Καλαμάτα: Από την Ανασυγκρότηση στην Πρωτοπορία
Όταν η καινοτομία συναντά την αγάπη για τον τόπο: Η επιτυχία της Εβροφάρμα φωτίζει τον Έβρο
Να σας τα πούμε; Τα Διαζωματικά Κάλαντα και το Ημερολόγιο Εκδηλώσεων για το 2025
Πρόσκληση ενδιαφέροντος για συμμετοχή στο διαγωνιστικό μέρος του προγράμματος «Ακούμε τους Νέους 2025»
«ΕΒΡΟΣ-ΜΕΤΑ». Ξεκινά η υλοποίηση της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης του Έβρου
Εισαγωγή στον Αρχαίο Θεατρικό Χώρο
Εξέλιξη, χαρακτήρας, εξάπλωση
Οι απαρχές
Ομαδικοί χοροί και διθύραμβος είναι πιθανότατα οι πρώτες μορφές υπαίθριων θεατρικών δρώμενων. Με αφετηρία τη λατρεία του Διονύσου εξελίσσονται διαχρονικά με κατάληξη την τραγωδία και τα μεγάλα ποιητικά δράματα της κλασικής περιόδου. Ο αρχικός κυκλικός χώρος παρουσίασης, η ορχήστρα, συνδυάζεται αρχικά με την πλαγιά μικρού υψώματος. Στην πλαγιά διαμορφώνεται σταδιακά μία κοιλότητα για την φιλοξενία των θεατών, το κοίλο. Η ορχήστρα είναι δημιούργημα του 6ου αιώνα π.Χ., ενώ το κοίλο είναι κατάκτηση του 5ου. Η σύζευξή τους θα αποτελέσει το βασικότερο γνώρισμα του ελληνικού θεάτρου. Σύντομα η κοιλότητα θα επιστρωθεί με ξύλινους πάγκους (ικρία) για την διευκόλυνση των θεατών και μέχρι τον επόμενο αιώνα το κοίλο θα μετεξελιχθεί σε μία λίθινη, σταθερότερη κατασκευή.
Το θεατρικό φαινόμενο στην αρχαιότητα, ακόμη και κατά το μεσουράνημα της δραματικής τέχνης, παραμένει συνδεδεμένο με τον αρχικό τελετουργικό και θρησκευτικό χαρακτήρα του. Η κατασκευή δημοσίων οικοδομημάτων για την εξυπηρέτηση θεατρικών παραστάσεων σχετίζεται αρχικά με ένα ναό ή ένα ιερό για να γενικευθεί αργότερα σε όλες τις πόλεις-κράτη, με την θρησκευτική διάσταση πάντοτε εμφανή.
Η σταδιακή εξέλιξη των ελληνιστικών χρόνων
Οι πρώτες τραγωδίες και τα σατυρικά έργα παρουσιάζονται χωρίς την ύπαρξη μόνιμου σκηνογραφικού βάθους. Eλαφρές κατασκευές στήνονταν πρόχειρα πίσω από την ορχήστρα και αφαιρούνταν μετά την ολοκλήρωση της παράστασης. Οι πρώτες “σκηνές” αποτελούσαν απλά παραπήγματα από ξύλο και ύφασμα σε απομίμηση απλών αρχιτεκτονικών μορφών. Η σκηνή ως οικοδόμημα τυποποιείται στα τέλη της κλασικής περιόδου και τυγχάνει πλήρους ανάπτυξης κατά την ελληνιστική περίοδο. Ανάμεσα στην σκηνή και τους πλευρικούς τοίχους αντιστήριξης (πλευρικά αναλήμματα) που συγκρατούν το κοίλο, σχηματίζονται οι πάροδοι, βασικές προσβάσεις του χορού προς την ορχήστρα και του κοινού προς το κοίλο. Στο κλασικό δράμα οι υποκριτές παίζουν στην ορχήστρα και σπανίως ανεβαίνουν στη σκηνή.
Στο δεύτερο μισό του 4ου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. χρονολογούνται μεγάλες αλλαγές στη δομή και στο χαρακτήρα του σκηνικού οικοδομήματος, που συνδέονται αμεσότερα με την θεατρική παρουσίαση. Αυτές οι αλλαγές αποτελούν τα στάδια μετάλλαξης του σκηνικού οικοδομήματος από ένα πρώιμο τύπο κτιρίου ελαφρότερης κατασκευής σε ένα διώροφο κτίσμα, χαρακτηριστικό της ελληνιστικής περιόδου, και συστήνουν το βαρύτερο και μονιμότερο ίσως στοιχείο της θεατρικής σκευής.
Το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. η θεατρική δράση αναπτύσσεται κυρίως στον πρώτο όροφο του σκηνικού οικοδομήματος και γενικεύεται η χρήση της σκηνογραφίας και των σκηνικών μηχανημάτων. Η μεταβολή αυτή συμπίπτει χρονικά με σταδιακές αλλαγές στη δομή και το περιεχόμενο των δραματικών έργων που οδήγησαν σε μία ραγδαία αύξηση των απαιτήσεων του θεαματικού και τεχνικού μέρους μιας παράστασης. Η σκηνή επεκτείνεται εις βάρος της ορχήστρας και αποκρυσταλλώνεται η μορφή και λειτουργία των παρασκηνίων, του προσκηνίου, του λογείου και των ανοιγμάτων του α΄ ορόφου του σκηνικού κτιρίου, γνωστών ως θυρωμάτων. Οι περισσότεροι αρχιτεκτονικοί όροι των επιμέρους τμημάτων της ελληνιστικής σκηνής έχουν διασωθεί σε οικοδομικές επιγραφές, ενώ μεταγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Βιτρούβιος ή ο Πολυδεύκης παρέχουν αναλυτικότερα στοιχεία για τις ειδικές θεατρικές κατασκευές και τα σκηνικά βοηθήματα που ήταν δόκιμη πρακτική της θεατρικής παραγωγής της εποχής.
Οι αλλαγές στο κοίλο, σαφώς περιορισμένου χαρακτήρα, συνίστανται κυρίως στην ανάπτυξη νέων τεχνικών δομής και την εξέλιξη της μορφής των εδωλίων, την παράλληλη “παγίωση” της προεδρίας, και την μνημειώδη ανάδειξη των παρόδων. Χαρακτηριστικό της νέας εποχής είναι η αύξηση του χώρου για την θέαση, που στα υπάρχοντα μνημεία καλύπτεται με την επίθεση στα αρχικά κελύφη νέων κατασκευών, των επιθεάτρων. Αυτά χωρίζονται από το κατώτερο –κύριο- τμήμα με οριζόντιους διαδρόμους, τα διαζώματα.
Ο Βιτρούβιος στο De Architectura παρέχει οδηγίες για την κατασκευή δύο παραλλαγών θεατρικών χώρων, διακρίνοντάς τους σε “ρωμαϊκά” και “ελληνικά” θέατρα. Η χαρακτηριστικότερη διαφορά του σχεδιασμού τους έγκειται στους τρόπους εγγραφής κανονικών σχημάτων στον αρχικό κύκλο της ορχήστρας, τεσσάρων τριγώνων στην ρωμαϊκή και τριών τετραγώνων στην ελληνική τυπολογία. Από τα σχήματα αυτά προκύπτουν καθοριστικές ευθείες που διαιρούν το κοίλο στις επιμέρους ενότητές του, τις κερκίδες, ή ορίζουν θέσεις για την ανάπτυξη κύριων μετώπων του σκηνικού οικοδομήματος. Οι οδηγίες του Βιτρούβιου, που κατά τις επικρατέστερες επιστημονικές απόψεις απηχούν γνώσεις προηγούμενων, πιο πρώιμων, συγγραμμάτων, τεκμηριώνονται σε ελάχιστα από τα σωζόμενα μνημεία του λεγόμενου “ελληνικού” τύπου.
Το Ρωμαϊκό Θέατρο
Οι απαρχές του Ρωμαϊκού Θεάτρου βρίσκονται σε ελαφριές κατασκευές, που διαλύονταν μετά την χρησιμοποίησή τους και δεν πρέπει να διέφεραν ιδιαίτερα από τις ξύλινα σκηνικά ικριώματα της κωμωδίας των φλυάκων, ή τα παλκοσένικα του ατελλανού δράματος. Τα ελληνικά πρότυπα επηρέασαν έμμεσα και άμεσα τόσο την αμιγώς ρωμαϊκή τυπολογία θεατρικών χώρων, όσο και τα επιμέρους τοπικά αρχιτεκτονικά ιδιώματα των επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Οι γενικές διαστάσεις μεγαλώνουν και το μέτρο καταργείται. Τα θέατρα αποκτούν βαρύτερο χαρακτήρα και απομονώνονται από το φυσικό περιβάλλον. Ο τύπος που τελικά παγιώθηκε είναι εκείνος του ελεύθερα ιστάμενου κτιρίου, με την πλούσια διακοσμημένη πρόσοψη του σκηνικού οικοδομήματος. Οι μουσικές παραστάσεις φιλοξενούνται πλέον σε ειδική κατηγορία κτιρίων, αντίστοιχων σε κατασκευή αλλά μικρότερων σε γενικές διαστάσεις: τα Ωδεία.
Η σταδιακή αναθεώρηση των χαρακτηριστικών της ελληνιστικής περιόδου ολοκληρώνεται, στη διάρκεια τεσσάρων τουλάχιστον αιώνων και σε δύο επικαλυπτόμενες κύριες φάσεις. Παράλληλα με την νέα παραγωγή θεατρικών χώρων μεγάλος αριθμός προγενέστερων κτιρίων υπόκειται σε συστηματικές αλλαγές. Την μεταβολή του πεταλόσχημου κοίλου σε ημικυκλικό συνοδεύει η παράλληλη εισαγωγή πολλών νέων στοιχείων στο σκηνικό οικοδόμημα. Τέτοια ήταν το επίμηκες χαμηλό επίπεδο (pulpitum), μπροστά από την πρόσοψη της σκηνής, το οποίο στην προς το κοίλο όψη του (frons pulpiti), το διακοσμούσαν με εσοχές πoικίλης μορφολογικής διάρθρωσης. Το pulpitum συχνά υπέκρυπτε εσωτερικό χώρο (hyposcaenium) και τάφρο απόκρυψης της αυλαίας (aulaeum). Το κτίριο της σκηνής γιγαντώνεται, αποκτώντας ύψος δύο ή τριών ορόφων, και η κατάφορτη από διάκοσμο πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons) ενοποιείται δομικά και μορφολογικά με τα παρασκήνια (parascaenia), περικλείοντας έτσι από τρεις πλευρές το pulpitum, τον κύριο χώρο θεατρικής δράσης. Οι ηθοποιοί εξέρχονται από το εσωτερικό της σκηνής (postscaenium), διαμέσου μίας εκ των τριών κύριων πυλών του ισογείου ορόφου: την μεσαία πύλη (valva regia) ή τις πλευρικές πύλες (valvae hospitales). Ορισμένα από τα ανοίγματα των ανωτέρων ορόφων εξυπηρετούν επίσης συγκεκριμένες ανάγκες της θεατρικής παρουσίας. Η εξωτερική πανύψηλη όψη της σκηνής έφερε συχνά στοά στο ισόγειο για την προστασία του ακροατηρίου.
Στην αποκρυσταλλωμένη, ελεύθερη μορφή του, το ρωμαϊκό κοίλο στηριζόταν σε κτιστές θολωτές κατασκευές και συχνά διαρθρωνόταν από περισσότερα του ενός τμήματα (ima, media και summa cavea), χωριζόμενα από διαδρόμους (praecinzioni). Στους υποκείμενους χώρους που προέκυπταν από τις ακτινοειδώς διατεταγμένες φέρουσες τοιχοποιίες ήταν συχνή η διαμόρφωση διαδρόμων προς τον εξωτερικό χώρο, αλλά και διόδων προς διακεκριμένα σημεία του εσωτερικού του κτιρίου. Οι επάλληλοι όροφοι του περιβάλλοντος τοίχου έφεραν διακοσμητικές τοξοστοιχίες, οργανωμένες με τον δωρικό ρυθμό στο ισόγειο, τον ιωνικό στον πρώτο και τον κορινθιακό ρυθμό στο δεύτερο όροφο. Ο ρόλος της ημικυκλικής πλέον ορχήστρας ατονεί και το εσωτερικό της καλύπτεται με χώμα ή μαρμάρινες πλάκες. Τις κύριες πλευρικές προσβάσεις στην ορχήστρα στέγαζαν θολωτές κατασκευές σε λειτουργική συνάφεια με το κοίλο, διαμέσου των οποίων το όλο οικοδόμημα αποκτά τη δομική και μορφολογική ενότητα ενός ενιαίου κτιρίου, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεατρικού χώρου.
Σημερινός χαρακτήρας και εξάπλωση
Οι αρχαίοι θεατρικοί χώροι, ως αντικείμενα αρχαιολογικής και θεατρολογικής έρευνας, επιβεβαιώνουν την άρρηκτη σύνδεση της αρχιτεκτονικής σύλληψης και του θεατρικού φαινομένου. Η δημιουργία και ιστορική εξέλιξη του ανά εποχή εμφανισθέντος θεατρικού δρώμενου επηρέασε και επηρεάστηκε από την βασική αρχιτεκτονική σύμβαση: κοίλο, σκηνή, ορχήστρα. Είναι εντυπωσιακή η μέχρι σήμερα διαπιστούμενη προσήλωση –με αφετηρία την εποχή της “ανακάλυψης” των αρχαίων θεατρικών προτύπων στην Αναγέννηση- στην ίδια αρχική τριμερή διάρθρωση και τις προκύπτουσες μορφές της. Οι αρχαίοι θεατρικοί χώροι ως προστατευόμενα μνημεία προκαλούν ένα πολύπλευρο επιστημονικό και κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον για την μελέτη και την ασφαλή παράδοσή τους στις μελλοντικές γενιές. Η αρχαιολογική αποκατάστασή τους σύμφωνα με την σύγχρονη αναστηλωτική δεοντολογία περιφρουρεί πρώτιστα την γνησιότητα και το αναντικατάστατο του χαρακτήρα τους. Αυτοί οι χώροι έχοντας εξέχουσα θέση στο σύνολο της αρχαίας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αποτελούν την πιο απτή βάση για τη διατύπωση θεωριών σχετικά με τις απαρχές του αρχαίου θεάτρου ως Τέχνης και παράλληλα προσφέρουν την δυνατότητα της επιτόπιας επιβεβαίωσής τους. Η παραχώρησή τους για τη ευκαιριακή ή συστηματική φιλοξενία σύγχρονων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων οφείλει να λαμβάνει υπόψη περιορισμούς που επιβάλει η προστασία των ευπαθών και μη αναλώσιμων στοιχείων ενός ιστορικού χώρου.
Σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική καταγραφή * έχουν έως σήμερα διαπιστωθεί 743 αρχαίες θεατρικές κατασκευές, τεκμηριωμένες από τα σωζόμενα τμήματά τους, τις αρχαίες πηγές (επιγραφές, κείμενα κλπ.), τη σύγχρονη έρευνα ή την προφορική παράδοση. Από την Αλεξάνδρεια Ωξειανή στο Αφγανιστάν έως τη Λισσαβόνα, στον άξονα Ανατολής-Δύσης, και από τις ρωμαϊκές εγκαταστάσεις της Βορείου Αγγλίας έως την Πτολεμαϊδα της Νοτίου Αιγύπτου, στον άξονα Βορρά-Νότου, σώζονται σήμερα λείψανα αρχαίων θεατρικών εγκαταστάσεων, σε ποικίλους βαθμούς διατήρησης: κτίρια “σχεδόν άθικτα”, που προβάλουν αρχικά μεγέθη και μορφολογικές λεπτομέρειες, και ισχνά περιγράμματα απολεσθέντων κτιρίων που γίνονται αντιληπτά μόνο από αεροφωτογραφίες ή από χαρακτηριστικές ενδείξεις του φυσικού χώρου τους. Οι μεγαλύτερες πυκνώσεις παρατηρούνται στις χώρες που περιβάλουν την Μεσόγειο Θάλασσα, κοιτίδα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Στην πλέον στοιχειώδη, τυπολογικά και χρονολογικά, καταμέτρησή τους οι αποδελτιωμένοι μέχρι σήμερα θεατρικοί χώροι διακρίνονται σε 196 “ελληνικά” θέατρα, των οποίων η πρώτη φάση κατασκευής και λειτουργίας ανάγεται στην καθοριστική “ελληνική περίοδο”, καθώς και σε 426 θέατρα και 45 ωδεία της “ρωμαϊκής περιόδου”. Άλλοι 76 καταγεγραμμένοι θεατρικοί χώροι δεν επιτρέπουν σχετικές χρονολογήσεις ή την ένταξή τους σε μία από τις παραπάνω δύο ομάδες. Η σημερινή ελληνική επικράτεια φιλοξενεί τις 107 από τις 196 καταγεγραμμένες θεατρικές εγκαταστάσεις της “ελληνικής περιόδου”, από τους πρώιμους χρόνους μέχρι και την ύστερη ελληνιστική εποχή, όπως επίσης 18 θέατρα και 14 ωδεία της ρωμαϊκής περιόδου.
Κωνσταντίνος Μπολέτης
Αρχιτέκτων
* Ο κύριος όγκος αυτής της έρευνας πραγματοποιήθηκε από τον γράφοντα και τον Μιχάλη Πιτένη την άνοιξη του 1997 και έκτοτε υπόκειται σε συνεχή ενημέρωση.