Το αρχαίο θέατρο, εγκαταστημένο σε μία φυσική βάθυνση του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας πόλης της Θάσου, εντοπίζεται στο ανατολικό άκρο της πόλης εφαπτόμενο στο τείχος με το κοίλο του να ανοίγει προς τα δυτικά. Στα ανατολικά του διαμορφώνεται απότομη πλαγιά, ενώ προς τα βόρεια και δυτικά του απλώνεται η θέα προς τη θάλασσα, το λιμάνι και την αρχαία πόλη, τη θέση της οποίας καταλαμβάνει σήμερα ο σύγχρονος οικισμός του Λιμένα. Θέατρο στη Θάσο υπήρχε ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη (Περί Επιδημιών Α΄ 20), τον 5ο αι. π.Χ., αλλά δεν γνωρίζουμε αν βρισκόταν στο ίδιο σημείο της πόλης. Ο μεγάλος αναλημματικός τοίχος, κτισμένος με μαρμάρινους δόμους εξαιρετικής ποιότητας που βρέθηκε κάτω από το δάπεδο του προσκηνίου δεν εξακριβώθηκε αν ανήκει σε θέατρο κλασικών χρόνων ή σε άλλο οικοδόμημα.
Η παλαιότερη διαπιστωμένη οικοδομική φάση του θεάτρου της Θάσου ανήκει στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου ( τέλη 4ου / πρώτο τέταρτο 3ου αι. π.Χ.). Περιελάμβανε σκηνή με μαρμάρινη πρόσοψη. Από αυτήν το προσκήνιο, αφιερωμένο στο θεό Διόνυσο, από τον Θάσιο Λυσίστρατο, γιό του Κόδιδος, διέθετε πρόσοψη με δώδεκα δωρικούς κιονίσκους ανάμεσα σε δύο παραστάδες, ζωφόρο με λείες μετόπες και γείσο. Οι κιονίσκοι είχαν ραβδώσεις κατά τα τρία τέταρτα της περιφέρειάς τους και έφεραν εγκοπές για τη στήριξη των γραπτών πινάκων της σκηνογραφίας. Από τον όροφο της σκηνής, χτισμένο επίσης σε δωρικό ρυθμό, σώζονται αρκετά τμήματα από επιστύλια, κιονόκρανα και μετόπες. Στοιχεία για τη μορφή της ορχήστρας αλλά και του κοίλου της εποχής αυτής δεν υπάρχουν.
Το κοίλο στη σημερινή του μορφή καλύπτει κατ’ εξαίρεση χώρο μικρότερο από ημισφαίριο και ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια. Οι αναλημματικοί τοίχοι των παρόδων, επενδεδυμένοι στα μέτωπά τους με μαρμαρόπλινθους, είναι ασύμμετροι και συγκλίνουν. Τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από απλούς πλίνθους μαρμάρου χωρίς κυμάτια, με εξαίρεση αυτά που βρίσκονται στο κάτω τμήμα του κοίλου. Σε πολλά εδώλια είναι χαραγμένα ονόματα ατόμων ή οικογενειών που είχαν κρατημένες θέσεις. Τρείς ακτινωτές κλίμακες, διαιρούν το κοίλο σε τέσσερις κερκίδες. Δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη διαζώματος.
Το θέατρο από τον 1ο μ.Χ. αι. χρησιμοποιήθηκε για τα «κυνήγια»(Venationes) και τους αγώνες των μονομάχων. Η μετασκευή του θεάτρου σε αρένα πραγματοποιήθηκε στην εποχή της ρωμαϊκής δυναστείας των Σεβήρων (τέλος 2ου – αρχή 3ου αι. μ.Χ.). Από τα βαριά θυρώματα που έκλεισαν τις παρόδους είναι ακόμη ορατά τα κατώφλια. Στα χρόνια πριν από το 140 μ.Χ., ο Ηραγόρας, γιός του Ευφρίλλου, και η σύζυγός του, ύψωσαν κατά μήκος της ορχήστρας ένα θωράκιο με κιγκλίδωμα για την ασφάλεια των θεατών. Αρκετοί από τους ορθοστάτες αυτού του θωρακίου αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους θέση. Για την εξασφάλιση καλύτερης ορατότητας των θεατών η κλίση του νέου κοίλου έγινε μεγαλύτερη, πρακτική συνηθισμένη κατά τις μετασκευές των αρχαίων θεάτρων σε αρένες.
Την ίδια εποχή μετασκευάστηκε το σκηνικό οικοδόμημα: τονίστηκε η πρόσοψη του με μεγάλα μαρμάρινα στηρίγματα, ενώ τα δωρικά του μέλη διασκορπίστηκαν. Το προσκήνιο έμεινε στη θέση του ύστερα από αποσυναρμολόγηση και πρόχειρη ανακαίνιση. Κάποιες από τις λείες μετόπες της ζωφόρου απέκτησαν διακόσμηση με ανάγλυφες μορφές θεών: το Διόνυσο, τον έφιππο θράκα Ήρωα και ένα θωρακοφόρο Άρη με περικεφαλαία, προστάτη των μονομάχων. Οι παραστάδες στα δύο άκρα της κιονοστοιχίας του προσκηνίου ανακαινίστηκαν επίσης: η νότια διακοσμήθηκε, στο επάνω τμήμα της με ανάγλυφη μορφή της Νέμεσης, αφιέρωμα του Ευήμερου, γιού του Διονυσίου -προφανώς μονομάχου- στην αδυσώπητη θεά. Κι άλλοι μονομάχοι σκάλισαν ανάγλυφα της Νέμεσης, στους τοίχους του κτηρίου της σκηνής.
Μαρία Νικολαϊδου – Πατέρα
Αρχαιολόγος
Αν. Προϊσταμένη της ΙΗ΄ ΕΠΚΑ
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης - Νίκος Λιανός, Επ. Καθηγητής ΤΑΜ-∆ΠΘ (2015)
Αρχαίο θέατρο Θάσου
Θέατρο
Το αρχαίο θέατρο εγκαταστημένο σε μία φυσική βάθυνση του λόφου της αρχαίας ακρόπολης, σε επαφή με το τείχος της αρχαίας πόλης, βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νησιού, στο Λιμένα. Η πρώτη οικοδομική του φάση χρονολογείται πιθανόν στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου ( τέλη 4ου/πρώτο τέταρτο 3ου αι. π.Χ.). Από τον 1ο αι. μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως αρένα για τους αγώνες μονομάχων, ενώ κατά την αυτοκρατορική εποχή υπέστη μετασκευές, κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα. Μετά την εγκατάλειψη του θεάτρου και την μετατροπή του σε ερείπια, ο χώρος καταλήφθηκε από παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο.
Στη Γαλλική Σχολή Αθηνών υπάρχει φωτογραφική τεκμηρίωση των ανασκαφικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν από τους Γάλλους ανασκαφείς. Υπάρχει επίσης πλήρης φωτογραφική τεκμηρίωση της ανασκαφικής έρευνας και των πρώτων αναστηλωτικών επεμβάσεων από την ΙΗ΄ ΕΠΚΑ κατά την περίοδο 1974 έως 2000, στα φωτογραφικά αρχεία τόσο του Αρχαιολογικού Μουσείου Καβάλας, όσο και του Αρχαιολογικού Μουσείου Θάσου. Πλούσια επίσης, είναι και η ψηφιακή φωτογραφική τεκμηρίωση του ανασκαφικού και αναστηλωτικού έργου που υλοποιήθηκε κατά το διάστημα 1996-2002.
Αρχαίο Θέατρο Θάσου, Δήμος Θάσου, Περιφερειακή Ενότητα Καβάλας
Θέατρο στη Θάσο υπήρχε ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη τον 5ο αι. π.Χ., αλλά δε γνωρίζουμε αν βρισκόταν στην ίδια θέση. Η πρώτη οικοδομική φάση του σημερινού θεάτρου χρονολογείται πιθανόν στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου (τέλη 4ου / πρώτο τέταρτο 3ου αι. π.Χ.). Η τωρινή μορφή του ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους, όταν πια γίνεται χώρος παραστάσεων μονομαχιών και κυνηγεσιών και η ορχήστρα μετατρέπεται σε αρένα στην εποχή της ρωμαϊκής δυναστείας των Σεβήρων (τέλος 2ου – αρχή 3ου αι. μ.Χ.).
Το αρχαίο θέατρο, εγκαταστημένο σε μία φυσική βάθυνση του λόφου της ακρόπολης, εφαπτόμενο στο τείχος, ανοίγει το κοίλο του προς τα δυτικά. Βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νησιού, τη Θάσο, όπου εντοπίζεται και το αστικό κέντρο της αρχαιότητας. Θέατρο στη Θάσο υπήρχε ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη (Περί Επιδημιών Α΄ 20), τον 5ο αι. π.Χ., αλλά δεν γνωρίζουμε αν βρισκόταν στο ίδιο σημείο της πόλης.
Σύμφωνα με τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1992 και 1995, η πρώτη φάση του οικοδομήματος ανέρχεται στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου ( τέλη 4ου / πρώτο τέταρτο 3ου αι. π.Χ.). Περιελάμβανε σκηνή με μαρμάρινη πρόσοψη. Από αυτήν το προσκήνιο, αφιερωμένο στο θεό Διόνυσο, από τον Θάσιο Λυσίστρατο, γιό του Κόδιδος, διέθετε πρόσοψη με δώδεκα δωρικούς κιονίσκους ανάμεσα σε δύο παραστάδες («εν παραστάσι») που έφεραν επιστύλιο, ζωφόρο με λείες μετόπες και γείσο με προμόχθους. Η κιονοστοιχία στήριζε το λογείο, έναν επιμήκη χώρο σαν εξώστη, όπου εμφανίζονταν οι υποκριτές-ηθοποιοί. Οι κίονες είχαν ραβδώσεις κατά τα τρία τέταρτα της περιφέρειάς τους και έφεραν εγκοπές για τη στερέωση των γραπτών πινάκων της σκηνογραφίας. Από τον όροφο της σκηνής, χτισμένο επίσης σε δωρικό ρυθμό, σώζονται αρκετά τμήματα από επιστύλια, κιονόκρανα και μετόπες. Στοιχεία για τη μορφή της ορχήστρας, αλλά και του κοίλου της εποχής αυτής δεν υπάρχουν.
Στη σημερινή κατάσταση, το κοίλο, που κατά ασυνήθιστο τρόπο διαγράφει καμπύλη μικρότερη από ημικύκλιο, χρονολογείται στην αυτοκρατορική εποχή. Οι αναλημματικοί τοίχοι των παρόδων, συγκλίνοντες αλλά ασύμμετροι, κατασκευασμένοι με ακανόνιστα τοποθετημένους λίθους, καλύπτονται από μέτωπο με μαρμαρόπλινθους σε κανονική λιθοδομή από ψηλές και χαμηλές στρώσεις εναλλάξ. Τα εδώλια είναι διαμορφωμένα σε απλές μαρμάρινες πλίνθους χωρίς προφίλ, εκτός από το κάτω τμήμα του κοίλου. Δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη διαζώματος. Τρείς ακτινωτές κλίμακες, από τις οποίες η μία στο κέντρο, διαιρούν το κοίλο σε τέσσερις κερκίδες. Σε πολλά εδώλια χαράχθηκαν ονόματα προσώπων ή οικογενειών που είχαν κρατημένες θέσεις.
Από τον 1ο μ.Χ. αι. το θέατρο χρησιμοποιήθηκε για κυνηγέσια και μονομαχίες και μάλιστα οι αρχιερείς της αυτοκρατορικής λατρείας συντηρούσαν ομάδες επαγγελματιών μονομάχων. Η ορχήστρα μετατράπηκε σε αρένα με την εγκατάσταση βαριών θυρωμάτων που σφράγισαν τις προσβάσεις στις παρόδους (τα κατώφλια τους είναι ακόμη ορατά) την εποχή της ρωμαϊκής δυναστείας των Σεβήρων(τέλος 2ου – αρχή 3ου αι. μ.Χ.). Στα χρόνια πριν από το 140 μ.Χ., για την καλύτερη προστασία των θεατών κατά τις μονομαχίες και θηριομαχίες, ο Ηραγόρας, γιός του Ευφρίλλου, και η γυναίκα του Ισπανή, παρήγγειλαν κατά μήκος της ορχήστρας ένα μαρμάρινο στηθαίο που κατέληγε σε μεταλλικό κιγκλίδωμα. Αρκετοί από τους ορθοστάτες του στηθαίου αυτού, ο καθένας από τους οποίους φέρει μερικά γράμματα της μνημειακής αναθηματικής επιγραφής, αποκαταστάθηκαν στη θέση τους. Τα ίχνη στήριξης ξύλινων πασσάλων στο πίσω μέρος του στηθαίου φανερώνουν ότι στη διάρκεια των παραστάσεων στήνονταν επάνω από τις βαθμίδες του κοίλου μία «τέντα» για την προστασία των θεατών από τις καιρικές συνθήκες.
Στην αυτοκρατορική εποχή επίσης μετασκευάστηκε το ελληνιστικό σκηνικό οικοδόμημα, που είχε καταστραφεί εν μέρει. Το νέο οικοδόμημα πάτησε στα κατάλοιπα του προηγούμενου και η πρόσοψή του τονίστηκε με μεγάλα μαρμάρινα στηρίγματα. Μόνο το προσκήνιο έμεινε στη θέση του, ύστερα από αποσυναρμολόγηση και πρόχειρη ανακαίνιση. Στο μέσο της κιονοστοιχίας του, επάνω στην παλιά επιγραφή, κάποιες μετόπες απέκτησαν ανάγλυφες παραστάσεις, όπου εικονίζονται δημοφιλείς θεότητες: ο Διόνυσος που ποτίζει τον πάνθηρά του με τις τελευταίες σταγόνες κρασιού από τον κάνθαρό του, ο Ήρων, έφιππος θράκας θεός και ένας θωρακοφόρος Άρης με περικεφαλαία, προστάτης των μονομάχων. Οι παραστάδες στα δύο άκρα της κιονοστοιχίας του προσκηνίου ανακαινίστηκαν επίσης: η νότια διακοσμήθηκε, στο επάνω τμήμα της με ανάγλυφη μορφή της θεάς Νέμεσης, αφιέρωμα του Ευήμερου, γιού του Διονυσίου- προφανώς μονομάχου- στην αδυσώπητη θεά. Κι άλλοι μονομάχοι σκάλισαν ανάγλυφα της Νέμεσης, στους τοίχους του κτηρίου της σκηνής: δύο από αυτά βρέθηκαν το 1887 και μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Κατά την ανασκαφική έρευνα στην περιοχή του σκηνικού οικοδομήματος, εντοπίστηκαν λείψανα που μπορούν να χρονολογηθούν στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο αλλά είναι δύσκολο να ερμηνευθούν. Επίσης στα ανατολικά του κοίλου του θεάτρου, διάφορα κτίσματα, προγενέστερα του τείχους της πόλης, καταστράφηκαν εν μέρει κατά την οικοδόμηση του. Τέλος μετά την εγκατάλειψη του θεάτρου και την μετατροπή του σε ερείπια, ο χώρος καταλήφθηκε από παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο.
Με την τελευταία μελέτη αποκατάστασης του κοίλου του θεάτρου, που υλοποιήθηκε από το 1996 έως το 2002, με την εποπτεία της Δ/νσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, αποκαταστάθηκε μεγάλο μέρος του, όπου διατηρούνταν τα μαρμάρινα εδώλια. Στο χαμηλότερο τμήμα του, όπου τα εδώλια είχαν καταστραφεί, κατασκευάστηκε μεταλλική ανοξείδωτη κατασκευή πάνω στην οποία τοποθετήθηκαν ξύλινα εδώλια, για τις ανάγκες των καλοκαιρινών παραστάσεων του Φεστιβάλ «Φιλίππων-Θάσου».
Η πρώτη ανασκαφική έρευνα στο αρχαίο θέατρο της Θάσου έγινε από τη Γαλλική Σχολή Αθηνών στο διάστημα 1920-1921 και αποκάλυψε το κοίλο του θεάτρου, την ορχήστρα, τις παρόδους και τμήμα της σκηνής του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η έρευνα επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στη μελέτη των ήδη γνωστών στοιχείων και κυρίως στην κατανόηση της αρχιτεκτονικής μορφής του σκηνικού οικοδομήματος. Οι εργασίες συντήρησης και μερικής αναστήλωσης στο θέατρο της Θάσου άρχισαν το 1957, προκειμένου να ενταχθεί το μνημείο στο νέο για την περιοχή φεστιβάλ, Φιλίππων – Θάσου. Τότε στερεώθηκε το θωράκιο της ορχήστρας, συμπληρώθηκαν τα κενά στα μαρμάρινα εδώλια του κοίλου με ξύλινα, «αναστηλώθηκαν» αρκετά αυθαίρετα οι πέντε πρώτες σειρές εδωλίων και διαμορφώθηκε το μονοπάτι που οδηγεί στο θέατρο. Με την πάροδο του χρόνου σάπισαν τα ξύλα, οι ρίζες των δένδρων προκάλεσαν καταστροφή και για λόγους προστασίας του μνημείου και των θεατών, το θέατρο έκλεισε. Η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το μνημείο οδήγησε στην εκπόνηση της προμελέτης «Αποκατάσταση και αξιοποίηση του θεάτρου της Θάσου» από τον αρχιτέκτονα Π. Παπαγιαννάκο το 1988 και αργότερα της οριστικής μελέτης με τον τίτλο «Μελέτη αναστήλωσης – στερέωσης του κοίλου του αρχαίου θεάτρου Θάσου και προστασία του κατά την προβλεπόμενη διάθεσή του για παραστάσεις» το 1995, από τον ίδιο. Την περίοδο μεταξύ 1990 και 1995 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές έρευνες σε συνεργασία με τη Γαλλική Σχολή Αθηνών. Η μελέτη αποκατάστασης του κοίλου εγκρίθηκε με Απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και υλοποιήθηκε με χρηματοδότηση από Εθνικούς Πόρους από το 1996 έως το 2002. Οι αναστηλωτικές εργασίες είχαν κύριο έργο την αντικατάσταση των εδωλίων και των ξύλινων κατεστραμμένων επενδύσεων. Το Νοέμβριο του 2010 εκπονήθηκε από τους Ζ. Αλ. Σααγιάχ, Ν. Χατζηδάκη, Μ. Χατζή, Α. Βαλαβάνη και επιστημονικούς υπεύθυνους τους Ζ. Μπόνια και Δ. Μαλαμίδου ολοκληρωμένη μελέτη με τον τίτλο «Μελέτη αποκατάστασης και ανάδειξης του αρχαίου θεάτρου της Θάσου». Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η συντήρηση, αποκατάσταση και μερική αναστύλωση του σκηνικού οικοδομήματος και των παρόδων του θεάτρου, η αντικατάσταση των κατεστραμμένων ξύλινων εδωλίων με μαρμάρινα, η εξασφάλιση πρόσβασης στο μνημείο σε άτομα με αναπηρία, η δημιουργία χώρων υγιεινής και αναψυχής προκειμένου το μνημείο να προσφέρει άνεση και ασφάλεια όχι μόνο στους επισκέπτες, αλλά και στους ανθρώπους που έρχονται να ψυχαγωγηθούν. Η μελέτη εγκρίθηκε με την αριθ. ΥΠΠΟΤ/ΔΑΑΜ/ 2383/114456/10-12-2010 Υπουργική Απόφαση, μετά από γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Μακεδονίας – Θράκης 2007-2013» στις 20/07/2011 με προϋπολογισμό 1.645.000,00 €.
Επίσκεψη, περιήγηση. Χώρος παραστάσεων του «Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου» το οποίο άρχισε ως θεσμός το 1959 και είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα φεστιβάλ αρχαίου δράματος μετά το «Φεστιβάλ Επιδαύρου»
Το Αρχαίο Θέατρο Θάσου τοποθετημένο σε μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους αλλά και έντονου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος αποτελεί πόλο έλξης μεγάλου αριθμού επισκεπτών, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες που μεγάλος αριθμός τουριστών επισκέπτεται το νησί. Παραχωρείται για παραστάσεις στο πλαίσιο του «Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου».
Το μνημείο ανήκει στην αρμοδιότητα της ΙΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας.
ΙΗ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας.
ΙΗ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας.
40.782122°
24.717623°
Όνομα | Ημερομηνία | Ποσό (€) |
---|---|---|
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ | 01/02/2023 | 100.00 |
Funding Level | Πηγή χρηματοδότησης | Περιγραφή των έργων | Remarks |
---|---|---|---|
1.800.000 | Αναστήλωση αρχαίου θεάτρου Θάσου |