Το Ωδείο βρίσκεται στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας της αγοράς των αυτοκρατορικών χρόνων στη Θεσσαλονίκη και περιβάλλεται από τις οδούς Φιλίππου (στα νότια), Ολύμπου (βόρεια), Αγνώστου Στρατιώτου (ανατολικά- πεζόδρομος), Μακεδονικής Αμύνης (δυτικά).
ΑΓΟΡΑ (FORUMROMANUM)
Η αγορά για τρεις αιώνες αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της πόλης-πρωτεύουσας. Σχεδιάστηκε ως ενιαίο σύνολο σε χώρο όπου στον 1ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν λίγα ιδιωτικά σπίτια και σκόρπιες εργαστηριακές εγκαταστάσεις προσωρινού χαρακτήρα. Στον 1ο αιώνα μ.Χ. άρχισε να δημιουργείται μια πρώτη αγορά στο χώρο. Μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας εξυπηρετούσε τις ανάγκες του βουλευτηρίου. Η οργάνωση, ωστόσο, του συγκροτήματος της αγοράς, στη μορφή που έχει αποκαλυφθεί, αρχίζει γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και ασφαλώς πρέπει να συσχετιστεί, αφενός, με την αγάπη του Αδριανού και των διαδόχων του προς τα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος, αφετέρου, με την αλματώδη πληθυσμιακή αύξηση της πόλης και την επιτακτική ανάγκη για μεγαλύτερο κέντρο διοίκησης.
Το μεγαλόπρεπο αυτό συγκρότημα εντάχθηκε σε ένα μακρόπνοο πρόγραμμα, το οποίο ολοκληρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα μ.Χ. Μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα ορισμένα κτήρια, όπως το βουλευτήριο, διασκευάζονται για να εξυπηρετήσουν νέες ανάγκες. Η αγορά της Θεσσαλονίκης, σχήματος ανοικτού Π, είχε βορινό δροσερό προσανατολισμό με κύρια είσοδο από το παλιό τμήμα της πόλης. Στις τρεις πτέρυγες υπήρχαν διπλές κιονοστήρικτες στοές κορινθιακού ρυθμού. Στην ανατολική αναπτύσσονταν οι αίθουσες των δημόσιων υπηρεσιών.
Στη βόρεια πλευρά της ανατολικής πτέρυγας αποκαλύφθηκε κτήριο που διαμορφωνόταν με τρεις ορθογώνιες κόγχες στην ανατολική πλευρά του. Παρόλο που δεν ήλθε στο φως ολόκληρο, διότι προχωρούσε κάτω από την παρειά της οδού Ολύμπου, η σύγκρισή του με αντίστοιχο κτήριο στην ίδια θέση στην αγορά των Φιλίππων, επιτρέπει την πλήρη αποκατάστασή της κάτοψής του. Το κτίσμα είχε πιθανότατα λατρευτική χρήση, σχετιζόμενη με την καπιτωλική τριάδα και προπαντός της JunoMoneta.
Προς μια τέτοια ερμηνεία εξάλλου συμβάλλει και η ανεύρεση τεσσάρων χαλκευτικών κλιβάνων. Σε έναν από αυτούς ένα μοναδικό εύρημα, με δεκάδες κομμάτια πήλινων μητρών για την κατασκευή πετάλων νομισμάτων, ταύτισε τον χώρο με το νομισματοκοπείο της πόλης.
Αργότερα, μέσα στον 2ο αιώνα μ.Χ., στη θέση του υπάρχοντος ορθογώνιου βουλευτηρίου του 1ου αιώνα π.Χ., αποφασίζεται η ανέγερση ενός ωδείου, το οποίο γίνεται μεγαλύτερο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα προγραμματίστηκε μια επέκταση του ωδείου και παράλληλα η μετατροπή του σε θέατρο. Η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε. Σημαντικό κτήριο που σχετίζεται με τη διοικητική λειτουργία του συγκροτήματος της αγοράς είναι η νοτιότατη αίθουσα, ο βόρειος τοίχος της οποίας διαμορφώνεται με εσοχές στις οποίες προσαρμόζονταν ξύλινα ράφια για την τακτοποίηση παπύρων, εγγράφων της εποχής. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα αρχείο της πόλης. Η διπλή στοά της νότιας πτέρυγας θεμελιώνεται πάνω σε επιβλητική κρυπτή στοά, σοφή αρχιτεκτονική λύση για να περάσουν στο επόμενο χαμηλότερο επίπεδο της πόλης. Εκεί υπάρχει μια σειρά καταστημάτων με προσβάσεις από έναν στενό μαρμαροστρωμένο εμπορικό δρόμο.
Συνοπτικά οι χρήσεις του χώρου έχουν ως εξής:
Ο χώρος της αγοράς χρησιμοποιείται για πρώτη φορά μετά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Εγκαθίστανται εκεί εργαστήρια αγγείων και πήλινων ειδωλίων, που εκμεταλλεύονται το φυσικό καθαρό κόκκινο χώμα. Ανοίγονται λάκκοι εξόρυξης που σύντομα σφραγίζονται με υλικά απόρριψης.
Η πρώτη οικιστική εγκατάσταση με χρήση ιδιωτική εντοπίζεται γύρω στα μέσα του 2ου προχριστιανικού αιώνα. Η φάση διαρκεί μέχρι και τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα. Στη φάση αυτή ανάγεται το βαλανείο, η καταστροφή του οποίου προσδιορίζεται στα χρόνια του Βεσπασιανού.
Προς το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. δημιουργείται ένα συγκρότημα δημόσιου χαρακτήρα, η διάρκεια ζωής του οποίου φθάνει μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Τότε ανεγείρεται το πρώτο ημικυκλικό ωδείο στην ανατολική πτέρυγα και σειρά καταστημάτων νοτιοανατολικά έξω από την αγορά.
Μετά τα μέσα του 3ου αιώνα το υπάρχον ωδείο μεγαλώνει για να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες της πόλης.
Γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί το ωδείο σε θέατρο.
Γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. εντοπίζεται σε όλους τους χώρους εγκατάλειψη και μετατροπή τους σε δευτερεύουσες εργαστηριακές χρήσεις, με άνοιγμα και πάλι μεγάλων λάκκων για εξόρυξη πηλού. Διατηρείται η χρήση μόνο στα καταστήματα νότια της κρυπτής στοάς.
Μετά τον 5ο αιώνα, σε χρόνο δυσπροσδιόριστο, αλλά οπωσδήποτε μέχρι τον10ο αιώνα μ.Χ. το ωδείο μετατρέπεται σε χοάνη υποδοχής ομβρίων υδάτων που τα διοχετεύει με φαρδύ αγωγό ορθογωνικής διατομής στην κρυπτή στοά που έχει μετατραπεί σε κιστέρνα, με τις απαραίτητες παρεμβάσεις για καθαριότητα και στεγάνωση. Διάσπαρτα στο χώρο δημιουργούνται μικρές δεξαμενές νερού και κιστέρνες.
Τα καταστήματα νότια της κρυπτής στοάς χρησιμοποιούνται τμηματικά μέχρι και τον 13ο-14ο αιώνα μ.Χ.
ΩΔΕΙΟ
Μέσα στον 2ο αιώνα μ.Χ., στη θέση του υπάρχοντος ορθογώνιου βουλευτηρίου του 1ου αιώνα π.Χ., αποφασίζεται η ανέγερση ενός ωδείου, το οποίο γίνεται μεγαλύτερο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Η παλαιότερη φάση του ωδείου διερευνήθηκε, με αφορμή τη συντήρηση των πλακών της ορχήστρας που απομακρύνθηκαν για να συγκολληθούν. Μια δοκιμαστική τομή στην ορχήστρα έφερε στο φως τα λείψανα της φάσης του 2ου αιώνα.
Το γεγονός ότι στον 3ο μεταχριστιανικό αιώνα η κεντρική ορθογώνια αίθουσα της ανατολικής πτέρυγας αντικαταστάθηκε από ένα νέο, εγγεγραμμένο και πάλι, μεγαλύτερο ωδείο σε προκαθορισμένων διαστάσεων θέση, δημιούργησε ένα κτήριο ξεχωριστής τυπολογίας. Το προσφερόμενο βάθος ήταν δεδομένο εξαιτίας των γειτονικών κτισμάτων. Οι τρεις ορθογώνιοι χώροι στο νότιο τμήμα της πτέρυγας παρέμειναν ακέραιοι. Με δεδομένο το ανάπτυγμα της πρόσοψης και την έλλειψη δυνατότητας πρόσβασης στο εσωτερικό του ωδείου από πλάγιες θέσεις του κοίλου, ο αρχιτέκτονας χωροθέτησε όλες τις προσβάσεις, θεατών και ηθοποιών, στην πρόσοψη. Οι ηθοποιοί εισέρχονταν από τις ακραίες θύρες, από εκείνες δηλαδή που σώζουν ακόμη τα θυρώματά τους, ενώ το κοινό χρησιμοποιούσε τις ενδιάμεσες θύρες. Εισερχόταν, δηλαδή, κανείς σε έναν επιμήκη προθάλαμο, κάτω ακριβώς από το δάπεδο της σκηνής, και στη συνέχεια διοχετευόταν δεξιά και αριστερά όπου υπήρχαν κλίμακες ανόδου στο μοναδικό διάζωμα του κοίλου.
Από τη σχέση σκηνής και προθαλάμου εισόδου σε δύο επάλληλα επίπεδα προκύπτει μοναδική τυπολογία για το ωδείο της Θεσσαλονίκης, καθώς αναγκαστικά το δάπεδο της σκηνής ήταν αρκετά υπερυψωμένο. Ταυτόχρονα ο αρχιτέκτονας φρόντισε να μετριάσει το ύψος του προσκηνίου, που διαμορφώνεται με εναλλασσόμενες κόγχες με οίκους ανεβάζοντας το δάπεδο της ορχήστρας σε οριακή στάθμη, έτσι ώστε να είναι δυνατή και η προσπέλαση των ηθοποιών από τα παρασκήνια, τα οποία βρίσκονταν πλευρικά κάτω από τα πέρατα του κοίλου. Για τους δύο αυτούς λόγους, την παρουσία των παρασκηνίων κάτω από το κοίλο και το μεγάλο ύψος του προσκηνίου, το πόδιο του κοίλου υπερυψώθηκε υπερβολικά, έτσι ώστε οι θεατές των πρώτων εδωλίων να μπορούν να βλέπουν ολόκληρο το χώρο της σκηνής.
Αυτό το ιδιαίτερα ψηλό πόδιο αποτέλεσε αφορμή να υποστηριχθεί η άποψη από παλιότερους ερευνητές ότι ο χώρος λειτουργούσε ως αρένα. Η θεωρία αυτή, βέβαια, είναι μάλλον ατυχής εξαιτίας του μικρού μεγέθους της ορχήστρας, αλλά και όλου του κτηρίου, που καθιστούν τη λειτουργία αυτή σχεδόν απαγορευτική. Στη φάση του 3ου αιώνα μ.Χ., το ωδείο ήταν ένα στεγασμένο κτήριο χωρητικότητας 300 ατόμων.
Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα προγραμματίστηκε μια επέκταση του ωδείου και παράλληλα η μετατροπή του σε θέατρο. Δημιουργείται ένα πρόσθετο κοίλο, πλάτους δεκαπέντε μέτρων περίπου, για την κατασκευή του οποίου διατέθηκαν χώροι προς τα ανατολικά που λειτουργούσαν ως ιδιωτικές κατοικίες, τα θεμέλια των οποίων ενσωματώθηκαν στην υποδομή του κοίλου. Για τις απαιτήσεις της σκηνής του νέου θεατρικού κτηρίου θυσιάστηκε μέρος της εσωτερικής στοάς και σφραγίστηκαν οι τρεις κεντρικές είσοδοι του κοινού. Για την είσοδο των θεατών στο θέατρο δημιουργήθηκαν δύο φαρδιά κτιστά κλιμακοστάσια, που οδηγούσαν σε ένα κεντρικό διάζωμα. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές στρωματογραφικές ενδείξεις ότι η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε.
Το ωδείο έχει συντηρηθεί, έχει μερικώς αναστηλωθεί και χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις που συνάδουν με τον χαρακτήρα του μνημείου.
Το ωδείο εγκαινιάστηκε στις 27 Ιουνίου 1997 και έκτοτε φιλοξένησε πολλά θεατρικά έργα, μουσικές συναυλίες, εκδηλώσεις λόγου και χορού. Χρησιμοποιείται κάθε χρόνο για παραστάσεις κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών (Μάιος- Σεπτέμβριος) από διάφορους φορείς (Δήμος Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος) και επιλεγμένους ιδιώτες καλλιτέχνες.
Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και η κρυπτή στοά της αγοράς, η οποία επίσης διαθέτει τις προδιαγραφές για φιλοξενία τόσο εκθέσεων όσο και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
Γιώργος Βελένης και Πολυξένη Αδάμ-Βελένη
Αρχιτέκτονες, Αρχαιολόγοι
Δημοσιεύτηκε 20 Μαίου 2015
Στις 30 Μαρτίου 2015 οι μαθητές της β' τάξης Γυμνασίου (4ο Γυμνάσιο Νεάπολης) ξεναγούν άλλους μαθητές στην αρχαία αγορά και στο ωδείο Θεσσαλονίκης.
Ωδείο Θεσσαλονίκης
Ωδείο
Στεγασμένο (στην αρχαιότητα) κτήριο χωρητικότητας, στη φάση του 3ου αιώνα μ.Χ., 300 ατόμων. Ενταγμένο στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας της αγοράς των αυτοκρατορικών χρόνων στη Θεσσαλονίκη.
βλ.φωτοθήκη
Α΄ περίοδος εργασιών (1962-1973)
Χρονικά
Χ. Ι. Μακαρόνας, Μακεδονικά 2, 1941-52, Αρχαιολογικά χρονικά, 593-94.
Φ. Παπαδοπούλου, ΑΔ 18, 1963, Χρον. Β2, 195-199, πίν. 235-239, της ίδιας ΑΔ 19, 1964, Χρον. Β3, 329-331, πίν. 373-374.
Φ. Πέτσα ΑΔ 22 (1967), Χρον. Β2, 379-387, πιν. 288-295, του ίδιου, ΑΑΑ 1968, 2, 156-161.
Φ. Πέτσας, Μακεδονικά 9, 1969, 149-150, πίν. 38-47, του ίδιου, ΑΔ 24, (1969), Χρον. Β2, 294-295.
Χ. Μπακιρτζή, ΑΕ 1970, 23-26.
Α. Βαβρίτσα, ΑΔ 25 (1970), Χρον. Β2, 361-362, πιν. 308, του ίδιου, ΑΔ 26 (1971), Χρον. Β2, 364-366, πιν. 350-353, του ίδιου, ΑΔ 27 (1972), Χρον. Β2, 504, πιν. 436-439.
Φ. Πέτσα, Μακεδονικά 14 (1974), Χρονικά Αρχαιολογικά, 352-358, εικ. 18, πιν. 50-51. Μελέτες Στ. Πελεκανίδη, Άγαλμα γυναικός της υστερινής αρχαιότητας από τη Θεσσαλονίκη, BCH 73, 1949, 294-305 πιν. ΧΙΙ-ΧΙΙΙ.
Χ. Μπακιρτζή, «Περί του συγκροτήματος της αγοράς Θεσσαλονίκης», Αρχαία Μακεδονία ΙΙ, Διεθνές Συμπόσιο, Αύγουστος 1973, 257-269, σχ. 1-4, πιν. 1-11.
Ch. Bakirtzis, Actes du Xe Congres International d’ Archéologie Chretienne, B’ (1984) 13.
Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, «Τα αγάλματα των Μουσών από το ωδείο Θεσσαλονίκης» Εγνατία 2 (1990), 73-122.
Κατάλογος Α. Παπαδοπούλου, Γ. Βελένης, Έκθεση σχεδίων φοιτητών της Αρχιτεκτονικής, Κατάλογος της Έκθεσης, Θεσσαλονίκη 1990.
Β΄ περίοδος εργασιών (1989-2009)
Χρονικά
Π. Αδάμ Βελένη, ΑΔ 45 (1990), Χρον. Β2, 301-302 της ίδιας, ΑΔ 46 (1991), Χρον. Β2, 275 της ίδιας, ΑΔ 47 (1992), Χρον. Β2, 363 της ίδιας, ΑΔ 48 (1993), Χρον. Β2, 321 και 356 της ίδιας, ΑΔ 49 (1994), Χρον. Β2, 433, 465-466 της ίδιας, ΑΔ 50 (1995), Χρον. Β2 ,451-453 και 493-494 της ίδιας, ΑΔ 51 (1996), Χρον. Β2, 423-4 και 465-6 της ίδιας, ΑΔ 52 (1997), Χρον. Β2,631-3 και 662-3 της ίδιας, ΑΔ 53 (1998), Χρον. Β2, 549-554 και 596-7.
Πρακτικά Διημερίδας Π. Αδάμ Βελένη (εκδ), Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης 1, Πρακτικά διημερίδας για τις δεκαετείς εργασίες στον χώρο (1989-1999), Θεσσαλονίκη 2000.
Μελέτες
1. Γ. Βελένης, Ι. Βοκοτοπούλου – Δ. Κυριάκου – Ζ. Αλ Σααγιάχ, «Πρόγραμμα Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης», Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (στο εξής ΑΕΜΘ) 5, 1991, 247-256.
2. Ι. Βοκοτοπούλου, Π. Αδάμ-Βελένη, «Εργασίες στη Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης», ΑΕΜΘ 7, 1993, 321-328.
3. Γ. Βελένης, Π. Αδάμ-Βελένη, «Αναστηλωτικές και ανασκαφικές εργασίες στη Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης κατά το 1994», ΑΕΜΘ 8, 1994, 159-167.
4. Γ. Βελένης, «Συμπραγματευόμενοι σε επιγραφή της Θεσσαλονίκης», Τεκμήρια 2, 15-21.
5. Γ. Βελένης, «Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης», ΑΑΑ XXIII-XXVIII, 1990-1995, 129-142.
6. Π. Αδάμ-Βελένη, «Τραπεζοφόρο από την Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης», ΑΑΑ XXIII-XXVIII, 1990-1995, 155-162.
7. Π. Γεωργάκη, «Αγγεία της κατηγορίας τύπου «Δυτικής Κλιτύος» από την Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης»| ΑΑΑ XXIII-XXVIII, 1990-1995, 211-222.
8. Αικ. Μπόλη, Τροχήλατοι λύχνοι από την Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης, ΑΑΑ XXIII-XXVIII, 1990-1995, 235-254.
9. Γ. Βελένη, «Νομισματοκοπείο στην Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης», Χαρακτήρ, Αφιέρωμα στη Μάντω Οικονομίδου, Αθήνα 1996, 49-60.
10. Π. Αδάμ Βελένη, Π. Γεωργάκη, Η. Ζωγράφου, Β. Καλάβρια, Κ. Μπόλη, Γ. Σκιαδαρέσης, «Αρχαία αγορά Θεσσαλονίκης: η στρωματογραφία και τα κινητά ευρήματα», ΑΕΜΘ 1996, 10Β, 501-531, Θεσσαλονίκη 1997.
11. Γ. Βελένης, «Επιγραφές από την αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης», Αρχαία Μακεδονία, Στ΄ Διεθνές Συμπόσιο, τόμος 2, 1317-1329, Θεσσαλονίκη 1998.
12. Π. Αδάμ Βελένη, «Βαλανείο προγενέστερο της αρχαίας αγοράς Θεσσαλονίκης», ΑΕΜΘ 11, 1997, 351-364, Θεσσαλονίκη 1999.
13. Π. Αδάμ Βελένη, «Η επανάχρηση του ωδείου και της κρυπτής στοάς της Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης», ΑΕΜΘ 11, 1997, 345-350, Θεσσαλονίκη 1999.
14. Π. Αδάμ Βελένη, Π. Γεωργάκη, Β. Καλάβρια, Αικ. Μπόλη, «Κλειστά χρονολογημένα σύνολα από την Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης», Πρακτικά Ε΄ Επιστημονικής Συνάντησης για την Ελληνιστική Κεραμική, Χανιά 1997, Αθήνα 2000, 275-298.
15. Π. Αδάμ Βελένη, Η. Ζωγράφου, Β. Καλάβρια, Αικ. Μαυρομιχάλη, Αικ. Μπόλη, «Η οικοσκευή του βαλανείου της Αρχαίας Αγοράς» Θεσσαλονίκης, ΑΕΜΘ 12, 1998, 85-102, Θεσσαλονίκη 2000.
16. Π. Αδάμ Βελένη, Π. Γεωργάκη, Η. Ζωγράφου, «Σκύφοι και πινάκια από την αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης», Έκτη Διεθνής Συνάντηση για την ελληνιστική Κεραμική, Βόλος 2000, ……
17. Η. Ζωγράφου, Η Μητέρα των Θεών στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονικέων πόλις, β΄περίοδος, 3ο τεύχος, Σεπτέμβριος 2000, 81-86.
18. Aικ. Μαυρομιχάλη, «Γυάλινα αγγεία από την Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης», Διεθνές Συνέδριο για το Γυαλί, Ρόδος 2001 (τα πρακτικά τυπώνονται).
19. Π. Αδάμ Βελένη, Π. Γεωργάκη, Η. Ζωγράφου, «Ανάγλυφοι σκύφοι με αφηγηματικές παραστάσεις από την Αγορά Θεσσαλονίκης», Ζ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Αίγιο 2005. (τα πρακτικά τυπώνονται).
20. Π. Αδάμ Βελένη «Κρήνη στην Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης. Ένα «χαμένο» κτίσμα από την εποχή του Φ. Πέτσα», ΑΕΜΘ 18, 225-238.
21. Π. Αδάμ Βελένη, Δ. Καλλιγά, Η. Ζωγράφου, Ν. Χατζιδάκης, «Μουσειολογική – μουσειογραφική μελέτη έκθεσης Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης» ΑΕΜΘ 19, 97-108.
22. Π. Αδάμ Βελένη, «Λυχνάρια του 3ου αιώνα μ.Χ. από την Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης», Διεθνές Συνέδριο υστερορωμαϊκής κεραμικής, Θεσσαλονίκη Νοέμβριος 2007, (τα πρακτικά τυπώνονται).
23. Π. Αδάμ Βελένη, «Οστέινο εισιτήριο από την Αγορά Θεσσαλονίκης», Κέρμα, τιμητικός τόμος για τον Ι. Τουράτσογλου (υπό εκτύπωση).
24. Π. Αδάμ Βελένη, «Ο Φώτης Πέτσας και η Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης», Συνέδριο στη μνήμη του Φ. Πέτσα, Οκτώβριος 2008, οργάνωση Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, (τα πρακτικά υπό έκδοση).
Οδηγοί-Κατάλογοι
1. Γ. Βελένης, Π. Αδάμ Βελένη, Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης, οδηγός του χώρου, Θεσσαλονίκη 1997.
2. Π. Αδάμ Βελένη, Η Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης, στο συλλογικό τόμο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, Κατάλογος της Έκθεσης, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας και Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997.
3. Π. Αδάμ Βελένη, Κλ. Νικονάνου, Ε. Φουρλίγκα, Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης, οδηγός για παιδιά στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος «Αρχαιολογικοί Περίπατοι» της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη ΄97, Θεσσαλονίκη 1997.
4. Π. Αδάμ Βελένη, Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης, βιβλίο μαθητού στα πλαίσια του προγράμματος «Μελίνα», Θεσσαλονίκη 2000.
5. Π. Αδάμ Βελένη (σε συνεργασία με Χρ. Γκατζόλη, Ο. Σακαλή) Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης, βιβλίο δασκάλου στα πλαίσια του προγράμματος «Μελίνα», Θεσσαλονίκη 2000.
Στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας της αγοράς των αυτοκρατορικών χρόνων στη Θεσσαλονίκη. Τώρα είναι ενταγμένος αρχαιολογικός χώρος στον κατακόρυφο προς τη θάλασσα άξονα της Αριστοτέλους. Περιβάλλεται από τις οδούς Φιλίππου (στα νότια), Ολύμπου (βόρεια), Αγνώστου Στρατιώτου (ανατολικά-πεζόδρομος), Μακεδονικής Αμύνης (δυτικά).
Α’ φάση ωδείου: μέσα 2ου αιώνα μ.Χ. Β΄φάση ωδείου: μέσα 3ου αιώνα μ.Χ Γ’ φάση: προσπάθεια ανολοκλήρωτη μετατροπής ωδείου σε θέατρο, αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.
ΑΓΟΡΑ (FORUM ROMANUM) ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η αγορά για τρεις αιώνες αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της πόλης-πρωτεύουσας. Σχεδιάστηκε ως ενιαίο σύνολο σε χώρο όπου στον 1ο αι. π.Χ. υπήρχαν λίγα ιδιωτικά σπίτια και σκόρπιες εργαστηριακές εγκαταστάσεις προσωρινού χαρακτήρα. Στον 1ο αι. μ.Χ. θα πρέπει να δημιουργείται μια πρώτη αγορά στο χώρο. Μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας εξυπηρετούσε τις ανάγκες του βουλευτηρίου. Η οργάνωση, ωστόσο, του συγκροτήματος της αγοράς, στη μορφή που έχει αποκαλυφθεί, αρχίζει γύρω στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. και ασφαλώς πρέπει να συσχετιστεί, αφενός με την αγάπη του Αδριανού και των διαδόχων του προς τα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος, αφετέρου με την αλματώδη πληθυσμιακή αύξηση της πόλης και την επιτακτική ανάγκη για μεγαλύτερο κέντρο διοίκησης. Το μεγαλόπρεπο αυτό συγκρότημα εντάχθηκε σε ένα μακρόπνοο πρόγραμμα, το οποίο ολοκληρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. Μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα ορισμένα κτήρια, όπως το βουλευτήριο, διασκευάζονται για να εξυπηρετήσουν νέες ανάγκες. Η αγορά της Θεσσαλονίκης, σχήματος ανοικτού Π, είχε βορινό δροσερό προσανατολισμό με κύρια είσοδο από το παλιό τμήμα της πόλης. Στις τρεις πτέρυγες υπήρχαν διπλές κιονοστήρικτες στοές κορινθιακού ρυθμού. Στην ανατολική αναπτύσσονταν οι αίθουσες των δημόσιων υπηρεσιών. Στη βόρεια πλευρά της ανατολικής πτέρυγας αποκαλύφθηκε κτήριο που διαμορφωνόταν με τρεις ορθογώνιες κόγχες στην ανατολική πλευρά του. Παρόλο που δεν ήλθε στο φως ολόκληρο, διότι προχωρούσε κάτω από την παρειά της Ολύμπου, η σύγκρισή του με αντίστοιχο κτήριο στην ίδια θέση στην αγορά των Φιλίππων, επιτρέπει την πλήρη αποκατάστασή της κάτοψής του. Το κτίσμα είχε πιθανότατα λατρευτική χρήση, σχετιζόμενη με την καπιτωλική τριάδα και προπαντός της Juno Moneta. Προς μια τέτοια ερμηνεία εξάλλου συμβάλλει και η ανεύρεση τεσσάρων χαλκευτικών κλιβάνων. Σε έναν από αυτούς ένα μοναδικό εύρημα, με δεκάδες κομμάτια πήλινων μητρών για την κατασκευή πετάλων νομισμάτων, ταύτισε τον χώρο με το νομισματοκοπείο της πόλης. Αργότερα, μέσα στον 2ο αι. μ.Χ., στη θέση του υπάρχοντος ορθογώνιου βουλευτηρίου του 1ου αι. π.Χ., αποφασίζεται η ανέγερση ενός ωδείου, το οποίο γίνεται μεγαλύτερο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα προγραμματίστηκε μια επέκταση του ωδείου και παράλληλα η μετατροπή του σε θέατρο. Η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε. Σημαντικό κτήριο που σχετίζεται με τη διοικητική λειτουργία του συγκροτήματος της αγοράς είναι η νοτιότατη αίθουσα, ο βόρειος τοίχος της οποίας διαμορφώνεται με εσοχές στις οποίες προσαρμόζονταν ξύλινα ράφια για την τακτοποίηση παπύρων, εγγράφων της εποχής. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα αρχείο της πόλης. Η διπλή στοά της νότιας πτέρυγας θεμελιώνεται πάνω σε επιβλητική κρυπτή στοά, σοφή αρχιτεκτονική λύση για να περάσουν στο επόμενο χαμηλότερο επίπεδο της πόλης. Εκεί υπάρχει μια σειρά καταστημάτων με προσβάσεις από έναν στενό μαρμαροστρωμένο εμπορικό δρόμο. Συνοπτικά οι χρήσεις του χώρου έχουν ως εξής: 1. Ο χώρος της αγοράς χρησιμοποιείται για πρώτη φορά μετά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Εγκαθίστανται εκεί εργαστήρια αγγείων και πήλινων ειδωλίων, που εκμεταλλεύονται το φυσικό καθαρό κόκκινο χώμα. Ανοίγονται λάκκοι εξόρυξης που σύντομα σφραγίζονται με υλικά απόρριψης. 2. Η πρώτη οικιστική εγκατάσταση με χρήση ιδιωτική εντοπίζεται γύρω στα μέσα του 2ου προχριστιανικού αιώνα. Η φάση διαρκεί μέχρι και τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα. Στη φάση αυτή ανάγεται το βαλανείο η καταστροφή του οποίου προσδιορίζεται στα χρόνια του Βεσπασιανού. 3. Προς το τέλος του 1ου αι. μ.Χ. δημιουργείται ένα συγκρότημα δημόσιου χαρακτήρα, η διάρκεια ζωής του οποίου φθάνει μέχρι τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Τότε ανεγείρεται το πρώτο ημικυκλικό ωδείο στην ανατολική πτέρυγα και σειρά καταστημάτων νοτιοανατολικά έξω από την αγορά. 4. Μετά τα μέσα του 3ου αι. το υπάρχον ωδείο μεγαλώνει για να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες της πόλης. 5. Γύρω στα μέσα του 4ου αι. γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί το ωδείο σε θέατρο. 6. Γύρω στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. εντοπίζεται σε όλους τους χώρους εγκατάλειψη και μετατροπή τους σε δευτερεύουσες εργαστηριακές χρήσεις, με άνοιγμα και πάλι μεγάλων λάκκων για εξόρυξη πηλού. Διατηρείται η χρήση μόνο στα καταστήματα νότια της κρυπτής στοάς. 7. Μετά τον 5ο αιώνα, σε χρόνο δυσπροσδιόριστο, αλλά οπωσδήποτε μέχρι τον 10ο αι. μ.Χ. το ωδείο μετατρέπεται σε χοάνη υποδοχής ομβρίων υδάτων που τα διοχετεύει με φαρδύ αγωγό ορθογωνικής διατομής στην κρυπτή στοά που έχει μετατραπεί σε κιστέρνα, με τις απαραίτητες παρεμβάσεις για καθαριότητα και στεγάνωση. Διάσπαρτα στο χώρο δημιουργούνται μικρές δεξαμενές νερού και κινστέρνες. 8. Τα καταστήματα νότια της κρυπτής στοάς χρησιμοποιούνται τμηματικά μέχρι και τον 13ο-14ο αι. μ.Χ.
ΩΔΕΙΟ
Μέσα στον 2ο αι. μ.Χ., στη θέση του υπάρχοντος ορθογώνιου βουλευτηρίου του 1ου αι. π.Χ., αποφασίζεται η ανέγερση ενός ωδείου, το οποίο γίνεται μεγαλύτερο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Η παλαιότερη φάση του ωδείου διερευνήθηκε, με αφορμή τη συντήρηση των πλακών της ορχήστρας που απομακρύνθηκαν για να συγκολληθούν. Μια δοκιμαστική τομή στην ορχήστρα έφερε στο φως τα λείψανα της φάσης του 2ου αιώνα. Το γεγονός ότι στον 3ο μεταχριστιανικό αιώνα η κεντρική ορθογώνια αίθουσα της ανατολικής πτέρυγας αντικαταστάθηκε από ένα νέο, εγγεγραμμένο και πάλι, μεγαλύτερο ωδείο σε προκαθορισμένων διαστάσεων θέση δημιούργησε ένα κτήριο ξεχωριστής τυπολογίας. Το προσφερόμενο βάθος ήταν δεδομένο εξαιτίας των γειτονικών κτισμάτων. Οι τρεις ορθογώνιοι χώροι στο νότιο τμήμα της πτέρυγας παρέμειναν ακέραιοι. Με δεδομένο το ανάπτυγμα της πρόσοψης και την έλλειψη δυνατότητας πρόσβασης στο εσωτερικό του ωδείου από πλάγιες θέσεις του κοίλου, ο αρχιτέκτονας χωροθέτησε όλες τις προσβάσεις, θεατών και ηθοποιών, στην πρόσοψη. Οι ηθοποιοί εισέρχονταν από τις ακραίες θύρες, από εκείνες δηλαδή που σώζουν ακόμη τα θυρώματά τους, ενώ το κοινό χρησιμοποιούσε τις ενδιάμεσες θύρες. Εισερχόταν, δηλαδή, κανείς σε έναν επιμήκη προθάλαμο, κάτω ακριβώς από το δάπεδο της σκηνής, και στη συνέχεια διοχετευόταν δεξιά και αριστερά όπου υπήρχαν κλίμακες ανόδου στο μοναδικό διάζωμα του κοίλου. Από τη σχέση σκηνής και προθαλάμου εισόδου σε δύο επάλληλα επίπεδα προκύπτει μοναδική τυπολογία για το ωδείο της Θεσσαλονίκης, καθώς αναγκαστικά το δάπεδο της σκηνής ήταν αρκετά υπερυψωμένο. Ταυτόχρονα ο αρχιτέκτονας φρόντισε να μετριάσει το ύψος του προσκηνίου, που διαμορφώνεται με εναλλασσόμενες κόγχες με οίκους ανεβάζοντας το δάπεδο της ορχήστρας σε οριακή στάθμη, έτσι ώστε να είναι δυνατή και η προσπέλαση των ηθοποιών από τα παρασκήνια, τα οποία βρίσκονταν πλευρικά κάτω από τα πέρατα του κοίλου. Για τους δύο αυτούς λόγους, την παρουσία των παρασκηνίων κάτω από το κοίλο και το μεγάλο ύψος του προσκηνίου, το πόδιο του κοίλου υπερυψώθηκε υπερβολικά, έτσι ώστε οι θεατές των πρώτων εδωλίων να μπορούν να βλέπουν ολόκληρο το χώρο της σκηνής. Το ιδιαίτερα αυτό ψηλό πόδιο αποτέλεσε αφορμή να υποστηριχθεί η άποψη από παλιότερους ερευνητές ότι ο χώρος λειτουργούσε ως αρένα. Η θεωρία αυτή, βέβαια, είναι μάλλον ατυχής εξαιτίας του μικρού μεγέθους της ορχήστρας, αλλά και όλου του κτηρίου, που καθιστούν τη λειτουργία αυτή σχεδόν απαγορευτική. Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα προγραμματίστηκε μια επέκταση του ωδείου και παράλληλα η μετατροπή του σε θέατρο. Δημιουργείται ένα πρόσθετο κοίλο πλάτους δεκαπέντε μέτρων περίπου, για την κατασκευή του οποίου διατέθηκαν χώροι προς τα ανατολικά που λειτουργούσαν ως ιδιωτικές κατοικίες, τα θεμέλια των οποίων ενσωματώθηκαν στην υποδομή του κοίλου. Για τις απαιτήσεις της σκηνής του νέου θεατρικού κτηρίου θυσιάστηκε μέρος της εσωτερικής στοάς και σφραγίστηκαν οι τρεις κεντρικές είσοδοι του κοινού. Για την είσοδο των θεατών στο θέατρο δημιουργήθηκαν δύο φαρδιά κτιστά κλιμακοστάσια, που οδηγούσαν σε ένα κεντρικό διάζωμα. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές στρωματογραφικές ενδείξεις ότι η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε.
Συντηρημένο, μερικώς αναστηλωμένο.
Α. Στερέωση του ωδείου από το 1969-1973 (υπό την εποπτεία του τότε εφόρου Ανδρέα Βαβρίτσα, χωρίς μελέτη)
Β. Συντήρηση, μερική αναστήλωση του μνημείου 1991-1997 (υπό την εποπτεία του καθηγητή
Γ. Βελένη, σύμφωνα με μελέτη που προέκυψε από ερευνητικό πρόγραμμα του Α.Π.Θ. και εγκρίθηκε από το ΚΑΣ το 1996.
Όλες οι χρήσεις που συνάδουν με τον χαρακτήρα του μνημείου.
Το ωδείο εγκαινιάστηκε στις 27 Ιουνίου 1997 με την Καμεράτα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, με μαέστρο τον Δημήτρη Μυράτ και σολίστ τη Δανάη Καρρά. Κατά το 1997 (έτος που η Θεσσαλονίκης ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης) φιλοξένησε τις επίσημες συμμετοχές της Ισπανίας (με την παράσταση των Βακχών), της Ιαπωνίας (με την παράσταση του Ιουλίου Καίσαρα), της Ιταλίας (με την παράσταση «Χίλιες και μία νύκτες», με πρωταγωνιστή τον Μάσσιμο Ρανιέρι, και του Ισραήλ. Έκτοτε, το ωδείο των 300 θέσεων, (το οποίο μπορεί να μετατραπεί με προσθήκη δύο σειρών κινητών καθισμάτων στο πάνω διάζωμα σε 500 θέσεων) φιλοξένησε πολλά θεατρικά έργα, μουσικές συναυλίες, εκδηλώσεις λόγου και χορού. Χρησιμοποιείται κάθε χρόνο για παραστάσεις κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών (Μάιος- Σεπτέμβριος) από διάφορους φορείς (Δήμος Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και επιλεγμένους ιδιώτες καλλιτέχνες. Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και η κρυπτή στοά της αγοράς, η οποία επίσης διαθέτει τις προδιαγραφές για φιλοξενία τόσο εκθέσεων όσο και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Η Κρυπτή Στοά εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο 1996 με τη συναυλία του Νότη Μαυρουδή «Λόγος Ερωτικός» με τη συνοδεία απαγγελίας ποίησης λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης από τους Ντίνο Χριστιανόπουλο ο οποίος επέλεξε και τα ποιήματα, τη Φιλαρέτη Κομνηνού και τη Λυδία Φωτοπούλου. Για όλες τις εκδηλώσεις διατηρείται πλήρες αρχείο τόσο στην ΙΣΤ’ ΕΠΚΑ όσο και στο προσωπικό αρχείο των επιστημονικών υπευθύνων Γιώργου και Πολυξένης Βελένη.
Το ωδείο καθώς έχει απωλέσει την στέγη του (και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την αποκατάστασή της) έχει χάσει και το μεγαλύτερο μέρος της ακουστικής που θα είχε κατά την αρχαιότητα όταν θα ήταν σε πλήρη λειτουργία. Έτσι δεν διαθέτει ακουστική επάρκεια και χρειάζεται συνήθως ενίσχυση με τεχνητά μέσα. Επίσης, δεν διασώζεται το επίπεδο της αρχικής του σκηνής που βρισκόταν πάνω από τις πλίνθινες κόγχες μέχρι το πάνω μέρος των πέντε μαρμάρινων θυρών. Έτσι, σήμερα αναγκαστικά ως σκηνή χρησιμοποιείται το επίπεδο της ορχήστρας, πράγμα το οποίο, εξαιτίας της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς που υπάρχει με την πρώτη σειρά καθισμάτων, δημιουργεί επιπρόσθετα παραστασιολογικά προβλήματα τα οποία χρειάζονται σκηνοθετική επίλυση κατά περίπτωση.
Γιώργος Βελένης και Πολυξένη Αδάμ-Βελένη.
ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης.
40.637714°
22.946062°