Όταν η καινοτομία συναντά την αγάπη για τον τόπο: Η επιτυχία της Εβροφάρμα φωτίζει τον Έβρο
Να σας τα πούμε; Τα Διαζωματικά Κάλαντα και το Ημερολόγιο Εκδηλώσεων για το 2025
Πρόσκληση ενδιαφέροντος για συμμετοχή στο διαγωνιστικό μέρος του προγράμματος «Ακούμε τους Νέους 2025»
«ΕΒΡΟΣ-ΜΕΤΑ». Ξεκινά η υλοποίηση της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης του Έβρου
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Επελέγη ο ανάδοχος για τον νέο μεγάλο οδικό άξονα Στροφυλιά – Ιστιαία
Ενα αρκετά επικλινές και βραχώδες ύψωμα στη βόρεια πλευρά της αχαϊκής Αιγείρας υπήρξε η ιδανική θέση για την κατασκευή του θεάτρου της πόλης. Ο ανατολικός προσανατολισμός του μνημείου επιβλήθηκε από την ανάγκη για αρμονική ένταξή του στο φυσικό περιβάλλον. Το θέατρο, που εντάσσεται σε μια ευρύτερη περιοχή ιερών, ήταν ασφαλώς το σπουδαιότερο κτίριο της αρχαίας πόλης. Η θέα από το κοίλον είναι μαγευτική:
Mπροστά στο θεατή απλώνεται ένα μεγάλο τμήμα του Κορινθιακού κόλπου και όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή φαίνεται και η απέναντι ακτή της Στερεάς Ελλάδας. Περίπου τα δύο τρίτα των εδωλίων του κοίλου είχαν λαξευτεί στο φυσικό βράχο, ενώ τα υπόλοιπα συμπληρώθηκαν πάνω σε τεχνητή επίχωση. Η χωρητικότητα του θεάτρου υπολογίζεται σε 3.000 θεατές. ΄Ενα καλά σχεδιασμένο αποχετευτικό σύστημα έστελνε τα νερά της βροχής, που μαζεύονταν στο θέατρο, στο υδραγωγείο της πόλης. Το ελληνιστικό σκηνικό οικοδόμημα παρουσιάζει ομοιότητες με άλλα σύγχρονα θέατρα της Πελοποννήσου. Το θέατρο της Αιγείρας χρονολογείται στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. και φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 3ο αι. μ.Χ.
Αρχαία Αιγείρα
Η αρχαία Αίγειρα υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας Βρισκόταν ανατολικά της σημερινής κωμόπολης της Αιγείρας, πάνω στο λόφο που ονομάζεται ”Παλιόκαστρο”, σε υψόμετρο 650 μ. και ο κεντρικός οικισμός της ήταν οχυρωμένος με ισχυρά τείχη. Η γεωγραφική θέση της αρχαίας πόλης ήταν γνωστή πριν αρχίσουν οι ανασκαφές στην περιοχή, χάρη στις εκτενείς ιστορικές αναφορές σε έργα σημανικών ιστοριογράφων και γεωγράφων της αρχαιότητας (Παυσανίας, Στράβων κ.α.) που εντοπίζουν την πόλη μεταξύ Σικυώνος (νοτίως του σημερινού Κιάτου) και Αιγίου. Ο ιστορικός του 2ου αι. π.Χ. Πολύβιος, αναφερόμενος στη θέση της Αίγειρας γράφει ”….η δέ τών Αιγειρατών πόλις έκτισται μεταξύ τής Αιγιέων και Σικυωνίων πόλεως, κείται δέ επί λόφων ερυμνών και δυσβάτων, νεύει δε προς τον Παρνασσόν” (Η πόλη Αίγειρα βρίσκεται μεταξύ Αιγίου και Σικυώνος και είναι χτισμένη σε οχυρούς και δύσβατους λόφους, βλέπει δε προς τον Παρνασσό).
Κατά τον Αυστριακό αρχαιολόγο Wilhelm Alzinger, οι πρώτοι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αίγειρας την 3η χιλιετία π.Χ., στην πρωτοελλαδική δηλ. περίοδο. Την παρουσία τους μαρτυρούν θραύσματα κεραμικής που βρέθηκαν στις ανασκαφές, στα κατώτερα στρώματα του υπεδάφους. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ήταν αυτόχθονες Πελασγοί (πρωτοέλληνες), οι “Πελασγοί Αιγιαλείς” που αναφέρει και ο Ηρόδοτος στο Βιβλίο Ζ’ της Ιστορίας του. Αυτοί ήταν που έδωσαν και το όνομα στη σημερινή περιοχή της Αιγιάλειας προς τιμήν του μυθικού βασιλιά Αιγιαλέως. Στη συνέχεια η πόλη κατοικήθηκε από τους Ίωνες, οι οποίοι είχαν μάλιστα ιδρύσει δώδεκα πόλεις σε ολόκληρη την Αχαΐα (“ιωνική δωδεκάπολις”), προτού φτάσουν στην περιοχή οι Αχαιοί του Τισαμενού, που έμελλε να είναι και οι τελευταίοι που θα εγκαθίσταντο εκεί.
Κατά την ομηρική περίοδο, η πόλη ήταν γνωστή ως Υπερησίη και με το όνομα αυτό αναφέρεται από τον Όμηρο (Ιλιάδα ραψωδία Β, στίχος 573) στον κατάλογο των πλοίων που έλαβαν μέρος μαζί με άλλες Αχαϊκές πόλεις, στην εκστρατεία κατά της Τροίας υπό την ηγεσία του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα. Το όνομα Υπερησίη, και, κατά τον Παυσανία, Υπερησία, διατηρήθηκε στην αρχαία Αίγειρα για πολλούς αιώνες και πάντως μέχρι τον 7ο αι. π.Χ.
Ο κεντρικός οικιστικός ιστός της Αίγειρας αναπτύχθηκε μετά το 1250 π.Χ. αρχικά γύρω από την ακρόπολη, που αποτελούσε το λατρευτικό κέντρο της περιοχής. Η έδρα αυτή του τοπάρχη και ο οικισμός που ανήκε σε αυτήν ταυτίζονται με την ομηρική Υπερησία. Στην ακρόπολη της Υπερησίας έχουν αποκαλυφθεί θεμέλια οικιών μυκηναϊκής εγκατάστασης διαφορετικών φάσεων της περιόδου από τον 12ο έως τα μέσα του 11ου αι. π.Χ. Μερικά μυκηναϊκά αντικείμενα που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο του Βερολίνου θεωρείται ότι προέρχονται από τάφο στην περιοχή της Αιγείρας, η ακριβής θέση του οποίου παραμένει άγνωστη. Επιπλέον, το μυκηναϊκό νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων στο γειτονικό Δερβένι Κορινθίας φαίνεται ότι ανήκε στον οικισμό της Υπερησίας, ο οποίος ήταν πάντοτε οχυρωμένος.
Μετά τον 9ο αι. π.Χ., η ακρόπολη των υστερομυκηναϊκών χρόνων εγκαταλείφθηκε και στη θέση της ιδρύθηκε ένα πρώιμο ελληνικό ιερό, αφιερωμένο σε γυναικεία θεότητα, πιθανώς στην Αρτέμιδα ίσως και στην Ιφιγένεια. Στην ακρόπολη πάντως υπήρχε και κατοίκηση που ανάγεται στη γεωμετρική, την αρχαϊκή αλλά και την κλασική εποχή.
Όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα “Αχαϊκά”, η Υπερησία πήρε το όνομα Αίγειρα όταν κατοικούσαν εκεί οι Ίωνες και έκαναν επιδρομή εναντίον της οι Σικυώνιοι. Το γεγονός χρονολογείται κατά την αρχαϊκή περίοδο, τον 7ο αι. π.Χ. και σύμφωνα με τον μεγάλο Αυστριακό αρχαιολόγο Otto Walter, κατά την 23η Ολυμπιάδα, το 688 π.Χ.
Μπροστά στον κίνδυνο της κατάληψης της πόλης τους και προκειμένου να αμυνθούν αποτελεσματικά, οι κάτοικοι της Υπερησίας, λίγοι καθώς ήταν, μάζεψαν όλες τις γίδες (αίγες) της περιοχής και αφού άναψαν τα δαδιά που είχαν τοποθετήσει στα κέρατά τους τις εξαπέλυσαν μέσα στη νύχτα εναντίον των Σικυωνίων, οι οποίοι, θεωρώντας πως οι πολιορκημένοι έκαναν αιφνιδιαστική έξοδο με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, φοβήθηκαν και έφυγαν. Έτσι επειδή οι Υπερησίες σώθηκαν από τις γίδες (αίγες) άλλαξαν το όνομα της πόλης τους σε Αίγειρα. ”Οί Υπερησιείς δέ τή τε πόλει τό όνομα τό νύν μετέθεντο από τών αιγών”. Το θαυμαστό τέχνασμα αποδόθηκε στη θεά της φύσης και του κυνηγιού, την Αγροτέρα Αρτέμιδα, προς τιμήν της οποίας ιδρύθηκε ναός στην πόλη.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η αρχαία Αίγειρα πήρε το όνομα αυτό από ένα είδος λεύκας, τους αιγείρους, οι οποίοι ήταν άφθονοι στην περιοχή κατά την αρχαιότητα. Μια τρίτη τέλος, εκδοχή για την προέλευση του ονόματος της αρχαίας Αίγειρας είναι και αυτή που αναφέρει ο Νικόλαος Παπανδρεάδης στο βιβλίο του ”Ιστορία και Λαογραφία της Ζαχόλης”. Εκεί υποστηρίζει ότι πήρε το όνομά της από έναν άρχοντα από την Πάτρα, ονόματι Αίγειρο, ο οποίος, αφού την κατέλαβε, εβασίλευσε σ’ αυτήν και της έδωσε το όνομά του.
Ωστόσο, η αφήγηση του Παυσανία φαίνεται πως είναι εκείνη που αντικατοπτρίζει πλήρως την αρχαία παράδοση για την ονοματολογία της περιοχής κι εμπεριέχει τον ιδρυτικό μύθο της αρχαίας Αίγειρας.
Η αρχαία Αίγειρα πέρασε περιόδους μεγάλης ακμής και ευημερίας. Τον 8ο αι. π.Χ. η Αίγειρα μαζί με τις υπόλοιπες αχαϊκές πόλεις, από την Πελλήνη στα δυτικά μέχρι και τη Δύμη στα ανατολικά, συνενώθηκαν στο “Κοινόν των Αχαιών”, την πρώτη ομοσπονδιακή ένωση της ανθρωπότητας, γνωστή και ως “Α΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία”, με έδρα την Ελίκη. Η ένωση έφερε οικονομική ισχύ και στρατιωτική υπεροχή.
Από τον “χρυσό” 5ο αι. π.Χ. η πόλη χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη. Σημαντικά λατρευτικά οικοδομήματα δεσπόζουν στην περιοχή και οι Αιγειράτες δρέπουν τους καρπούς της άνθησης των κλασικών χρόνων.
Η ελληνιστική περίοδος βρίσκει την Αίγειρα στο αποκορύφωμα της ακμής της. Το 280 π.Χ. η πόλη ιδρύει μαζί με τους υπόλοιπους Αχαιούς τη Β΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία, με έδρα το Αίγιον. Λόγω της περίβλεπτης θέσης που κατείχε στο ανατολικό τμήμα της Αιγιάλειας, στα βόρεια του βουνού Ευρωστίνα, ο πλούτος της Αίγειρας ήταν ορατός τόσο από τις γειτονικές πόλεις της Κορινθίας όσο και από τις απέναντι, στη Στερεά Ελλάδα ευρισκόμενες αιτωλικές πόλεις. Έτσι πολλές φορές υπέστη εχθρικές επιδρομές, με πιο γνωστές εκείνες των πάντα επεκτατικών προς δυσμάς Σικυωνίων αλλά και των Αιτωλών το 219 π.Χ.Μάλιστα οι τελευταίοι, σε αντίθεση με τους Σικυώνιους επιδρομείς που ηττήθηκαν κατά κράτος από τις… αίγες, κατάφεραν να καταλάβουν έστω και προσωρινά την πόλη, στο πλαίσιο του Β΄ Συμμαχικού Πολέμου. Ο ιστορικός Πολύβιος περιγράφει με λεπτομέρεια τα γεγονότα: Οι Ατωλοί υπό τους στρατηγούς Αλέξανδρο και Δωρίμαχο σχεδίαζαν από καιρό την επίθεση εναντίον της Αίγειρας, συγκεντρώνοντας για τον σκοπό αυτό μεγάλο αριθμό πλοίων και στρατιωτών στην πόλη Οιάνθεια, το σημερινό Γαλαξείδι της Φωκίδας. Εκμεταλλευόμενοι τις υπηρεσίες κάποιου Αιτωλού αυτόμολου που κατοικούσε στην Αίγειρα και γνώριζε τα “τρωτά” σημεία της οχύρωσής της, οι επιδρομείς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά μέσα στη νύχτα και κατάφεραν να εξοντώσουν τους φρουρούς των τειχών κυριολεκτικά μέσα στον ύπνο τους. Η πόλη λεηλατήθηκε αλλά κατά τρόπο επιπόλαιο και ανορθόδοξο, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στους αμυνόμενους Αιγειράτες να οχυρωθούν στο χώρο της αρχαίας ακρόπολης και να ανασυνταχθούν. Πολεμώντας με γενναιότητα για την πατρίδα τους, οι κάτοικοι της αχαϊκής πόλης αντιστάθηκαν στην τελική επίθεση των Αιτωλών και να τους τρέψουν σε φυγή. Με αυτόν τον τρόπο και με όπλο το θάρρος τους, οι Αιγειράτες κατάφεραν να σώσουν την πόλη τους, που είχαν χάσει προσωρινά από δική τους αμέλεια.
Η πτώση των τειχών της πόλης οδήγησε στην οριστική εγκατάλειψη της ακρόπολης και στη μεταφορά του ιερού χώρου και του κέντρου της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της πόλης προς τον χώρο του θεάτρου, το οποίο είχε ήδη κτιστεί στην αρχική του μορφή το 280 π.Χ. στα πρότυπα όλων των μεγάλων θεάτρων της εποχής.
Η Αίγειρα, όπως και όλες οι υπόλοιπες πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας, υποτάχθηκαν τελευταίες στους Ρωμαίους, το έτος 146 π.Χ. Η πόλη διατήρησε την ακμή της μέχρι τον 4ον μ.Χ. αιώνα και αυτό συμπεραίνεται από ένα διάταγμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού που καθόριζε τις τιμές των διάφορων τροφίμων τα οποία αγοράζονταν από τους στρατιώτες της ρωμαϊκής φρουράς ώστε να αποφεύγεται η αισχροκέρδεια από τους εμπόρους της περιοχής. Το διάταγμα ήταν γραμμένο σε μαρμάρινες πλάκες που βρέθηκαν στις ανασκαφές στην αρχαία Αίγειρα και χρονολογείται το 303 μ.Χ.
Υποστηρίζεται ότι η αρχαία πόλη της Αίγειρας καταστράφηκε από ισχυρό παλιρροϊκό κύμα, θεωρείται όμως πιο πιθανό να ισοπεδώθηκε από ισχυρό σεισμό. Όπως και να έχει, είναι απόλυτα εξακριβωμένο ότι η ανάπτυξη της περιοχής διήρκεσε μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. Από εκείνο το χρονικό σημείο η πόλη παρακμάζει και σταδιακά, στην αρχή της πρωτοβυζαντινής περιόδου, η τοποθεσία της αρχαίας Αίγειρας εγκαταλείπεται και ερημώνει. Το 369 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Αρκαδίου, η πόλη ακολουθεί την τύχη της υπόλοιπης βορειοδυτικής Πελοποννήσου, λεηλατείται από τους Γότθους του Αλάριχου και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της εξοντώνεται. Η πόλη κυριολεκτικά εξαφανίζεται από τον χάρτη, όπως μαρτυρεί η εξαίρεσή της από τη βυζαντινή φορολογία, κατά τον Θεοδοσιανό Κώδικα. Οι εκχριστιανισμένοι βάρβαροι ισοπεδώνουν τα ελληνικά ιερά και διατάσσουν τη δόμηση νέων κτισμάτων με τα αρχαία υλικά. Στην περιοχή σήμερα έχουν πράγματι αποκαλυφθεί διάφορα παλαιοχριστιανικά μηνημεία και ναοί εκείνης της εποχής, όπως στη θέση “Μαύρα Λιθάρια”, όπου βρέθηκε ναός του 5ου αι. μ.Χ. δίπλα σε ρωμαϊκά λουτρά.
Κατά τη διάρκεια του ελληνικού μεσαίωνα, η κοινωνική ζωή της περιοχής μετατοπίζεται στα ορεινά μέρη της περιοχής, νότια από τη θέση της αρχαίας πόλης και η Αιγείρα “εξαφανίζεται” από τον χάρτη για χίλια πεντακόσια χρόνια…
Το βασικό κτίσμα το οποίο μάλιστα σώζεται μέχρι τις ημέρες μας είναι το θέατρο της πόλης που χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. Δίπλα στο θέατρο έχουν επίσης ανασκαφεί δύο ναοί, του Δία και της Αρτέμιδος. Στην αρχαία Αίγειρα, εξάλλου, σύμφωνα με τις περιγραφές του περιηγητή Παυσανία, τον 2ο αι. π.Χ., υπήρχε άγαλμα του Δία φτιαγμένο από πεντελικό μάρμαρο (η κεφαλή του οποίου εκτίθεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), άγαλμα της Αθηνάς, ναός της Αρτέμιδος με αρχαία αγάλματα του Αγαμέμνονα και της Ιφιγένειας, αγάλματα του Ασκληπιού, του Σεράπιδος και της Ίσιδος και ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Στο δρόμο που οδηγούσε στην αρχαία πόλη της Πελλήνης (νότια του σημερινού Ξυλοκάστρου) υπήρχε επίσης ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος.
Από τον κατάλογο της Βασιλικής Συλλογής Νομισμάτων και Μεταλλίων της Κοπεγχάγης φαίνεται ότι η Αιγείρα το 330 π.Χ. περίπου έκοψε χάλκινα νομίσματα με τη θεά Αθηνά στη μπροστινή όψη και στην πίσω το μπροστινό μέρος αιγός εντός στεφάνου ελιάς. Επιπλέον κόπηκαν νομίσματα με κεφαλή πεπλοφόρου γυναικός που στη μπροστινή όψη φέρουν την επιγραφή ”Αιγίρατον” και στη πίσω πλευρά αίγα σε στέφανο. Επίσης περί το 221 μ.Χ. κυκλοφόρησε νόμισμα με την προτομή της Πλαυτίλλας, συζύγου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.).
Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο της Αρχαίας Αίγειρας άρχισαν το 1916 από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο τις διενεργεί μέχρι και σήμερα.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα των μέχρι σήμερα ανασκαφικών ερευνών καλύπτουν χρονικό διάστημα από το 3000 π.Χ. μέχρι τους αυτοκρατορικούς χρόνους της Ρώμης και σχεδόν μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. Από τις πρώτες μέρες, η έρευνα που γινόταν από τον Otto Walter στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Στις 31 Αυγούστου του 1916 βρέθηκε μαρμάρινο κεφάλι αγάλματος του Δία. Κατά τον Παυσανία το άγαλμα αυτό ήταν έργο του περίφημου πλάστη Ευκλείδη από την Αθήνα, και πρέπει το ύψος του να ξεπερνούσε τα τρία μέτρα. Σε μεταγενέστερες έρευνες βρέθηκε και ο αριστερός βραχίονας του ιδίου αγάλματος και ένα δάκτυλο από το δεξί χέρι. Σήμερα η υπερμεγέθης κεφαλή του Δία (τριπλάσιο του φυσικού ανθρώπινου μεγέθους) εκτίθεται στη συλλογή γλυπτών της κλασικής αρχαιότητας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Η δεύτερη συνταρακτική ανακάλυψη του O. Walter ήταν το ”Κοίλον” του θεάτρου της Αρχαίας Αίγειρας. Σύμφωνα με τον Wilhelm Alzinger, ο οποίος συνέχισε τις έρευνες από το 1972 και πέρα, το θέατρο κατασκευάστηκε τον 5ο προς 4ο αιώνα π.Χ.
Το προσκήνιο του θεάτρου ήταν διακοσμημένο με ημικίονες. Διατηρείται ακόμη η αποχέτευση της ορχήστρας και ο βόρειος τοίχος της σκηνής με μία κεντρική πύλη που στα ρωμαϊκά χρόνια την εντείχισαν. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα στοιχεία του θεάτρου καταστράφηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. όταν έγινε η μετατροπή της σκηνής. Με τη μετατροπή αυτή δημιουργήθηκε μια τρίπατη σκηνή που τον αρχιτεκτονικό της διάκοσμο μαρτυρούν λίγα λείψανα.
Η πρόσοψη ήταν χωρισμένη σε τρεις ορόφους με προστατευτική στέγη. Ο κάτω όροφος ήταν Δωρικού ρυθμού, ο μεσαίος Ιωνικού και ο επάνω Κορινθιακού. Το κτίσιμο της τρίπατης σκηνής χρονολογείται στα χρόνια του Ανδριανού, 117-138 μ.Χ.
Στο χώρο των ανασκαφών έχουν βρεθεί επίσης μέρος των τοιχών της πόλεως, κλίβανος για αγγεία και θραύσματα αγγείων από το 3000 π.Χ., μαρμάρινες πλάκες στις οποίες είναι γραμμένο το διάταγμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού εν έτει 303 μ.Χ., πολλές επιγραφές και ονόματα. Στις ανασκαφές του 1972, στο βόρειο μέρος του θεάτρου αποκαλύθτηκε, όπως πιστεύει ο Alzinger, μέρος ναού του Δία. Το δάπεδό του είναι στρωμένο με ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό από ποταμίσια χαλίκια και είναι διακοσμημένο με διάφορες παραστάσεις, όπως γύπες, κάνθαρους, έναν αετό που επιτίθεται σε φίδι και δύο αγγεία.
Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην περιοχή θα συνεχίζονται και στο μέλλον, καθώς κάθε μελλοντική ανασκαφή θα αναδεικνύει και ένα μέρος της χαμένης στο χρόνο, πλούσιας ιστορικής διαδρομής του τόπου. Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι τα σημαντικά ευρήματα που ήρθαν στο φως μέσα από τα έργα διάνοιξης του τούνελ της νέας Εθνικής Οδού Πατρών – Κορίνθου κάτω από το χωριό Μάρμαρα, ακριβώς πάνω από τη σημερινή Αιγείρα.
Διαβάστε το δημοσίευμα στην ηλεκτρονική του έκδοση στο σύνδεσμο που ακολουθεί:
Το θέατρο και η ιστορία της Αρχαίας Αιγείρας – aigeira2.blogspot.gr