Γρήγορη μετάβαση

Μια άλλη ανάγνωση στο «πλιάτσικο» των αρχαιοτήτων – του Πέτρου Θέμελη

Σχετικά Θέατρα

Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ

Οι σεισμοί και τα ακραία γενικώς φυσικά φαινόμενα, οι «βάρβαροι» εισβολές και οι συνεχείς κάθοδοι δεν προκαλούν την κατάρρευση των αυτοκρατοριών, των κρατών και των αστικών τους κέντρων, αποτελούν απλώς μοιραία επακόλουθα μιας προηγηθείσας οικονομικής κατάρρευσης των σύνθετων κοινωνιών. Οι «βάρβαροι» εισβολείς αποτρέπονται και οι φυσικές καταστροφές οδηγούν στην επισκευή ή την οικοδόμηση ισχυρότερων και λαμπρότερων κατά κανόνα κτισμάτων, όταν οι αυτοκρατορίες, τα κράτη, τα αστικά κέντρα, τα ανακτορικά συγκροτήματα είναι ακόμη ισχυρά, όπως συνέβη για παράδειγμα με τα νέα ανάκτορα της Κνωσού που αντικατέστησαν τα «σεισμόπληκτα» παλαιά ή ακόμα με τη μετασεισμική Καλαμάτα που εμφανίζεται σήμερα με ανανεωμένη την εικόνα της. Η Ιαπωνία δεν κατέρρευσε λόγω του αρχαίου μετασεισμικού τσουνάμι που την
έπληξε μετά την έκρηξη του Κρακατάου ούτε εξαιτίας του πρόσφατου τρομακτικού τσουνάμι που προκάλεσε και την καταστροφή πυρηνικών σταθμών. Η απέραντη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επενδύσει και δαπανήσει υπέρογκα ποσά στους συνεχείς πολέμους με τους «βαρβάρους» του Βορρά και τους Πάρθους της Ανατολής, κατέρρευσε οικονομικά στα τέλη του 4ου αιώνα, πριν καταρρεύσει στρατιωτικά και πολιτικά και εγκαταλείψει στην τύχη τους τις επαρχίες της, συμπεριλαμβανομένης της Αχαΐας, δηλαδή της Πελοποννήσου, όπου και η αρχαία Μεσσήνη.

Ο απέραντος ερειπιώνας που ερχόταν σταδιακά στο φως στην αρχαία Μεσσήνη κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, πριν καταφέρουμε με την ουσιαστική συμβολή αρχιτεκτόνων μηχανικών και άλλων συνεργατών μας να προχωρήσουμε σε εργασίες αναστήλωσης και ανάδειξης το μνημειακού συνόλου του δημόσιου χώρου της πόλης, ήταν αποτέλεσμα πρωτίστως εγκατάλειψης και ερήμωσής της από τους εύπορους κατοίκους λόγω της γενικευμένης οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας επισκευής των τραυματισμένων σοβαρά οικοδομημάτων από τον ισχυρότατο μαρτυρημένο και μελετημένο σεισμό του έτους 365 μ.Χ. Σε συνέχεια, όσα αρχαία οικοδομήματα στέκονταν ακόμη όρθια χωρίς χρήση έπεσαν θύματα αυτή τη φορά της δράσης ανθρώπων μεταλλοκυνηγών στη διάρκεια των αιώνων του σκοτεινού χριστιανικού λεγόμενου Μεσαίωνα. Αυτοί κατεδάφιζαν συστηματικά τα οικοδομήματα και αφαιρούσαν σταδιακά τους ατσάλινους συνδέσμους με το χυτό μολύβι που έδεναν μεταξύ τους τα αρχιτεκτονικά μέλη των οικοδομημάτων, με στόχο να κατασκευάσουν μεταλλικά εργαλεία για άροση και υλοτομία, όχι όπλα. Οι ενδεείς αυτοί ελάχιστοι κάτοικοι που εξακολουθούσαν να ζουν ανάμεσα στα κενά κελύφη των δημόσιων κτισμάτων της έρημης μεσσηνιακής πρωτεύουσας δεν αποδομούσαν μόνο τα αρχαία οικοδομήματα για την αρπαγή των μετάλλων, κατακερμάτιζαν και μαρμάρινα αγάλματα για να τα μετατρέψουν σε ασβέστη, ύλη αναγκαία για την οικοδόμηση των ταπεινών σπιτιών τους. Δεν κατέστρεφαν τα λατρευτικά παγανιστικά είδωλα του δωδεκάθεου απλώς από θρησκευτικό φανατισμό. Οι εμπορικοί δρόμοι είχαν κλείσει, νόμισμα δεν κυκλοφορούσε, η οικονομία είχε στραφεί σε πρωτόγονες μορφές ανταλλαγής προϊόντων. Οι πάμφτωχοι ολιγάριθμοι κάτοικοι της έρημης Μεσσήνης (εθνικοί, εκχριστιανισμένοι και σλαβογενείς νομάδες του Βορρά) έδωσαν απλώς μετά τους σεισμούς και τις πλημμύρες τη χαριστική βολή στη μεγάλη έρημη αρχαία πολιτεία ύστερα από την οικονομική κατάρρευση της αυτοκρατορίας και τη φυγή των εύπορων αστών προς ασφαλέστερα μέρη.

Απόλυτα χαρακτηριστική της κατάστασης είναι η εικόνα ενός τεράστιου λιθοσωρού από 1.400 λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη, που ήλθε στο φως στο νότιο πέρας του σταδίου της αρχαίας Μεσσήνης κατά τη διάρκεια των ανασκαφών μας (εικ. 1). Ο λιθοσωρός αυτός έπειτα από μακροχρόνιες προσπάθειες αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων μηχανικών και εργατοτεχνιτών ανασυγκροτήθηκε και ξαναβρήκε τη χαμένη ανά τους αιώνες αρχική μορφή του, αυτήν ενός εντυπωσιακού τετρακιόνιου ναόσχημου ταφικού μνημείου δωρικού ρυθμού (εικ. 2), του Μαυσωλείου της πανίσχυρης οικονομικά και πολιτικά μεσσηνιακής οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία μεγαλούργησε κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, από τα χρόνια του Νέρωνα ως εκείνα του φιλόσοφου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Από όλα τα 1.400 διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη του διαλυμένου μνημείου που φέραμε στο φως με ανασκαφή είχαν αφαιρεθεί συστηματικά τα σιδερένια στοιχεία κατακόρυφης και οριζόντιας σύνδεσης καθώς και οι μολυβδοχοήσεις, ήταν μάλιστα εμφανέστατες οι βαθιές καλεμιές των μεταλλοκυνηγών γύρω από τις τυφλές οπές γόμφωσης και τις εντορμίες, προκειμένου να αφαιρέσουν τα μέταλλα.

Οι υποτιθέμενοι «βάρβαροι» εισβολείς δεν είχαν άπλετο χρόνο ούτε διάθεση, νομίζω, να ασχοληθούν συστηματικά με την αφαίρεση των μετάλλων από τα αρχαία μνημεία, επιδίδονταν βιαστικά σε πλιάτσικο, σε αρπαγή πολύτιμων κατά κανόνα μεταλλικών σκευών από χρυσάφι και ασήμι, που φυλάγονταν σε ιερά και θησαυροφυλάκια. Οι σεισμοί φυσικά δεν ενδιαφέρονται για μέταλλα. Αλλωστε η συνδεσμολογία των αρχαίων οικοδομημάτων ήταν κατά κανόνα άριστα υπολογισμένη ώστε να αποτρέπεται κατά το δυνατό η κατάρρευσή τους από σεισμικές δονήσεις που στην Ελλάδα δεν ήταν ούτε είναι σπάνιες. Οπως υπογραμμίσαμε άλλωστε, σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας και λειτουργίας των θεσμών της πόλης, οι πληγές των σεισμών επουλώνονταν με προσφορές (χορηγίες, δωρεές, έρανοι) εύπορων πολιτών που τιμώνται από την πόλη ως ευεργέτες και έχουν μεταξύ άλλων το προνόμιο να κατασκευάζουν τα πολυετή εντυπωσιακά ταφικά μνημεία των οικογενειών τους, τα μαυσωλεία τους, εντός των τειχών, ιδιαίτερα δίπλα στο πολυσύχναστο Γυμνάσιο.

Σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που βιώσαμε προ ολίγων ετών και εξακολουθεί, εν μέρει τουλάχιστον, να μας ταλανίζει λόγω της παρατεταμένης πανδημίας στη χώρα μας, τα μέταλλα, κάθε είδους και μορφής αντικείμενα, ακόμη και μετάλλινα έργα τέχνης, λόγω της σχετικής ανταλλακτικής τους αξίας γίνονται αντικείμενα κλοπής ή και αρπαγής από μπλε κάδους από σύγχρονους μεταλλοκυνηγούς, προκειμένου να ανταλλαχθούν αντί ολίγων ευρώ σε «μυστικά» άντρα κλεπταποδόχων, οι οποίοι τα ανακυκλώνουν με πολλαπλά οφέλη

Ο Πέτρος Θέμελης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας

Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο σε pdf, εδώ.