Το Ρωμαϊκό Ωδείο Δίου ανήκει στο κτιριακό συγκρότημα των μεγάλων Θερμών, το οποίο κτίστηκε στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα, σε μια περίοδο που τα κτίρια αυτά, πέρα από την ειδική τους χρήση, αποτελούσαν για την αστική τάξη των αυτοκρατορικών χρόνων ένα νέο πυρήνα δημόσιας ζωής. Ο καθηγητής Δ. Παντερμαλής, στις δημοσιεύσεις του χρονολογεί το κτίριο των θερμών, με βάση τα αρχιτεκτονικά μέλη και τα γλυπτά, στο τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα, αν και η τυπολογία του ωδείου συνηγορεί σε μια λίγο πρωïμότερη χρονολόγησή του.
Το ωδείο ήταν μια στεγασμένη θεατρική αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για 400 περίπου θεατές, ορθογωνική εξωτερικά, με ημικυκλική διάταξη καθισμάτων στο εσωτερικό και υποτυπώδες προσκήνιο, στην οποία μπορούσαν να πραγματοποιηθούν διάφορες εκδηλώσεις, όπως απαγγελία, μουσική, χορός, μικρές θεατρικές παραστάσεις, παντομίμα, διδασκαλία κ.λ.π.
Η προσπέλαση στο ωδείο γινόταν από πολλά σημεία. Ιδιαίτερα τονισμένη ήταν η είσοδος από την αγορά. Γι’ αυτόν που ερχόταν από την αγορά υπήρχε η δυνατότητα με δύο εξωτερικά κλιμακοστάσια να ανεβεί απευθείας στον περιμετρικό διάδρομο του κοίλου και από εκεί με μικρές ακτινωτές κλίμακες να οδηγηθεί στα καθίσματα. Επίσης υπήρχε η δυνατότητα, περνώντας ένα πρόπυλο, να οδηγηθεί στην είσοδο της δυτικής παρόδου, μέσω ενός ευρύχωρου χωλ, το οποίο οδηγούσε και στην αυλή των θερμών. Άλλες τρεις είσοδοι, στο νότιο τοίχο, με τονισμένη την κεντρική, οδηγούσαν στο ωδείο απευθείας από την αυλή των θερμών.
Η κατασκευή του κτιρίου του ωδείου και ο τρόπος στήριξής του, παρά την πολυπλοκότητα που φαίνεται να έχει με μια πρώτη ματιά, είναι αρκετά απλός. Ένας εξωτερικός πολύ ισχυρός τοίχος, ο οποίος δίνει την εξωτερική μορφή στο κτίριο, στήριζε την ξύλινη στέγη και παράλληλα έπαιζε το ρόλο τοίχου αντιστήριξης, στον οποίο μεταβιβάζονταν οι πλευρικές ωθήσεις της ημικυκλικής κατασκευής του κοίλου. Η μεταβίβαση των ωθήσεων γινόταν μέσω αντηρίδων σε ακτινωτή διάταξη, το πάχος των οποίων ποικίλει ανάλογα με το μήκος τους. Το κοίλο είναι κατασκευασμένο από δύο ισχυρούς ομόκεντρους ημικυκλικούς δακτυλίους. Οι δακτύλιοι αυτοί ενώνονται μεταξύ τους με τοίχους σε ακτινωτή διάταξη, επάνω στους οποίους στηρίζονται σφηνοειδείς καμάρες. Αυτές οι καμάρες δημιουργούσαν ένα κεκλιμένο επίπεδο επάνω στο οποίο στηρίζονταν οι κτιστές βαθμίδες των καθισμάτων.
Οι βαθμίδες των καθισμάτων του κοίλου είναι κατασκευασμένες από πλίνθους ίδιες με αυτές των τοίχων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι έφεραν ξύλινη επένδυση. Εκτός του ότι είναι γνωστό από βιβλιογραφικές πηγές ότι το ξύλο θεωρούνταν απαραίτητο για την καλή ακουστική των ωδείων, έχουν εντοπισθεί στις βαθμίδες των καθισμάτων, σε κανονικά διάστημα, οπές ορθογωνικές μέσα στις οποίες βρέθηκαν κάρβουνα και υπολείμματα καμένων ξύλων. Μέσα σε αυτές τις οπές ήταν τοποθετημένα τμήματα ξύλινων δοκαριών, στα οποία καρφώνονταν η ξύλινη επένδυση. Αντίθετα οι βαθμίδες των τεσσάρων ακτινωτών κλιμάκων του κοίλου, οι οποίες είναι κατασκευασμένες επίσης από πλίνθους, δεν είχαν ξύλινη επένδυση, επειδή οι ακμές τους βρέθηκαν φθαρμένες από την πολλή χρήση.
Οι Ρωμαίοι για να κατασκευάσουν το κτίριο του ωδείου και ολόκληρο το συγκρότημα των θερμών, κατεδάφισαν προϋπάρχοντα ελληνιστικά κτίρια και μέρος του ελληνιστικού τείχους της πόλης, το οποίο αυτήν την εποχή ήταν ήδη σε αχρηστία, και άρχισαν να κτίζουν τους τοίχους του θεμελίου, μπαζώνοντας συγχρόνως την περιοχή με φερτό χώμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα οριζόντιο πλάτωμα, από τη στάθμη του οποίου και επάνω άρχισε να κτίζεται η ανωδομή του συγκροτήματος, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία σκαλοπατιών, τα οποία ήταν ανεπιθύμητα μέσα στις θέρμες όπου κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι.
Το ωδείο των θερμών του Δίου έμεινε από το 1977-78 που έγινε η ανασκαφή του σε κατάσταση ερειπίου, με ανοιχτές όλες τις κατασκευές των τοίχων του, εκτεθειμένες στα νερά της βροχής, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της φθοράς του. Η επέμβαση επομένως στο μνημείο θεωρείται αναγκαία τόσο για λόγους προστασίας όσο και για λόγους αισθητικούς και διδακτικούς.
Καραδέδος Γιώργος
Αναπληρωτής καθηγητής Α.Π.Θ.
Ρωμαϊκό Ωδείο Δίου
Ωδείο
Στεγασμένη θεατρική αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για 400 περίπου θεατές, ορθογωνική εξωτερικά, με ημικυκλική διάταξη καθισμάτων στο εσωτερικό και υποτυπώδες προσκήνιο (εικ.2,6,13), στην οποία μπορούσαν να πραγματοποιηθούν διάφορες εκδηλώσεις, όπως απαγγελία, μουσική, χορός, μικρές θεατρικές παραστάσεις, παντομίμα, διδασκαλία κ.λ.π.
Υπάρχει φωτογραφική τεκμηρίωση στα αρχεία της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής του Δίου καθώς και πλήρης αποτύπωση του μνημείου (κατόψεις, όψεις, τομές, λεπτομέρειες, αναπαραστάσεις), η οποία εκπονήθηκε από τον συνεργάτη της ανασκαφής Γ. Καραδέδο, αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο, αναπληρωτή καθηγητή του Α.Π.Θ.
Αρχαιολογικός χώρος Δίου, Δήμος Δίου – Ολύμπου, Νομός Πιερίας.
Το ρωμαϊκό ωδείο του Δίου ανήκει στο κτιριακό συγκρότημα των μεγάλων Θερμών το οποίο κτίστηκε στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα (εικ. 1-3), σε μια περίοδο που τα κτίρια αυτά, πέρα από την ειδική τους χρήση, αποτελούσαν για την αστική τάξη των αυτοκρατορικών χρόνων ένα νέο πυρήνα δημόσιας ζωής.
Στην αυλή των θερμών έφθανε ο επισκέπτης από μία ευρεία είσοδο με πρόπυλο, η οποία βρισκόταν προς την κατεύθυνση της αγοράς. Από την ίδια είσοδο μπορούσε να μπει και στο ωδείο, από τη θύρα της δυτικής παρόδου. Οι μεγάλες θέρμες του Δίου δίπλα στο forum και κοντά στα ιερά των Μακεδόνων (εικ.1), ήταν ένα από πληρέστερα συγκροτήματα αυτού του είδους, όπου η κοινωνική ελίτ του Δίου μπορούσε σε ένα άνετο και πολυτελές περιβάλλον να περάσει ευχάριστα την ημέρα του με τον τρόπο που υπαγόρευαν τα ιδεώδη της κοινωνίας των αυτοκρατορικών χρόνων.
Μέσα σε ένα τέτοιο οικοδομικό συγκρότημα μπορούμε να κατανοήσουμε το χαρακτήρα και τη λειτουργία του ρωμαϊκού ωδείου του Δίου, το οποίο ήταν μια σχετικά μικρή θεατρική αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, η οποία, σε αντιδιαστολή με τα δύο μεγάλα ανοιχτά θέατρα της πόλης, ήταν στεγασμένη. Ο μικρός αριθμός θεατών και η άμεση σχέση του με τις θέρμες κάνει σαφές ότι η λειτουργία του είχε περισσότερη σχέση με την ελίτ των κατοίκων και των επισκεπτών του Δίου και λιγότερη με τις χιλιάδες των πιστών οι οποίοι συνέρρεαν στα θρησκευτικά πανηγύρια της ιερής πόλης των Μακεδόνων, οι οποίοι παρακολουθούσαν τις παραστάσεις που δίνονταν στο μεγάλο ανοιχτό θέατρο της ρωμαϊκής περιόδου.
Αρχαιολογικός χώρος Δίου, Δήμος Δίου – Ολύμπου, Νομός Πιερίας.
Το ρωμαϊκό ωδείο του Δίου ανήκει στο κτιριακό συγκρότημα των μεγάλων Θερμών το οποίο κτίστηκε στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα (εικ. 1-3), σε μια περίοδο που τα κτίρια αυτά, πέρα από την ειδική τους χρήση, αποτελούσαν για την αστική τάξη των αυτοκρατορικών χρόνων ένα νέο πυρήνα δημόσιας ζωής.
Στην αυλή των θερμών έφθανε ο επισκέπτης από μία ευρεία είσοδο με πρόπυλο, η οποία βρισκόταν προς την κατεύθυνση της αγοράς. Από την ίδια είσοδο μπορούσε να μπει και στο ωδείο, από τη θύρα της δυτικής παρόδου. Οι μεγάλες θέρμες του Δίου δίπλα στο forum και κοντά στα ιερά των Μακεδόνων (εικ.1), ήταν ένα από πληρέστερα συγκροτήματα αυτού του είδους, όπου η κοινωνική ελίτ του Δίου μπορούσε σε ένα άνετο και πολυτελές περιβάλλον να περάσει ευχάριστα την ημέρα του με τον τρόπο που υπαγόρευαν τα ιδεώδη της κοινωνίας των αυτοκρατορικών χρόνων.
Μέσα σε ένα τέτοιο οικοδομικό συγκρότημα μπορούμε να κατανοήσουμε το χαρακτήρα και τη λειτουργία του ρωμαϊκού ωδείου του Δίου, το οποίο ήταν μια σχετικά μικρή θεατρική αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, η οποία, σε αντιδιαστολή με τα δύο μεγάλα ανοιχτά θέατρα της πόλης, ήταν στεγασμένη. Ο μικρός αριθμός θεατών και η άμεση σχέση του με τις θέρμες κάνει σαφές ότι η λειτουργία του είχε περισσότερη σχέση με την ελίτ των κατοίκων και των επισκεπτών του Δίου και λιγότερη με τις χιλιάδες των πιστών οι οποίοι συνέρρεαν στα θρησκευτικά πανηγύρια της ιερής πόλης των Μακεδόνων, οι οποίοι παρακολουθούσαν τις παραστάσεις που δίνονταν στο μεγάλο ανοιχτό θέατρο της ρωμαϊκής περιόδου.
Το ωδείο του Δίου είναι μια στεγασμένη αίθουσα συγκεντρώσεων, ορθογωνική εξωτερικά, με ημικυκλική διάταξη των καθισμάτων στο εσωτερικό (εικ.2, 6, 13). Η προσπέλαση στο ωδείο γινόταν από πολλά σημεία. Ιδιαίτερα τονισμένη ήταν η είσοδος από την αγορά. Γι’ αυτόν που ερχόταν από την αγορά υπήρχε η δυνατότητα με δύο εξωτερικά κλιμακοστάσια να ανεβεί απευθείας στον περιμετρικό διάδρομο του κοίλου και από εκεί με μικρές ακτινωτές κλίμακες να οδηγηθεί στα καθίσματα. Επίσης υπήρχε η δυνατότητα, περνώντας ένα πρόπυλο, να οδηγηθεί στην είσοδο της δυτικής παρόδου, μέσω ενός ευρύχωρου χωλ, το οποίο οδηγούσε και στην αυλή των θερμών. Άλλες τρεις είσοδοι, στο νότιο τοίχο, με τονισμένη την κεντρική, οδηγούσαν στο ωδείο απευθείας από την αυλή των θερμών.
Η κατασκευή του κτιρίου του ωδείου και ο τρόπος στήριξής του, παρά την πολυπλοκότητα που φαίνεται να έχει με μια πρώτη ματιά, είναι αρκετά απλός (εικ.7,8). Ένας εξωτερικός πολύ ισχυρός τοίχος, ο οποίος δίνει την εξωτερική μορφή στο κτίριο, στήριζε την ξύλινη στέγη και παράλληλα έπαιζε το ρόλο τοίχου αντιστήριξης, στον οποίο μεταβιβάζονταν οι πλευρικές ωθήσεις της ημικυκλικής κατασκευής του κοίλου. Η μεταβίβαση των ωθήσεων γινόταν μέσω αντηρίδων σε ακτινωτή διάταξη, το πάχος των οποίων ποικίλει ανάλογα με το μήκος τους. Το κοίλο είναι κατασκευασμένο από δύο ισχυρούς ομόκεντρους ημικυκλικούς δακτυλίους. Οι δακτύλιοι αυτοί ενώνονται μεταξύ τους με τοίχους σε ακτινωτή διάταξη, επάνω στους οποίους στηρίζονται σφηνοειδείς καμάρες. Αυτές οι καμάρες δημιουργούσαν ένα κεκλιμένο επίπεδο επάνω στο οποίο στηρίζονταν οι κτιστές βαθμίδες των καθισμάτων.
Οι Ρωμαίοι για να κατασκευάσουν το κτίριο του ωδείου και ολόκληρο το συγκρότημα των θερμών, κατεδάφισαν προϋπάρχοντα ελληνιστικά κτίρια και μέρος του ελληνιστικού τείχους της πόλης, το οποίο αυτήν την εποχή ήταν ήδη σε αχρηστία, και άρχισαν να κτίζουν τους τοίχους του θεμελίου, μπαζώνοντας συγχρόνως την περιοχή με φερτό χώμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα οριζόντιο πλάτωμα, από τη στάθμη του οποίου και επάνω άρχισε να κτίζεται η ανωδομή του συγκροτήματος, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία σκαλοπατιών, τα οποία ήταν ανεπιθύμητα μέσα στις θέρμες όπου κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι.
Οι εξωτερικοί ευθύγραμμοι τοίχοι, εξ’ αιτίας των πλευρικών ωθήσεων που δέχονταν από τα δοκάρια της στέγης και από τις αντηρίδες του κοίλου, έχουν μεγάλο πάχος το οποίο φθάνει τα 1,55μ. Είναι κτισμένοι σε «opus mixtum», δηλαδή ασβεστόκτιστη αργολιθοδομή με ενίσχυση των γωνιών και των παραστάδων των ανοιγμάτων με σκέτη πλινθοδομή («opus testaceum»). Η ένωση της αργολιθοδομής με την πλινθοδομή γίνεται με αμοιβαίες αλληλοδιεισδύσεις ύψους τεσσάρων στρώσεων πλίνθων (εικ.9,10). Ζώνες επίσης ύψους τεσσάρων στρώσεων πλίνθων περιέτρεχαν το κτίριο λειτουργώντας ως ένα είδος σενάζ.
Από σκέτη πλινθοδομή είναι κατασκευασμένοι οι δύο ημικυκλικοί δακτύλιοι του κοίλου και οι τοίχοι των παρόδων, εξαιτίας των μεγάλων φορτίων τα οποία δέχονται καθώς και οι σφηνοειδείς καμάρες, για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκε ξυλότυπος, όπως προκύπτει από τα ίχνη σανίδων που σώθηκαν στα εσωρράχιά τους.
Οι βαθμίδες των καθισμάτων του κοίλου είναι κατασκευασμένες από πλίνθους ίδιες με αυτές των τοίχων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι έφεραν ξύλινη επένδυση. Εκτός του ότι είναι γνωστό από βιβλιογραφικές πηγές ότι το ξύλο θεωρούνταν απαραίτητο για την καλή ακουστική των ωδείων, έχουν εντοπισθεί στις βαθμίδες των καθισμάτων, σε κανονικά διάστημα, οπές ορθογωνικές μέσα στις οποίες βρέθηκαν κάρβουνα και υπολείμματα καμένων ξύλων (εικ.11Α). Μέσα σε αυτές τις οπές ήταν τοποθετημένα τμήματα ξύλινων δοκαριών, στα οποία καρφώνονταν η ξύλινη επένδυση. Αντίθετα οι βαθμίδες των τεσσάρων ακτινωτών κλιμάκων του κοίλου, οι οποίες είναι κατασκευασμένες επίσης από πλίνθους, δεν είχαν ξύλινη επένδυση, επειδή οι ακμές τους βρέθηκαν φθαρμένες από την πολλή χρήση (εικ.11Β). Οι εξωτερικές κλίμακες είναι κατασκευασμένες από πλίνθους και έχουν σχήμα L. Σώθηκαν σε πολύ κακή κατάσταση, όμως από τη μελέτη των σωζόμενων στοιχείων κατέστη δυνατή η γραφική αποκατάσταση της αρχικής μορφής τους (εικ.11Γ). Μισό τόξο κατασκευασμένο από πλίνθους, υποβάσταζε το σκέλος της σκάλας που εφάπτονταν στον τοίχο του ωδείου, ενώ το κάθετο σκέλος εδράζονταν απευθείας επάνω στο έδαφος.
Στο κτίριο δεν έχουν σωθεί δάπεδα, εκτός από αυτά της δυτικής παρόδου, τα οποία είναι κατασκευασμένα από πλίνθους όμοιες με αυτές των τοίχων. Στην ορχήστρα υπάρχει μόνο ένα στρώμα από αργούς λίθους και ασβεστοκονίαμα, στοιχειωδώς ισοπεδωμένο, το οποίο το βρίσκουμε και στους υπόλοιπους χώρους του ωδείου. Όμως το τελικό δάπεδο της ορχήστρας θα πρέπει να ήταν ξύλινο, όπως προκύπτει: α) από το γεγονός ότι τα κάρβουνα και οι στάχτες από την πυρκαγιά που κατέστρεψε το κτίριο, βρέθηκαν κολλημένα επάνω σε αυτό το στρώμα και β) από τις αναφορές στις φιλολογικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες τα δάπεδα των ωδείων έπρεπε να είναι ξύλινα για λόγους ακουστικής.
Πέντε ιωνικές βάσεις κιόνων από λευκό μάρμαρο, οι τρεις από τις οποίες βρέθηκαν πεσμένες στην εξωτερική πλευρά του μεγάλου ημικυκλικού δακτυλίου του κοίλου δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι στην περίμετρο του κοίλου υπήρχε εσωτερική κιονοστοιχία (εικ.12). Οι βάσεις αυτές καθώς και ένα ακέραιο και δύο τμήματα κιονοκράνων που ανήκουν σε αυτήν την κιονοστοιχία, ταιριάζουν απόλυτα με τις βάσεις και τα κιονόκρανα του κτιρίου των θερμών, στοιχείο που μας δίνει τη βεβαιότητα ότι το ωδείο και το κτίριο των θερμών αποτελούν ενιαίο οικοδομικό πρόγραμμα. Από την κιονοστοιχία του κοίλου δεν βρέθηκαν ακέραιοι κίονες. Έχουν σωθεί όμως θραύσματα κιόνων από πρασινωπό μάρμαρο, τα οποία όπως αποδείχθηκε ταιριάζουν απόλυτα με τις βάσεις της περιμετρικής κιονοστοιχίας. Γνωρίζοντας την επάνω και κάτω διάμετρο αυτών των κιόνων και λαμβάνοντας υπόψη τις αναλογίες τεσσάρων μικρότερων ακέραιων κιόνων που βρέθηκαν στην ορχήστρα, υπολογίσθηκε με σχετική ακρίβεια το ύψος τους. Οι τέσσερις μικροί, ολόσωμοι κίονες (εικ.12Γ) ανήκουν στη διακόσμηση του τοίχου της σκηνής. Ήταν τοποθετημένοι επάνω στο χαμηλό πόδιο του προσκηνίου, το οποίο είχε το ίδιο ύψος με το πόδιο του κοίλου. Θα πρέπει να υποβάσταζαν αετώματα, από τα οποία δεν έχει σωθεί κανένα στοιχείο, δημιουργώντας μαζί με τις τρεις θύρες του τοίχου της σκηνής ένα μόνιμο σκηνικό.
Από τη μελέτη των υλικών και των κατασκευών δεν διαπιστώθηκαν ουσιαστικές φάσεις στο ωδείο (εικ.13D). Παρά την ερειπιώδη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, η συστηματική μελέτη των στοιχείων που σώζονται επέτρεψε την αναπαράσταση της αρχικής μορφής του (εικ.13).
Η ποιότητα των κατασκευών του ωδείου των θερμών, η τυποποίηση των πλίνθων, η λειτουργική κάτοψη, η εξειδικευμένη χρήση του και η σημασία του για τη δημόσια ζωή της πόλης του Δίου, οδήγησαν στη σκέψη να ερευνηθεί η χρήση κάποιων μετρολογικών σχέσεων ή κανάβου (modulus) ή συγκεκριμένων γεωμετρικών χαράξεων για το σχεδιασμό του κτιρίου. Με δεδομένη την ακρίβεια της γεωμετρικής αποτύπωσης του κτιρίου, έγιναν προσπάθειες να διαπιστωθεί η αρχαία μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιήθηκε καθώς και η πιθανή χρήση γεωμετρικών χαράξεων. Η έρευνα ξεκίνησε από τη μελέτη των πλίνθων που χρησιμοποιήθηκαν στο κτίριο (εικ.10,14). Η παράδοση χρήσης ψημένων πλίνθων στο Δίον αρχίζει πολύ πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Στο ελληνιστικό θέατρο χρησιμοποιήθηκαν ψημένες πλίνθοι διαστάσεων 49-51X49-52X6,5-7εκατοστά (ιδεατός τύπος 1,5X1,5 δωρικό πόδι) για την κατασκευή των βαθμίδων των καθισμάτων του κοίλου.
Για τις τοιχοποιίες και τις θολωτές κατασκευές του ωδείου έχει χρησιμοποιηθεί ένας τύπος πλίνθου, η οποία έχει διαστάσεις 48,5-51X33-34,4X4-4,5εκ. (ιδεατός τύπος 1,5X1 δωρικό πόδι). Βλέπουμε ότι από τις ελληνιστικές πλίνθους έχει διατηρηθεί η διάσταση του μήκους. Η πλίνθος αυτή αντιστοιχεί στον τύπο των «sesquipedali» της Ρώμης που έχουν διαστάσεις 44,4X29,6 εκ. (ιδεατός τύπος 1,5X1 ρωμαϊκό πόδι), μόνο που στο Δίο έχουμε τη χρήση δωρικού ποδιού αντί του ρωμαϊκού. Ένα άλλο στοιχείο το οποίο λήφθηκε υπόψη σε αυτήν την έρευνα ήταν ένα όργανο μέτρησης («κανών»), το οποίο είναι χαραγμένο, μαζί με τα υπόλοιπα εργαλεία ενός ξυλουργού στη στήλη του τάφου του στο Δίον, η οποία χρονολογείται στη ρωμαϊκή περίοδο (εικ.14). Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε ότι δεν είναι μία απλή απεικόνιση αλλά ένας πραγματικός δωρικός πήχυς, σχεδιασμένος σε κλίμακα 1:1 και διηρημένος σε παλαστές και δακτύλους. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι γενικές διαστάσεις του ωδείου είναι ακέραια πολλαπλάσια αυτού του πήχυ.
Τόσο οι διαστάσεις των πλίνθων, όσο και ο πήχυς που απεικονίζεται στη στήλη αποδεικνύουν ότι στο Δίον των ρωμαϊκών χρόνων, παρά την επικράτηση στοιχείων τα οποία έρχονται από την πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους, επιβιώνουν και στοιχεία από την ελληνική παράδοση.
Οι βασικοί τοίχοι του ωδείου, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι κτισμένοι σε «opus mixtum». Η σύνδεση της λιθοδομής τους με την πλινθοδομή γίνεται με αμοιβαίες αλληλοδιεισδύσεις ύψους τεσσάρων σειρών πλίνθων. Επίσης ζώνες τεσσάρων σειρών πλίνθων περιτρέχουν, ανά διαστήματα καθ’ ύψος ολόκληρο το κτίριο. Το πάχος τεσσάρων σειρών πλίνθων και τεσσάρων στρώσεων κονιάματος αντιστοιχεί σε ένα δωρικό πόδι και αποτελεί τον « εμβάτη» (modulus) για την ανωδομή του κτιρίου (εικ.10).
Η συνέχιση της έρευνας έκανε σαφές ότι για το σχεδιασμό του ρωμαϊκού ωδείου έχουν χρησιμοποιηθεί γεωμετρικές χαράξεις και μάλιστα ένας συνδυασμός των χαράξεων με εγγεγραμμένα τετράγωνα, ή εγγεγραμμένα ισόπλευρα τρίγωνα που αναφέρει ο Βιτρούβιος για τα ελληνικά και τα ρωμαϊκά θέατρα αντίστοιχα (εικ.14). Αυτός ο συνδυασμός είναι διαπιστωμένος και σε άλλα θεατρικά κτίσματα της ρωμαϊκής εποχής, όπως το πρωïμότερο θέατρο της γειτονικής αρχαίας Μίεζας. Επίσης έγινε σαφές ότι διάφορα στοιχεία, πάχη τοίχων, θέση και πλάτη θυρών, δεν είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια κάποιας μονάδας αρχαίου μέτρου, αλλά καθορίζονται από τις γεωμετρικές χαράξεις.
Το ωδείο των θερμών του Δίου έμεινε από το 1977-78 που έγινε η ανασκαφή του σε κατάσταση ερειπίου, με ανοιχτές όλες τις κατασκευές των τοίχων του, εκτεθειμένες στα νερά της βροχής, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της φθοράς του. Το κλίμα της περιοχής, το οποίο είναι υγρό και θερμό το καλοκαίρι και ψυχρό το χειμώνα, συνετέλεσε στη χειροτέρευση της κατάστασής του και στην ανάπτυξη βλάστησης. Περισσότερο ευπαθή είναι τα ασβεστοκονιάματα, τα οποία ήδη είχαν εξασθενήσει από την πυρκαγιά που κατέστρεψε το κτίριο, καθώς και οι γωνίες των τοίχων, όπου οι πλίνθοι είναι σπασμένες από την κατάρρευση της στέγης. Οι ανοιχτές κατασκευές του κτιρίου προσφέρονται για έρευνα στους μελετητές και για διδασκαλία στους επισκέπτες. Όμως το ύψος του σε συνδυασμό με την πολύπλοκη μορφή που παρουσιάζει ως ερείπιο, δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την κατανόηση της μορφής του.
Η επέμβαση επομένως στο μνημείο θεωρείται αναγκαία τόσο για λόγους προστασίας όσο και για λόγους αισθητικούς και διδακτικούς.
Η ανασκαφή του ρωμαϊκού ωδείου του Δίου άρχισε το Σεπτέμβριο του 1977 και συνεχίσθηκε στα δύο επόμενα χρόνια. Έφερε στο φως μία ορθογωνική αίθουσα με εξωτερικές διαστάσεις 28,46X 19,46 μέτρα και μέγιστο σωζόμενο ύψος τοίχων 2,10 μέτρα (εικ.5,6).
Η αίθουσα ήταν στεγασμένη με ξύλινη στέγη, όπως προκύπτει τόσο από τις διαστάσεις του κτιρίου, οι οποίες βρίσκονται μέσα στα όρια των δυνατοτήτων κάλυψης με στέγη εκείνης της εποχής, όσο και από τα ανασκαφικά δεδομένα. Κατά την ανασκαφή βρέθηκε παχύ στρώμα από κάρβουνα, υπολείμματα καμένων δοκαριών και κεραμίδια, ανάμεσα στα οποία εντοπίσθηκαν πολλά σιδερένια καρφιά μήκους από 8 έως 50 εκατοστά. Μερικά από αυτά, τα οποία είναι στραβωμένα στην άκρη τους, μας δίνουν ενδείξεις για την κρέμανση των δοκαριών της στέγης.
Από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων προκύπτει ότι το κτίριο καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό, όπως δείχνουν μεγάλες ρωγμές στους τοίχους και ένα ρήγμα στη βορειοδυτική γωνία, που προκάλεσε καθιζήσεις σε ορισμένους τοίχους και δάπεδα. Την καταστροφή του σεισμού ολοκλήρωσε μεγάλη πυρκαγιά. Από τότε το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε καθώς η κεκλιμένη διαμόρφωση του κοίλου δεν έδινε τη δυνατότητα διαμόρφωσης οριζόντιων δαπέδων. Επαναχρησιμοποιήθηκαν μόνο οι πάροδοι σε συνδυασμό με μικρούς χώρους οι οποίοι προέκυψαν από το πρόχειρο κλείσιμο της στοάς που υπήρχε κατά μήκος της όψης του κτιρίου προς την αυλή των θερμών.
Αμέσως μετά την ανασκαφή του κτιρίου πραγματοποιήθηκαν στερεωτικές εργασίες και μικρής κλίμακας ανακτήσεις τοίχων και βαθμίδων των καθισμάτων, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν πλίνθοι και αργοί λίθοι του ίδιου του μνημείου, οι οποίοι βρέθηκαν πεσμένοι κατά την ανασκαφή.
Από το 1979 άρχισε η αποτύπωση και η μελέτη του ωδείου από τον αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο Γ. Καραδέδο και συντάχθηκε μελέτη αποκατάστασης η οποία προέβλεπε τη συντήρηση του υλικού και των κατασκευών του και την κατασκευή στεγάστρου από μεταλλικό σκελετό και πολυκαρμπονικό υλικό το οποίο θα συνέχιζε τη μορφή του μνημείου επάνω από τα σωζόμενα ερείπια έως το σημείο που αυτή είναι απόλυτα τεκμηριωμένη. Η πρόταση αυτή, εκτός από την προστασία των ερειπωμένων κατασκευών, τονίζει το διδακτικό χαρακτήρα του μνημείου και δίνει τη δυνατότητα παράλληλα με τη χρήση του ως επισκέψιμο μνημείο να εξυπηρετήσει ήπιες εκδηλώσεις, όπως ξεναγήσεις σχολείων, θεάματα περιορισμένου αριθμού θεατών, ομιλίες κ.α.
Η πρόταση αυτή συμπληρωμένη και βελτιωμένη, κυρίως στο σκέλος της που αφορά τις στερεωτικές εργασίες και τις μικρής κλίμακας ανακτήσεις τοίχων, κατατέθηκε στο ΥΠ.ΠΟ για να προχωρήσει η έγκρισή της από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Η κατάσταση διατήρησης του μνημείου δεν επιτρέπει προς το παρόν καμία άλλη χρήση του εκτός από αυτήν του επισκέψιμου μνημείου, χωρίς ωστόσο να δίνει τη δυνατότητα εισόδου των επισκεπτών στο εσωτερικό του.
Αν εγκριθεί και υλοποιηθεί η πρόταση κατασκευής του στεγάστρου που αναφέρεται παραπάνω στο κεφάλαιο Έρευνες- Επεμβάσεις, θα μπορεί να φιλοξενεί ελεγχόμενες μικρής κλίμακας εκδηλώσεις.
Προς το παρόν στο ρωμαϊκό ωδείο του Δίου δεν έχει φιλοξενηθεί καμία σύγχρονη χρήση.
Τα πνευματικά δικαιώματα για τη μελέτη και δημοσίευση του μνημείου έχει η Πανεπιστημιακή Ανασκαφή του Δίου δια του υπευθύνου καθηγητή Δημητρίου Παντερμαλή.
40.17607°
22.491717°
Funding Level | Πηγή χρηματοδότησης | Περιγραφή των έργων | Remarks |
---|---|---|---|
828.520 | Ε.Σ.Π.Α | ”Το Ωδείο των Μεγάλων Θερμών του Δίου. Προστασία, Συντήρηση, Αποκατάσταση”. |