Πρόσκληση ενδιαφέροντος για συμμετοχή στο διαγωνιστικό μέρος του προγράμματος «Ακούμε τους Νέους 2025»
«ΕΒΡΟΣ-ΜΕΤΑ». Ξεκινά η υλοποίηση της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης του Έβρου
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Επελέγη ο ανάδοχος για τον νέο μεγάλο οδικό άξονα Στροφυλιά – Ιστιαία
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Ξεκίνησε η αναδάσωση με μαύρη πεύκη για το Νέο Δάσος στην περιοχή αρμοδιότητας του Δασαρχείου Λίμνης
Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Πέτρος Θέμελης
Τ Ε Υ Χ Ο Σ 11, Ιούνιος 2015
Το περιοδικό των εκπαιδευτηρίων “ΩΘΗΣΗ”
H γνώση του παρελθόντος είναι ένα είδος αυτογνωσίας…
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος του φιλόλογου και υπερρεαλιστή ποιητή Γεωργίου Θέμελη.Το 1959 έλαβε πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1972 διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Mονάχου. Το 1962 προσελήφθη ως επιστημονικός βοηθός στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1963-1980 ήταν Επιμελητής και Έφορος Αρχαιοτήτων στις Αρχαιολογικές Περιφέρειες Hλείας-Μεσσηνίας, Αττικής, Εύβοιας, Φωκίδος-Λοκρίδος και Αιτωλοακαρνανίας. Το διάστημα 1977-1980 ήταν Διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου των Δελφών. Το διάστημα 1980-1984 διετέλεσε Προϊστάμενος της Eφορίας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας. Από το 1984 είναι Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο. Από το 1986 είναι Διευθυντής των ανασκαφών για την αναστύλωση της αρχαίας Μεσσήνης, για την οποία έχει συγγράψει μέχρι τώρα 3 βιβλία και αρκετά επιστημονικά άρθρα. Έχει λάβει μέρος σε ανασκαφές στη Βεργίνα, στην Πέλλα, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Ερέτρια, Ελεύθερνα και αλλού. Το 2005 τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο.
Κύριε Καθηγητά, σας ευχαριστούμε πολύ που δεχτήκατε να μας παραχωρήσετε αυτή τη συνέντευξη. Ο λόγος για τον οποίο μας γεννήθηκε η επιθυμία να σας γνωρίσουμε είναι το γεγονός ότι διαθέτετε ένα μακροχρόνιο και πολυδιάστατο έργο ως ένας από τους κορυφαίους αρχαιολόγους της χώρας. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τις σπουδές σας και τον λόγο ο οποίος σας κατηύθυνε προς την αρχαιολογία;
Π.Θ.: Κατά σύμπτωση χθες εκδόθηκε αυτό το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Βιώματα από τη Μακεδονία, Βεργίνα, Πέλλα, Δερβένι». Περιέχει δικά μου βιώματα και έχει εκδοθεί από την κα Ηρώ Διαμαντούρου, στα πλαίσια μιας σειράς μικρών βιβλίων με εμπειρίες αρχαιολόγων (Εκδόσεις Αρχείο). Μέσω αυτών των βιβλίων προβάλλεται το παρελθόν της αρχαιολογικής έρευνας στη χώρα αλλά και προσωπικά στοιχεία, όπως το γιατί αποφάσισαν να επιλέξουν αυτόν τον επιστημονικό κλάδο. Εδώ λοιπόν, κατά σύμπτωση, υπάρχει μία παράγραφος σχετική με αυτό που ρωτήσατε: «Το καλοκαίρι του 1956 βρέθηκα στην ανασκαφή του ανακτόρου της Βεργίνας ύστερα από πρόσκληση του Χαράλαμπου Μακαρόνα, τότε έφορου αρχαιοτήτων Δυτικής Μακεδονίας, τον οποίο είχα γνωρίσει στη σχολή ξεναγών Θεσσαλονίκης, ως φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Είχα βάλει πλώρη για φιλόλογος, έντονα επηρεασμένος από τους φωτισμένους δασκάλους μου Γιάννη Κακριδή, Στυλιανό Καψωμένο, Αγαπητό Τσοπανάκη, Νικόλαο Πολίτη, Νικόλαο Ανδριώτη – κορυφαίους φιλολόγους και γλωσσολόγους, μορφές εκείνης της εποχής – όμως η πρώτη εκείνη επαφή μου με την ύπαιθρο, το χώμα, την ανασκαφή γενικότερα με συνεπήρε. Σαν παιδί της πόλης αγνοούσα τη γοητεία της ζωής στη φύση. Η στροφή προς την
αρχαιολογία είχε συντελεστεί». Συνεπώς, ο αρχικός στόχος μου ήταν να γίνω φιλόλογος, όπως ο πατέρας μου. Μου άρεσαν τα αρχαία ελληνικά, οι λέξεις, η ετυμολογία. Είχα αγοράσει το λεξικό Liddell Scott της αρχαίας ελληνικής και καθόμουν μόνος μου στο σπίτι ερμηνεύοντας τα κείμενα με τη βοήθεια του λεξικού. Αυτό το λεξικό το έχω ακόμα. Μαζί με αυτό μου έμεινε η αγάπη για τα αρχαία γράμματα και την αρχαία γλώσσα. Τη γνώση αυτή τη χρησιμοποιώ και ως αρχαιολόγος για την ανάγνωση των επιγραφών, οι οποίες αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο για κάθε αρχαία πόλη και παραμένουν σημαντικό κομμάτι και της αρχαιολογικής έρευνας.
Μπορείτε να μας εξηγήσετε ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της αρχαιολογίας;
Π.Θ.: Το αντικείμενο της αρχαιολογίας είναι πολύπλοκο. Καταρχάς εμείς οι αρχαιολόγοι μελετάμε τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος δηλαδή τα τείχη, τις πέτρες, τα λίθινα αγάλματα, τις επιγραφές, όχι όμως για να μελετήσουμε αυτές καθαυτές τις πέτρες αλλά για να βρούμε πίσω από αυτές τον άνθρωπο που τις κατασκεύασε. Επομένως αναζητούμε τον άνθρωπο της εποχής εκείνης, το πως ζούσε και πως σκέφτονταν, τον άνθρωπο δημιουργό. Αυτή είναι μια κοινωνική διάσταση της αρχαιολογίας και έτσι θα πρέπει να την βλέπουμε, όχι απλά ως «σκάψιμο». Μας ενδιαφέρει το κοινωνικό περιβάλλον του παρελθόντος αλλά και του σήμερα. Δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για το παρόν ή τις τοπικές κοινωνίες, διότι υπάρχουν αναλογίες. Στη συνέχεια μελετάμε τα ευρήματα που είναι τα υλικά, χειροπιαστά κατάλοιπα. Βρίσκουμε αγγεία, νομίσματα, αγάλματα τα οποία αναλύουμε τεχνοτροπικά, φωτογραφίζουμε, καταγράφουμε, αποθηκεύουμε και συντηρούμε. Είναι μία διαδικασία τεράστια και κοπιώδης. Δουλεύουμε στην
ύπαιθρο, αλλά μετά τη μελέτη αυτών των πραγμάτων και την καταλογογράφηση, προχωράμε πιο πέρα στην ερμηνεία των πραγμάτων μέσα από την κοινωνική και ιστορική τους διάσταση.
Μπορείτε να μας μιλήσετε για το έργο σας στην αρχαία Μεσσήνη;
Π.Θ.: Το διάστημα που εργάζομαι εκεί είναι τεράστιο, σε λίγο συμπληρώνω τριάντα χρόνια, το ένα τρίτο ενός αιώνα. Όταν αναλαμβάνεις ένα χώρο όπως η αρχαία Μεσσήνη, δηλαδή μία ολόκληρη πόλη, πρέπει να θέσεις ένα πρόγραμμα για τη συστηματοποίηση της έρευνας. Πρέπει να αγοραστεί γη. Πρέπει να πείσεις τους κατοίκους ότι έχει σημασία η περιοχή και ότι από αυτή τη διαδικασία θα ωφεληθούν και εκείνοι τα μέγιστα. Εμείς καταφέραμε μέχρι τώρα να αγοράσουμε 400 στρέμματα μέσα στα οποία βρίσκεται το κέντρο της αρχαίας πόλης και μπορούμε άνετα να συνεχίσουμε τις ανασκαφές εμείς και μία άλλη γενιά αρχαιολόγων. Εκτός από την αγορά γης έγινε τοπογράφηση όλης της περιοχής, μελέτη των αρχείων του παρελθόντος και των αρχαίων συγγραφέων, ιδίως του Παυσανία, του γνωστού αρχαίου περιηγητή ο οποίος πέρασε από εκεί το 2ο αιώνα μ.Χ. και άφησε μία περιγραφή της πόλης. Χωρίς αυτόν θα ήμασταν τυφλοί. Σε κάθε ανασκαφή, αφού συγκεντρωθεί αυτή η γνώση, επιλέγεις τη θέση όπου θα σκάψεις για πρώτη φορά. Αρχίζεις να σκάβεις και μετά σταδιακά απλώνεσαι. Η Μεσσήνη είναι μία πόλη η οποία μας βοήθησε πάρα πολύ γιατί μέσα από τα αγροτεμάχια εξείχαν τοίχοι και μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από αυτούς. Πριν από εμένα είχε προηγηθεί και ένας άλλος αρχαιολόγος και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Ακολούθησαν ο Γεώργιος Οικονόμος και κυρίως ο Αναστάσιος Ορλάνδος.
Η Μεσσήνη λοιπόν είναι μία πόλη άκρως σημαντική για τα ελληνικά πράγματα και μπορεί συγκριθεί μόνο με πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Έφεσος ή η Πριήνη, πόλεις μεγάλων διαστάσεων με κολοσσιαία οικοδομήματα. Έχει μία όψη μεγαλειώδη και τώρα αναστηλώνεται, σηκώνονται τα μνημεία όρθια, αναδεικνύεται η τρίτη διάσταση και αυτό κάνει τη διαφορά. Δεν φαίνονται ερείπια επίπεδα στο χώμα, όπως σε άλλες πόλεις που έχετε ίσως επισκεφτεί ή δει σε εικόνες. Η Πέλλα για παράδειγμα είναι μία πόλη όπου πρέπει να πας από πάνω να δεις τα θεμέλια. Στη Μεσσήνη όμως η πόλη ανεβαίνει ψηλά. Μέσα σε 25 – 30 χρόνια έγινε μία πόλη επισκέψιμη. Σε σύγκριση με την Ολυμπία που είναι μία «γερασμένη κυρία» 200 ετών, η Μεσσήνη είναι μία «νεαρή γυναίκα» 25 ετών, της οποίας το «πρόσωπο» βελτιώνεται συνεχώς. Ωριμάζει σιγά σιγά αλλά παραμένει νέα. Αν όμως δεν πάει κανείς να δει την Αρχαία Μεσσήνη από κοντά, ό,τι και να πούμε θα είναι λίγο.
Μπορείτε να μας παρουσιάσετε το έργο του σωματείου Διάζωμα;
Π.Θ.: Το Διάζωμα ιδρύθηκε για να βοηθήσει τους αρχαιολόγους, κατά κύριο λόγο αυτούς της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, να φέρνουν στην επιφάνεια, να αναστηλώνουν και να θέτουν στη διάθεση του κόσμου τους αρχαίους χώρους θέασης και ακρόασης, δηλαδή τα θέατρα, τα στάδια, τα βουλευτήρια. Η Μεσσήνη έχει τρία τέτοια οικοδομήματα: το μεγάλο θέατρο, ένα τεράστιο στάδιο και ένα μικρό ωδείο, το οποίο εμείς αποκαλούμε μικρό θέατρο. Το Διάζωμα έχει ως πρόεδρο το Σταύρο Μπένο, πρώην πολιτικό, ο οποίος μας εμπνέει με το πάθος του. Το Διάζωμα έχει επίσης πολλά μέλη, πλέον είναι περίπου 500. Διαθέτει επίσης χορηγούς οι οποίοι καταβάλουν χρήματα για να γίνουν μελέτες αναστήλωσης. Εμείς προσφέρουμε αυτές τις μελέτες στους αρχαιολόγους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Προσλαμβάνουμε τους αρχιτέκτονες γιατί μπορούμε να το κάνουμε εύκολα ως ιδιωτικό σωματείο, αναθέτουμε τη μελέτη σε όποιον θέλουμε και πληρώνουμε με χρήματα από τους χορηγούς και τα μέλη μας.
Βοηθάμε επίσης συμβουλευτικά όσοι έχουμε εμπειρία, γιατί κάποια μέλη είμαστε αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες. Εγώ έχω την τιμή να είμαι αντιπρόεδρος στο Διάζωμα. Μιλάμε επίσης με τις τοπικές αρχές αυτή είναι η επιτυχία του Διαζώματος: μπορεί να καλλιεργήσει καλές σχέσεις, μεταξύ αρχαιολόγων και τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες σχέσεις δεν ήταν ποτέ ως τώρα καλές.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη στο σύνδεσμο που ακολουθεί:
H γνώση του παρελθόντος είναι ένα είδος αυτογνωσίας… – Περιοδικό Εκπαιδευτηρίων ΩΘΗΣΗ