Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Passion/Πάθος: Το 4o Musikaloy Festival
Πηγή: Η Καθημερινή
Toυ Γιάννη Παπαδόπουλου
Παρκάρει στην άκρη του δρόμου το κόκκινο αγροτικό του και κινεί προς το κτήμα του. Περνάει δίπλα από τους ξεριζωμένους κορμούς δύο υπεραιωνόβιων ελιών. Είναι τόσο το πάχος τους που δύο ζευγάρια χέρια δεν φτάνουν για να τις αγκαλιάσουν. Καθώς ανηφορίζει στην πλαγιά τα πόδια του μπλέκονται σε αγριόχορτα και στάχυα που θέριεψαν στη λαβωμένη γη. «Λες και ήταν λίπασμα η στάχτη», λέει. Μαυρισμένα κουφάρια δέντρων χάσκουν ολόγυρα, σε λόφους περιμετρικά της παραλίας της Αγίας Αννας που θυμίζουν αγκαθωτή ράχη σκαντζόχοιρου. Σε αυτό το χωράφι, που δεν συνορεύει με το οδόστρωμα ή κάποιο μονοπάτι, ο 75χρονος Παναγιώτης Αναγνώστου πραγματοποιεί νέο ξεκίνημα. Η περυσινή φωτιά στην Εύβοια του έκαψε περίπου 380 ελιές, ό,τι είχε περάσει στη δούλεψή του, πάππου προς πάππου. Με κόπο και προσωπικά έξοδα έχει φυτέψει άλλες 100, κληρονομιά για τα παιδιά του. Κάθε τόσο τις επισκέπτεται για να περιποιηθεί τα κλωνάρια τους, μικρά και αδύναμα όπως είναι λυγίζουν στο φύσημα του ανέμου.
Τρεις ημέρες μετά βρήκε τη δύναμη να επισκεφτεί τα χωράφια του και να αντικρίσει το μέγεθος της καταστροφής. «Να μην τα πολυλογώ, έβαλα και τα κλάματα. Γιατί ήταν κόπος δικός μου και του πατέρα μου και του παππού μου και όλα αυτά καταστράφηκαν μονομιάς», λέει. Ο κ. Αναγνώστου, όμως, δεν παραιτήθηκε. Ξεκίνησε όσο πιο άμεσα μπορούσε να καθαρίζει τα καμένα και να βάζει νέες ελιές. «Τη δουλειά δεν τη φοβάμαι», τονίζει. Για 40 χρόνια εργαζόταν ως οδηγός νταλίκας. Ακόμη και όταν δούλευε στα ολυμπιακά έργα της Αθήνας, κάθε Σαββατοκύριακο ανέβαινε στην Εύβοια για να ξεχορταριάσει τον ελαιώνα του, δεν τον είχε παραμελήσει. Εχει ριζώσει σε αυτόν τον τόπο, όπως τα δέντρα που φύτεψε. «Εχω δύο κόρες και έναν γιο, θέλω να βρουν κάτι από εμένα. Να έχουν 100 ρίζες, να βγάζουν το λάδι τους, να ξέρουν τι τρώνε», λέει.
Εχει περάσει ένας χρόνος από τη μεγάλη πυρκαγιά στην Εύβοια που έκαψε 511.854 στρέμματα. Η προέλαση της φωτιάς ξεκίνησε στις 3 Αυγούστου 2021 και συνεχίστηκε απτόητη για πάνω από μία εβδομάδα. Κινούμενη από τον Ευβοϊκό μέχρι το Αιγαίο, έκαψε δέντρα, σπίτια, αποθήκες και ζώα. Οδήγησε σε αλλεπάλληλες εκκενώσεις οικισμών διά στεριάς και θαλάσσης. Σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα, μεταπυρική πραγματικότητα. Η οικολογική καταστροφή δεν τους στέρησε μόνο τον φυσικό πλούτο, έπληξε και την οικονομική δραστηριότητα του τόπου τους. Εδώ οι άνθρωποι ζούσαν από το δάσος.
«Εδώ μεγάλωσα, δένεσαι»
«Είχα βάλει βυτία στο σπίτι μου, επτά τόνους νερό, και είχα τοποθετήσει σε ένα ραντιστικό μηχάνημα αυλό πυρόσβεσης και μεγαλύτερη αντλία. Είχα μια ακτίνα δράσης 200 μέτρα δεξιά και άλλα τόσα αριστερά. Οκτώ σπίτια υπήρχαν εκεί, δεν κάηκαν», λέει. Περίπου 50 άτομα κινητοποιήθηκαν τότε για να διαφυλάξουν το χωριό. Οσοι δεν είχαν μάσκες για τον καπνό τύλιξαν στα πρόσωπα μουσκεμένες φανέλες.
Αλλά και μετά τη φωτιά στο Αχλάδι, τα μέλη του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου δεν έμειναν αδρανή. Τον Μάρτιο του 2022 στην κεντρική πλατεία του χωριού ένας γεωπόνος ενημέρωσε τους κατοίκους για τις ενέργειες που πρέπει να κάνουν έπειτα από πυρκαγιά, πώς υπολογίζουν τις ζημιές που προκλήθηκαν και πώς εγκαθιστούν νέες ελιές και άλλα καρποφόρα δέντρα. Τον Απρίλιο διοργανώθηκε στο χωριό μια πεζοπορία. «Μπορεί το καταπράσινο δάσος να μην υπάρχει πια, αλλά η θέα του Αιγαίου και των γύρω βουνών θα μας ανταμείψει», έγραψαν στο κάλεσμα. Αργότερα συμμετείχαν και σε εκπαιδευτικό σεμινάριο για πρώτες βοήθειες ψυχικής υγείας.
Στους γειτονικούς Παππάδες ο 32χρονος Κώστας Μαραγγέλης είχε αλλάξει ριζικά τη ζωή του προ της φωτιάς. Αφησε μια δουλειά στο τμήμα μάρκετινγκ πολυεθνικής εταιρείας στην Αθήνα και τον Σεπτέμβριο του 2020 μίσθωσε για 15 έτη το Δασικό Χωριό, έναν χώρο δασικής αναψυχής και φιλοξενίας. Θυμάται ότι η πληρότητα των καταλυμάτων τον Ιούλιο του 2021 ήταν στο 100%, ενώ παρόμοια ήταν η εικόνα και για τον Αύγουστο. Για τον Σεπτέμβριο είχαν προγραμματισμένους γάμους και δεξιώσεις. Είχαν ήδη δέκα άτομα προσωπικό και υπολόγιζαν ότι θα έπρεπε να τους διπλασιάσουν και να τους απασχολούν μόνιμα όλο το έτος. Η δουλειά τους είχε απήχηση. Η φωτιά, όμως, τα ανέτρεψε όλα. Εκαψε συθέμελα πέντε σπιτάκια και το εστιατόριο. Οι ζημιές σε κατεστραμμένα ακίνητα και εξοπλισμό ξεπερνούν, σύμφωνα με μια εκτίμηση, τις 800.000 ευρώ.
«Υπήρχε σκέψη να φύγουμε και εκτός Ελλάδας μετά τη φωτιά με την αρραβωνιαστικιά μου», λέει ο κ. Μαραγγέλης. Τελικά παρέμεινε στην Εύβοια. Ενα χρόνο μετά τη φωτιά εργάζεται την ημέρα στην επιχείρηση επίπλων του πατέρα του στην Ιστιαία και τη νύχτα σε εστιατόριο. Η αρραβωνιαστικιά του ήταν μαία στην Αθήνα και τώρα εργάζεται σε καφετέρια. Είχαν μετατρέψει ένα από τα σπιτάκια στο Δασικό Χωριό που κάηκε σε δική τους κατοικία. Ο κ. Μαραγγέλης ευελπιστεί ότι κάποτε η επιχείρηση θα λειτουργήσει ξανά. Λέει ότι από το δασαρχείο, στο οποίο ανήκει ο χώρος, έχει προχωρήσει η σχετική μελέτη και εκκρεμεί διαγωνισμός για να ανατεθεί η ανακατασκευή σε εργολάβο. Οπως επισημαίνει πάντως ο ίδιος, η ενημέρωση που είχε ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο ήταν ότι οι εργασίες θα ξεκινούσαν άμεσα, από εβδομάδα σε εβδομάδα. Ακόμη δεν έχουν προχωρήσει.
Προς το παρόν με τη βοήθεια εθελοντών απομάκρυναν καμένα δέντρα και φύτεψαν νέα. Ο 63χρονος Κώστας Περήφανος, κάτοικος Παππάδων, έχει αναλάβει ρόλο άτυπου επιστάτη. Αυτός ποτίζει τις μηλιές, τις κερασιές και τις πικροδάφνες που φυτεύτηκαν στο Δασικό Χωριό. «Ηταν πολύ όμορφα εδώ, οι επισκέπτες το αποκαλούσαν Ελβετία», αναφέρει. Και ο ίδιος έχει αναμνήσεις από αυτό το μέρος. Εργάστηκε στον εργολάβο που το είχε κατασκευάσει πριν από χρόνια, βάφτισε εδώ ένα εγγόνι του και πριν από τη φωτιά προετοίμαζε στον ίδιο χώρο γλέντι για τον γάμο ενός παιδιού του. «Είναι πολύ στενάχωρα», λέει. «Οι ντόπιοι το δάσος δεν το είχαν μόνο για αναπνοή. Αυτό δουλεύανε, από αυτό ζούσαν».
Οι «άμισθοι φύλακες»
Ο 60χρονος Δημήτρης Γεωργίου από το Αχλάδι ήταν ένας από αυτούς. Κάθε πρωί, μόλις έφεγγε, έμπαινε στο δάσος για να ρητινεύσει τα πεύκα. Παρά τη συρρίκνωση του αριθμού τους, οι ρητινοσυλλέκτες υπολογίζονται στα 1.000 άτομα στην Ελλάδα, η πλειονότητα εκ των οποίων δραστηριοποιούνταν στην Εύβοια, στα δάση χαλεπίου πεύκης. Παραδοσιακά θεωρείται ότι λειτουργούσαν ως οι «άμισθοι φύλακες» του δάσους, γιατί κατά την εργασία τους άνοιγαν μονοπάτια καθαρίζοντας τον υπόροφο των δέντρων, απομακρύνοντας δηλαδή φυλλωσιές και ξερόκλαδα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν επικίνδυνη καύσιμη ύλη. Ο κ. Γεωργίου εκμεταλλευόταν, όπως λέει, περίπου 6.000 πεύκα στην ευρύτερη περιοχή, βγάζοντας 25 με 30 τόνους ρετσίνι κατ’ έτος.
Η περυσινή φωτιά δεν του στέρησε μόνο τα δέντρα του, αλλά και το σπίτι του. Οταν έφτασαν οι φλόγες στο Αχλάδι προσπάθησε να βοηθήσει τους γείτονες, γλίτωσε κάποια σπίτια, όχι όμως και το δικό του. «Αμα έφευγα θα καιγόταν όλη η γειτονιά. Την έσωσα με τον αδερφό μου, αλλιώς θα γινόμασταν όλοι στάχτη, δεν υπήρχε περίπτωση», τονίζει. Από τα φλεγόμενα πεύκα στον διπλανό λόφο έπεσαν καύτρες στα κεραμίδια της σκεπής του και δεν μπόρεσε να αποτρέψει την καταστροφή. «Τελείωσε το νερό», λέει. «Για έναν κουβά νερό κάηκα. Και μετά καθόμουν και το κοίταζα». Στα 60 του χρόνια φιλοξενείται πλέον στο σπίτι του πατέρα του, ένα στενό πιο μακριά. Δεν έχει ολοκληρώσει τη γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτείται για την ανακατασκευή της κατοικίας του, λέει όμως ότι τα χρήματα της αποζημίωσης δεν πρόκειται να καλύψουν το κόστος που θα απαιτηθεί για τις εργασίες. Πριν από λίγους μήνες είχε ένα τροχαίο ατύχημα, τραυματίστηκε στο πόδι και δεν μπορεί να κάνει μεροκάματα ούτε ως υλοτόμος στα καμένα, όπως άλλοι ρητινοσυλλέκτες.
Ο κ. Γεωργίου θυμάται αμυδρά τη μεγάλη φωτιά τον Αύγουστο του 1977. Λέει ότι ήταν πιτσιρικάς τότε και το χωριό του δεν είχε κινδυνεύσει άμεσα. Μια αναζωπύρωση, όμως, τότε είχε οδηγήσει τις φλόγες σε απόσταση περίπου 700 μέτρων από τη Λίμνη Ευβοίας. «Η Λίμνη έχει καλυφθεί από καπνό και στάχτη και οι κάτοικοι –περίπου 5.000– συγκεντρώθηκαν πανικόβλητοι στην παραλία, ώστε να μπορέσουν να εγκαταλείψουν την περιοχή με πλωτά μέσα αν παραστεί ανάγκη», έγραφε το φύλλο της «Κ» στις 26 Αυγούστου 1977.
«Αγαπώ αυτόν τον τόπο»
Πέρυσι, η Υρια Εξάρχου ήταν μία από τους εκατοντάδες ανθρώπους που απεγκλωβίστηκαν με σκάφη από τη θάλασσα. Στην αγκαλιά της κουβαλούσε και τον τότε οκτώ μηνών γιο της. Φέτος τη συναντάμε στην παραλία της Αγίας Αννας, στο ξενοδοχείο «Agali». Το είχε φτιάξει ο παππούς της, ήταν η πρώτη τουριστική μονάδα στο χωριό με λιγοστά δωμάτια πάνω από ένα εστιατόριο. Με τα χρόνια η επιχείρηση μεγάλωσε και πέρασε από γενιά σε γενιά. Η κ. Εξάρχου είναι περιβαλλοντολόγος και μέχρι το 2016 εργαζόταν σε Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας στη Σάμο, ώσπου αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με το ξενοδοχείο. «Αγαπάω αυτόν τον τόπο, αυτή ήταν η αφορμή», λέει.
Πέρυσι η τουριστική σεζόν κυλούσε ευνοϊκά. Από τα 30 δωμάτια του ξενοδοχείου μόλις τρία ήταν άδεια. Φέτος, μετά τη φωτιά, τα κενά δωμάτια φτάνουν τα 18. Η κ. Εξάρχου παρατηρεί ότι έχουν τακτικούς επισκέπτες που τους στήριξαν και αυτή τη χρονιά. Υπάρχουν όμως και άλλοι πιο διστακτικοί που μπορεί έπειτα από λίγες διανυκτερεύσεις να συντομεύσουν τη διαμονή τους και να φύγουν νωρίτερα από όσο είχαν προγραμματίσει.
Τις ημέρες της φωτιάς, παρά την πολυήμερη διακοπή στην ηλεκτροδότηση και την αβάσταχτη ατμόσφαιρα, οι γονείς της έμειναν πίσω. Κοιμούνταν με μάσκες το βράδυ και κάλυπταν με πετσέτες τις χαραμάδες στις πόρτες για να μην εισχωρήσει κι άλλο ο καπνός. Το ξενοδοχείο λειτούργησε λίγες ημέρες αργότερα, υποδεχόμενο πρώτα συνεργεία του ΔΕΔΔΗΕ που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή για να αποκαταστήσουν βλάβες και έπειτα ορισμένους τουρίστες. Η κ. Εξάρχου τονίζει ότι δεν σκέφτηκαν ούτε λεπτό το ενδεχόμενο να κλείσουν την επιχείρηση. «Ζω με την ελπίδα γι’ αυτόν τον τόπο, είναι μονόδρομος για εμένα», λέει. «Αφήνουμε τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του, γιατί μόνο ο χρόνος θα βοηθήσει».
Το πράσινο ξεμυτίζει ξανά
Ηδη ο χρόνος δείχνει κάποια από τα σημάδια του. Στην καμένη δασική έκταση έχουν ξεμυτίσει μικρά πευκάκια, μια σταλιά, σε ύψος δεν ξεπερνούν τα λίγα εκατοστά. Αυτά προσπαθεί να προστατεύσει πλέον μια ομάδα εθελοντών από τη Λίμνη Ευβοίας. Η προσήλωσή τους δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από όλους, κατά καιρούς τους ρωτούν τι κάνουν, τι νόημα έχει να περιπολούν στα καμένα; «Εάν μέσα στα επόμενα χρόνια το καμένο καεί ξανά, δεν θα μείνει τίποτα, δεν θα αναγεννηθεί η φύση», εξηγεί ο Βαγγέλης Δήμου, ένα από τα μέλη της ομάδας, τονίζοντας ότι με τα αγριόχορτα που έχουν πλέον φυτρώσει στην περιοχή μια έρπουσα φωτιά θα μπορούσε να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα και να προκαλέσει νέα καταστροφή.
Ο κ. Δήμου είναι προπονητής καράτε. Το σωματείο εθελοντών δασοπυροσβεστών διασωστών Ελυμνίων έχει μεταξύ άλλων στα μέλη του έναν ψυκτικό, έναν γεωπόνο, έναν ιδιοκτήτη αποθήκης σιτηρών. Πέρυσι έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τη φωτιά μόλις ενημερώθηκαν γι’ αυτήν σε μια κλειστή ομάδα που έχουν φτιάξει στο Viber. Επιχειρούσαν άυπνοι για μέρες, χωρίς ειδικό εξοπλισμό. Εχουν να λένε όμως για τη βοήθεια που έλαβαν από παιδιά της περιοχής αλλά και πολίτες εκτός Εύβοιας που βρέθηκαν εκεί τις κρίσιμες ημέρες. Στους μήνες που ακολούθησαν, μέσω δωρεών απέκτησαν ένα πυροσβεστικό όχημα 4×4, στολές και κράνη, ενώ ολοκλήρωσαν και ειδικά εκπαιδευτικά σεμινάρια για φυσικές καταστροφές.
Πρόσφατα, στις 21 Ιουλίου, κλήθηκαν να σβήσουν μια φωτιά που ξέσπασε ανάμεσα στα χωριά Κήρινθος και Τσούκα σε παράνομη χωματερή με λάστιχα. «Εχουμε καταλάβει ότι η ανάγκη για βοήθεια δεν θα πάψει, προσπαθήσαμε να οχυρωθούμε, να εξοπλιστούμε για να κάνουμε το καλύτερο δυνατό», αναφέρει ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ, φιλόλογος και μέλος της εθελοντικής ομάδας.
Ολα όσα έζησαν στη μεγάλη φωτιά πέρυσι τους ακολουθούν ακόμη. Ο κ. Δήμου λέει ότι έχει μέχρι και σήμερα αναλαμπές γεγονότων. Θυμάται σκηνές από την πυρκαγιά χωρίς να μπορεί να ανακαλέσει την ακριβή τοποθεσία και ημερομηνία που συνέβησαν. «Είδαμε ζώα να καίγονται, σπίτια να καίγονται, ανθρώπους να τρέχουν να σωθούν στην παραλία», λέει. «Ηταν τόσο μεγάλη η αδρεναλίνη τότε και η θλίψη μετά, που είτε περνούσε μία ημέρα είτε ένας χρόνος από τη φωτιά θα ήταν το ίδιο, σαν να είχε γίνει χθες».