράς ταφικού περιβόλου, βρισκόταν διαμελισμένο και καλυμμένο με χώμα μέχρι το 1818, που εντοπίστηκε από τον Άγγλο περιηγητή Crawford, ο οποίος πραγματοποίησε ανασκαφή μικρής κλίμακας για την πλήρη αποκάλυψη του, την οποία δεν ολοκλήρωσε. Η αποκάλυψη όλων των τμημάτων του Λέοντα πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος από τον Οδυσσέα Ανδρούτσου. Αργότερα, η ανασκαφική έρευνα της Αρχαιολογικής Εταιρείας υπό τον Παναγιώτη Σταματάκη κατά τα έτη 1879-80 έφερε στο φως 254 σκελετούς, οι οποίοι ήταν κτερισμένοι με αγγεία και όπλα. Η διαδικασία της αναστήλωσης του μνημείου υπήρξε χρονοβόρα και ολοκληρώθηκε το 1904 από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Σχεδόν παράλληλα ξεκίνησε με δαπάνες της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας η ανέγερση του Μουσείου Χαιρώνειας, προκειμένου να στεγάσει τα ευρήματα από τις ανασκαφές της περιοχής, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1907. Το 2009 επαναλειτούργησε η νέα έκθεση του, οι εργασίες της οποίας υλοποιήθηκαν μέσα από τη χρηματοδότηση του Γ΄ΚΠΣ και των προγραμμάτων ΠΕΠ Στερεάς Ελλάδας 2000-2006.
Σε απόσταση 3χλμ από τη Χαιρώνεια, ερευνήθηκε κατά το διάστημα 1902-1903 από το Γεώργιο Σωτηριάδη ένας τεχνητός τύμβος, που περιείχε μεγάλη ταφική πυρά καθώς και όπλα και αγγεία. Ο τύμβος, ύψους 7μ. και διαμέτρου 70μ., ταυτίστηκε από τον ανασκαφέα με τον χώρο ταφής των πεσόντων Μακεδόνων. Μάλιστα από τις πηγές παραδίδεται ότι εκεί κοντά ήταν στημένη η σκηνή του Αλεξάνδρου.
Στη Χαιρώνεια επίσης, κατά την περίοδο του Α΄ Μιθριδατικού Πολέμου (88-84 π.Χ.), έλαβε χώρα και η σημαντική μάχη ανάμεσα στα στρατεύματα του ρωμαίου στρατηγό Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα και του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, το 86 π.Χ, με την επικράτηση του πρώτου. Η συγκεκριμένη μάχη εδραίωσε την κυριαρχία των Ρωμαίων, οι οποίοι έγιναν πλέον οι κύριοι ρυθμιστές της τύχης της Ελλάδας και έδωσε τέλος στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο.
Η Χαιρώνεια παρουσιάζει ιδιαίτερη ακμή και εξαπλώνεται και στην πεδινή περιοχή στα ανατολικά της ακρόπολης του Πετραχού κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Την εποχή αυτή είναι γνωστή ως τόπος παραγωγής αρωματικών ελαίων από άνθη για τα οποία πίστευαν ότι είχαν θεραπευτικές ιδιότητες ή συντελούσαν στην συντήρηση των ξύλινων αγαλμάτων.
Στη Χαιρώνεια επίσης, γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής ο σημαντικός ιστορικός Πλούταρχος (περ. 45-120 μ.Χ.), ο οποίος παρά τις υψηλές γνωριμίες του με ρωμαίους αξιωματούχους επέλεξε να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μια ήσυχη οικογενειακή ζωή στην γενέτειρα του, καταλαμβάνοντας τοπικά αξιώματα και φιλοξενώντας σε αυτήν τον ευρύ κύκλο των επιφανών φίλων του. Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν οι Βίοι, στους οποίους παρουσιάζονται αντιπαραβολικά 22 ζεύγη γνωστών Ελλήνων και Ρωμαίων πολιτικών, στρατηγών κλπ καθώς και τέσσερεις απλές βιογραφίες.
Κατά την ύστερη αρχαιότητα αρχίζει βαθμιαία η παρακμή της Χαιρώνειας. Το φθινόπωρο του 551 μ.Χ. ισοπεδώνεται από ισχυρό σεισμό, ενώ κατά την Φραγκοκρατία και την Τουρκοκρατία είναι μια ασήμαντη πολίχνη.
Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού – Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας.
Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού – Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας.
38.4944677°
22.8413377°
152 μ.