Πρόσκληση ενδιαφέροντος για συμμετοχή στο διαγωνιστικό μέρος του προγράμματος «Ακούμε τους Νέους 2025»
«ΕΒΡΟΣ-ΜΕΤΑ». Ξεκινά η υλοποίηση της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης του Έβρου
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Επελέγη ο ανάδοχος για τον νέο μεγάλο οδικό άξονα Στροφυλιά – Ιστιαία
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Ξεκίνησε η αναδάσωση με μαύρη πεύκη για το Νέο Δάσος στην περιοχή αρμοδιότητας του Δασαρχείου Λίμνης
Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Βασίλης Λαμπρινουδάκης,
Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
και Γενικός Γραμματέας του Σωματείου ΔΙΑΖΩΜΑ
Η αρχαία εποχή προσφέρεται ιδιαίτερα για την ανάδειξη της δυναμικής του αττικού τοπίου, των κατοίκων του και του πολιτισμού τους, γιατί τότε η Αττική αποτελούσε ένα αυτόνομο κράτος με μεγαλύτερη συνοχή από αυτή που έχει μέσα στις σημερινές πολιτειακές δομές. Με κέντρο πάντα την Αθήνα, περιελάμβανε τότε εκατόν τριάντα εννέα δήμους έναντι των πενήντα τεσσάρων σημερινών. Και τότε και τώρα πάντως ιδιαίτερα σημαντικοί ήταν οι δήμοι της Ελευσίνας και της Λαυρεωτικής στα δύο άκρα της Αττικής. Θεμελιώδεις μύθοι και παραδόσεις συνέδεαν ιδιαίτερα την Αθήνα και τις δυο αυτές περιοχές. Οι βασικές θεότητες της Αττικής τις ενέπλεκαν σε ένα στενό θρησκευτικό δίκτυο. Στην πολιτειακή και οικονομική ζωή της Αθήνας η Ελευσίνα και η Λαυρεωτική διαδραμάτισαν ένα κομβικό ρόλο. Και, ως φυσικό επακόλουθο, η συμβολή τους στη διαμόρφωση του πολιτισμού της Αθήνας υπήρξε ουσιαστική.
Θα επιχειρήσω εδώ μια κατ’ ανάγκην περιληπτική επισκόπηση των στενών αυτών σχέσεων των τριών περιοχών. Την Αθήνα συνέδεαν με την Ελευσίνα και τη Λαυρεωτική μύθοι και παραδόσεις που ανάγονταν στις αρχές της κατοίκησής τους. Η Αθήνα, η περιοχή όπου αργότερα αναπτύχθηκε το άστυ, το κέντρο της πόλης-κράτους των Αθηνών, διεκδίκησε την Ελευσίνα ως ζωτική της περιοχή πολύ πριν από τον θρυλικό συνοικισμό που απέδιδαν οι Αθηναίοι στο Θησέα. Αυτό δείχνει η παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Ερεχθεύς, από τους πρώτους βασιλιάδες της Αθήνας, πολέμησε και νίκησε τους Ελευσίνιους, που είχαν τότε αρχηγό τους τον γιο του Ποσειδώνα Εύμολπο. Μάλιστα κοντά στο Ερέχθειο ήταν στημένα στην Ακρόπολη, όπως μαρτυρεί τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Παυσανίας, μεγάλα χάλκινα αγάλματα, που παρίσταναν μαχόμενους τον Ερεχθέα και τον Εύμολπο. Τάφο του Ευμόλπου, που σκότωσε ο Ερεχθεύς, έδειχναν και στην Αθήνα και στην Ελευσίνα. Η συνέχεια του μύθου είναι υπαινικτική: Ο πατέρας του Ευμόλπου Ποσειδώνας έχασε την κατοχή της Ακρόπολης από την Αθηνά. Διατήρησε όμως την παρουσία του στον ιερό βράχο με τη βοή των κυμάτων που ακουγόταν μέσα από το πηγάδι στο Ερέχθειο, την Ερεχθειίδα θάλασσα.
Πέτυχε μάλιστα την τιμωρία του Ερεχθέα από τον Δία με θάνατο για το θάνατο του γιού του και κέρδισε την κατοχή του Σουνίου, χώρου ιδιαίτερα κρίσιμου για τη δύναμη της Αθήνας. Όμως, μια άλλη, παράλληλη παράδοση συνέδεε την πρώιμη Αθήνα με τις άλλες δυό περιοχές, σε ακόμα παλιότερους χρόνους – θα μπορούσε να πει κανείς τους χρόνους της δημιουργίας του κόσμου της Αττικής. Η παράδοση αυτή ήταν η εξής: Ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας, ο Κέκροψ, που ίδρυσε μαζί με άλλες δέκα πόλεις την Ελευσίνα και το Θορικό της Λαυρεωτικής στην Αττική. Ο Κέκροψ, όπως έλεγε ο μύθος, γεννήθηκε μέσα από τη γη και είχε τη μορφή μισού ανθρώπου και μισού φιδιού. Ήταν δηλαδή κυριολεκτικά αυτόχθων, αντιπροσώπευε για την Αττική την αρχή της δημιουργίας. Γι’ αυτό και έλεγαν ότι αυτός ήταν που έμαθε από την Αθήνα τους ανθρώπους να φτιάχνουν πόλεις. Κι’ ανάμεσά τους ήταν η Ελευσίνα και ο Θορικός. Τόσο παλιούς παρουσίαζε η παράδοση τους δεσμούς της Αθήνας με την Ελευσίνα και τη Λαυρεωτική.
Όμως δεν ήταν μόνο οι μυθικές αρχές που ένωναν τα τρία αυτά κέντρα. Οι δεσμοί τους ήταν στενοί και στη θρησκευτική πίστη και πράξη, που ήταν καθ’ όλη την αρχαιότητα κυρίαρχη στη δημόσια ζωή των Ελλήνων. Την Αθήνα την συνέδεαν από παλιά με την Ελευσίνα τα μυστήρια της Δήμητρας. Οι τελετές πραγματοποιούνταν σε δυό περιόδους. Τον Μάρτιο γινόταν στην Αθήνα η προκαταρκτική μύηση με καθαρμό στον Ιλισό. Ήταν τα Μικρά, όπως τα έλεγαν, τα εν Άγραις Μυστήρια. Τον Σεπτέμβριο τελούνταν επί εννιά ημέρες τα Μεγάλα Μυστήρια. Άρχιζαν με πομπή που από την Ελευσίνα προσκόμιζε τα ιερά στο ιερό της Δήμητρας στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, το εν άστει Ελευσίνιον. Από εκεί αυτοί που βρίσκονταν στη διαδικασία της μύησης πήγαιναν με πομπή στη θάλασσα του Φαλήρου για να καθαρθούν, νήστευαν και θυσίαζαν στη Δήμητρα γουρουνάκια. Την έκτη ημέρα μετέφεραν πάλι με πομπή τα ιερά στην Ελευσίνα μαζί με ένα άγαλμα του Ιάκχου, του γιου της Δήμητρας ή της Περσεφόνης σύμφωνα με το μύθο, και συμβόλου της αναγέννησης του σώματος και της ψυχής. Ἔπεμπον τὸν Ἴακχον Ἐλευσινάδε, όπως έλεγαν τότε. Η πομπή ακολουθούσε την ιερά οδό, που και σήμερα ακόμη ενώνει την Αθήνα με την Ελευσίνα, και της οποίας τα σωζόμενα αρχαία λείψανα είναι διάσπαρτα στο λεκανοπέδιο. Τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά είναι οι δυο γέφυρες, η τετράτοξη που έφτιαξε ο Αδριανός πάνω από τον Ελευσινιακό Κηφισό, τον σημερινό Σαρανταπόταμο, και η πεντάτοξη πάνω από τον αθηναϊκό Κηφισό στον Ελαιώνα, λίγο πριν από το σταθμό ‘Αιγάλεω’ του Μετρό. Στη δεύτερη αυτή γέφυρα οι Αθηναίοι που δεν μετείχαν στην τελετή έκαναν τα σκωπτικά και χυδαία πειράγματα προς τους μύστες που επέστρεφαν στην Αθήνα, τους περίφημους γεφυρισμούς, και οι μύστες πάλι τους απαντούσαν πάνω από τις άμαξές τους με παρόμοιους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, τα εξ αμάξης, φράση που έμεινε με το ίδιο νόημα ζωντανή στη γλώσσα μας μέχρι σήμερα.
Στην Ελευσίνα οι Αθηναίοι, αλλά και όλοι όσοι συνέρρεαν στο ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης για να μυηθούν γνώριζαν την υπέρτατη ευδαιμονία και βίωναν την αθανασία της ψυχής. Παρακολουθούσαν μέσα σ’ ένα κλειστό θέατρο, ένα μυστικό δηλαδή χώρο, το Τελεστήριον, μια θεατρική παράσταση από τους ιερείς, ένα θείο δράμα, την αρπαγή και το γάμο του Πλούτωνα με την Περσεφόνη, δηλαδή του Άδη, του θανάτου, με την κόρη της Δήμητρας, τη γενεσιουργή δύναμη της φύσης. Ο γάμος αυτός με την κατάβαση στον Άδη και την άνοδο κατόπιν της Περσεφόνης ξανά στη γη συμβόλιζε και θαυματουργικά ενεργοποιούσε για τους μύστες τον ανανεωτικό ρυθμό της φύσης, που με το θάνατο του παλιού προκαλεί τη γέννηση του καινούριου και εξασφαλίζει την αιωνιότητα. Το θείο παιδί που γεννιόταν από αυτό τον γάμο, προσαγορευόταν με πολλά ονόματα, όλα συμβολικά της ευτυχίας: Ίακχος, από το επιφώνημα, την ιαχή για την έλευσή του. Πλούτος, ως ενσάρκωση της αφθονίας. Αλλά και Ενιαυτός, δηλαδή ο ευτυχισμένος καινούριος χρόνος. Όλα αυτά συμβολιζόταν με ένα χρυσό στάχυ που εμφάνιζε ο ιερέας κατά την κορύφωση της τελετής.
Το χρυσό στάχυ ενσάρκωνε την αφθονία του σίτου, της πιο πολύτιμης για τη ζωή τροφής, που εξασφάλιζε την ευτυχισμένη ζωή. Όμως πέρα από την ελπίδα για την εξασφάλιση της φυσικής επιβίωσης, στο τελευταίο στάδιο της μύησης, την εποπτεία, όπως λεγόταν στο τυπικό της τελετής, δηλαδή την δυνατότητα να δει κανείς την κοσμική αλήθεια, ο μύστης έφθανε και στην ηθική κάθαρση, στην ανανέωση, τον αγνισμό της ψυχής και την αθανασία της. Είναι χαρακτηριστικό σχετικά ένα απόσπασμα του Πινδάρου από τον πρώιμο 5ο π.Χ. αιώνα, που παραθέτω εδώ σε μετάφραση: Ευτυχισμένος αυτός που θα κατέβει στη γη έχοντας γνωρίσει τα μυστήρια. Θα έχει γνωρίσει το τέλος της ζωής, [θα έχει όμως γνωρίσει] και την καινούργια αρχή που προσφέρει ο Ζευς.
Όπως είδαμε, τα Ελευσίνια μυστήρια και η λατρεία της Δήμητρας, έντονα προσανατολισμένα στις φυσικές και ψυχικές ανάγκες του ατόμου, έδεναν στενά το άστυ, την Αθήνα, με τον δήμο της Ελευσίνας. Το ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης, το Ελευσίνιον, ήταν, όπως είδαμε, κάτω από την Ακρόπολη. Η Αθηνά της Αθήνας άλλωστε είχε στο χαρακτήρα της στοιχεία συγγενή προς εκείνα της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Η Αθηνά χάρισε στην Αθήνα την άλλη βασική για την επιβίωση των ανθρώπων τροφή, την ελιά. Κυρίως όμως γέννησε μέσα από τη γη της Αθήνας τον Εριχθόνιο, τον γενάρχη των Αθηναίων, κι’ αυτόν με χαρακτηριστικά φιδιού, που στις πιο παλιές παραδόσεις ταυτιζόταν με τον Ερεχθέα. Είναι χαρακτηριστικό σχετικά ότι ο Ερεχθεύς λεγόταν ότι εισήγαγε στην Αττική το άγνωστο ακόμα τότε σιτάρι από την Αίγυπτο, μια παράλληλη ευεργεσία με αυτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εδώ όμως η λατρεία της Αθηνάς, κυριάρχησε, γιατί η λατρεία της προσανατολίσθηκε περισσότερο στην προστασία της κοινότητας της πόλης-κράτους και η θεά προβλήθηκε ως πρόμαχος της πόλης. Όμως οι θεμελιώδεις συγγένειες των λατρειών στις δύο περιοχές, παρά την διαμόρφωση διαφορετικής ιεράρχησης, λειτούργησαν μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ως ισχυρά ομογενοποιητικά στοιχεία των κατοίκων τους. Το ίδιο ισχύει και για τη λατρεία του Ποσειδώνα. Στην Ακρόπολη η Αθηνά επικράτησε της λατρείας του, όμως, όπως είδαμε, αυτός συνέχισε να λατρεύεται μέσα στο ναό της στο Ερέχθειο. Στην Ελευσίνα ήταν παρών δίπλα στην κύρια θεότητα, τη Δήμητρα, ως πατέρας του Ευμόλπου και γενάρχης των ιερέων της Δήμητρας Ευμολπιδών, αλλά και τιμώμενος σε ειδική γιορτή. Παραδίδεται ότι τον 4ο π.Χ. αιώνα η περίφημη εταίρα Φρύνη έβγαλε σ’ αυτή τη γιορτή τα ρούχα της μπροστά στους προσκυνητές, έλυσε τα μαλλιά της και προχώρησε γυμνή προς τη θάλασσα. Απ’ αυτό το επεισόδιο έλεγαν μάλιστα ότι εμπνεύσθηκε ο ζωγράφος Απελλής για να φιλοτεχνήσει την αναδυομένη Αφροδίτη του.
Στρέφοντας τώρα το ενδιαφέρον μας προς τη Λαυρεωτική, θα δούμε ότι και εκεί συνυπήρξαν και οι τρεις λατρείες. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο για τη Δήμητρα, η πρώτη περιοχή της Αττικής στην οποία βρέθηκε η θεά στο δρόμο της προς την Ελευσίνα ήταν ο Θορικός. Πράγματι, στην πεδιάδα στα νότια του αρχαίου οικισμού σώζεται ένα μεγάλο οικοδόμημα του 5ου π.Χ. αιώνα, σε σχήμα διπλής στοάς (εικ.20), το οποίο οι περισσότεροι μελετητές ταυτίζουν με ιερό της Δήμητρας και της Κόρης, στηριζόμενοι σε επιγραφή με τα ονόματα των θεαινών και σε κέρνους, το ιερό αγγείο των μυστηρίων της θεάς που βρέθηκαν στην περιοχή. Το οικοδόμημα φαίνεται ότι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά η έρευνά του βεβαιώνει ότι χρησιμοποιήθηκε. Λίγο βορειοδυτικότερα, στο Μαρκάτι, έχει ανασκαφεί άλλο ένα ιερό της Δήμητρας από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Ημερολόγια θυσιών που μας διέσωσαν επιγραφές από την Λαυρεωτική μαρτυρούν επίσης την έντονη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην περιοχή, είτε με εντόπιες ιερουργίες ή με συμμετοχή στις γιορτές της Ελευσίνας.
Στη Λαυρεωτική, στο Σούνιο, λατρευόταν βέβαια και η Αθηνά, που είχε δικό της ιερό 400 μόλις μέτρα βορειοανατολικά του ιερού του Ποσειδώνα. Το ιερό της δημιουργήθηκε δίπλα στο ηρώο ενός ναυτικού ήρωα, του Φρόντη, τιμονιέρη του Μενελάου που σκοτώθηκε στο Σούνιο καθώς γύριζαν από την Τροία. Έκδηλη λοιπόν και εδώ η σχέση της Αθηνάς με τη θάλασσα και τον Ποσειδώνα. Εδώ όμως η λατρεία του Ποσειδώνα, κυρίαρχου του Αιγαίου, προβαλλόταν περισσότερο, ως ασπίδα της Αττικής ενάντια στην επιβουλή από τη θάλασσα. Η λατρεία του θεού ήταν μάλιστα συνδεδεμένη με ισχυρό φρούριο και με το λιμάνι στο οποίο παρέμενε μόνιμα η Πάραλος, κύριο ιερό πλοίο και ναυαρχίδα του στόλου των Αθηναίων, έτοιμο για δράση, όποτε χρειαζόταν. Η λατρεία περιείχε και τιμές προς τον ήρωα Πάραλο, γιο του Ποσειδώνα – το όνομά του σημαίνει τον κάτοικο της ακτής (παρά την άλα, τη θάλασσα). Τον Πάραλο τον θεωρούσαν εφευρέτη της τριήρους, του πολεμικού πλοίου. Κάθε τέσσερα χρόνια οι Αθηναίοι τιμούσαν στο Σούνιο τον Ποσειδώνα με ναυτικούς αγώνες, μια ἅμιλλα νεῶν, όπως έλεγαν, ενός δρόμου πλοίων.
Στον τομέα λοιπόν της θρησκείας Ελευσίνα, Αθήνα και Λαυρεωτική συνιστούσαν πράγματι μια συνεκτική τριλογία: Οι ίδιοι θεοί, αναδιατασσόμενοι, λειτουργούσαν κυρίως για τη θεραπεία της ψυχής του ατόμου στην Ελευσίνα, κυρίως για την προστασία των θεσμών και την εξυπηρέτηση των αναγκών και επιδιώξεων του κοινωνικού συνόλου, της πολιτείας, στην Αθήνα, και κυρίως για τη θωράκιση αυτής της πολιτείας από τη θάλασσα στο Σούνιο.
Η Λαυρεωτική όμως, για να περάσουμε από τη θρησκεία στον τομέα της οικονομίας, αποτελούσε και ένα εξαιρετικά σημαντικό χώρο για την ευημερία της αθηναϊκής πολιτείας στην πράξη.
H Λαυρεωτική γη, η γνωστή ” αργυρίτις γη”, υπήρξε ένα τεράστιο μεταλλείο, και ο μεταλλευτικός της πλούτος υπήρξε η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η εξέλιξη της αρχαίας Αθήνας. Αἱ λαυρεωτικαὶ γλαῦκες, τα ασημένια τετράδραχμα με την κρανοφόρο κεφαλή της Αθηνάς στη μια τους όψη και τα ιερά σύμβολα της θεάς, την κουκουβάγια κα το κλαδί της ελιάς στην άλλη, που παράχθηκαν από το μετάλλευμα της περιοχής και κυκλοφόρησαν ήδη στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα έκαμαν το αθηναϊκό νόμισμα να κυριαρχήσει γρήγορα σε όλη τη Μεσόγειο. Ο Θεμιστοκλής, καταγόμενος από τον δήμο των Φρεαρρίων στην περιοχή του Λαυρίου, και εκτιμώντας σωστά τις παραμονές της Περσικής επίθεσης την κρισιμότατη για την ελευθερία της Ελλάδας κατάσταση αφενός, και τις δυνατότητες που παρείχε ο θησαυρός της Λαυρεωτικής γης αφετέρου, πέτυχε ο πλούτος που είχε δημιουργηθεί από τα μεταλλεία της να διατεθεί το 483 π.Χ. για την κατασκευή διακοσίων πολεμικών πλοίων. Και, όπως έγραψε εύστοχα ο Πλούταρχος, την καμένη από τους Πέρσες πόλη της Αθήνας την ανάστησαν εκείνες οι τριήρεις. Οι πολλές στοές, τα πλυντήρια εμπλουτισμού του μεταλλεύματος και οι κάμινοι τήξης του που σώζονται στην περιοχή μαρτυρούν την έντονη επί αιώνες δραστηριότητα, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική απογείωση της Αθήνας. Δείχνω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια στοά κοντά στο θέατρο του Θορικού, που τα ευρήματα δείχνουν ότι λειτούργησε ήδη από την 3η π.Χ. χιλιετία και χρησιμοποιήθηκε παραγωγικά, χωρίς διακοπή, μέχρι το τέλος του 4ου π.Χ. αι. Κοντά της σώθηκε το πλυντήριο του μεταλλεύματος. Στην είσοδο της στοάς σώθηκε η επιγραφή δημητ]ριακόν. Η στοά επομένως ήταν αφιερωμένη, ή καλύτερα η εκμετάλλευσή της ανήκε, σε ιερό της Δήμητρας. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι μεταλλευτικές στοές της Λαυρεωτικής είναι ο μόνος
χώρος στον οποίο βρέθηκαν κέρνοι, τα χαρακτηριστικά αγγεία των μυστηρίων της θεάς, έξω από τα ιερά της. Να λοιπόν, που η θεά της Ελευσίνας δεν ευλογούσε μόνο την τροφή που έδινε η γη, αλλά διαφεντεύοντας την κάθοδο στα έγκατα της γης και την άνοδο στην επιφάνειά της, καθημερινό βίωμα των μεταλλωρύχων της Λαυρεωτικής, όριζε και τον ορυκτό της πλούτο. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι στην Λαυρεωτική είχαν ιδιοκτησίες διάφοροι Ελευσίνιοι. Τέτοιες ήταν τα εργαστήρια της Ευθυδίκης και του Φιλοκράτη στην περιοχή του Θορικού, όπως μας πληροφορούν επιγραφές χαραγμένες στο βράχο.
Από την άλλη πλευρά, στην περιοχή της Ελευσίνας, η Δήμητρα συνέβαλε επίσης στην οικονομική ευρωστία της Αθήνας. Τα πλήθη που συνέρρεαν στην Αθήνα κατά τις εορτές των μυστηρίων τόνωναν την οικονομία της πόλης-κράτους. Εξ άλλου οι απαρχές, δηλαδή οι προσφορές από την ετήσια συγκομιδή που έφερναν στη Δήμητρα οι προσκυνητές αφενός συσσώρευαν αποθέματα και αφετέρου έδιναν τη δυνατότητα ανανέωσης των σπόρων του σίτου. Πιθανολογείται ότι τα περιφερειακά θεσμοφόρια των δήμων της Αττικής παρείχαν ένα δορυφορικό δίκτυο που εξυπηρετούσε τη συγκέντρωση, τον έλεγχο και την αποστολή των απαρχών προς το ιερό της Ελευσίνας. Η μεγάλη ποσότητα των σιτηρών που συγκεντρώνονταν με αυτή τη διαδικασία εκεί μαρτυρείται από τις ευρύχωρες ειδικές αποθήκες του ιερού. Ένας τρίτος παράγων παραγωγής πλούτου ήταν η ευφορία της ελευσινιακής γης, που αποτελούσε τον ιδιόκτητο σιτοβολώνα του αθηναϊκού κράτους. Η Αθήνα σε όλη της την ιστορία είχε μεγάλη ανάγκη για σιτάρι, την οποία εξυπηρετούσε κυρίως με εισαγωγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι την αφορμή για τον καταστρεπτικό για την πόλη πελοποννησιακό πόλεμο αποτέλεσε το περίφημο μεγαρικόν ψήφισμα του 433/2 π.Χ., με το οποίο οι Αθηναίοι αποφάσισαν τον αποκλεισμό των μεγαρικών προϊόντων από τα λιμάνια και τις αγορές τους, επειδή οι Μεγαρείς καλλιεργούσαν παράνομα για σιτάρι τα ιερά εδάφη της Ελευσίνας. Σχετικά είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η πόλη της Αθήνας είχε εντάξει στην αγωγή των νέων την πρόνοια για την ασφάλεια των συνόρων της στην Ελευσίνα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους της ἐφηβείας, θεσμού μύησης των νέων στην πολεμική και κοινωνική ζωή, οι έφηβοι της Αθήνας αναλάμβαναν τη φύλαξη του δρόμου που οδηγούσε προς τα Μέγαρα.
Η Αθήνα – για να περάσουμε τώρα στο χώρο της πολιτικής – χρησιμοποίησε έντονα στη διπλωματία της το κύρος των Ελευσινίων Μυστηρίων και την απορρέουσα από αυτά διαδεδομένη στην Ελλάδα παραδοχή της διάδοσης της καλλιέργειας του σίτου στην ανθρωπότητα από την Αθήνα. Αναφέρω μια χαρακτηριστική περίπτωση: Κατά την ίδρυση της Δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας το 378 π.Χ. οι Αθηναίοι ζήτησαν από τους Σπαρτιάτες να σεβαστούν τη Δήμητρα και να βεβαιώσουν ότι δεν θα επαναλάβουν στο μέλλον την καταστροφή αγροτικών γαιών στην αττική ύπαιθρο, όπως είχαν κάνει πρόσφατα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Αλλά και γενικότερα ο Δήμος της Ελευσίνας είχε έντονη παρουσία στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Αθήνας. Στην αθηναϊκή βουλή μετείχε με 11 έως 12 βουλευτές, με ένα από τους μεγαλύτερους δηλαδή αριθμούς αντιπροσώπων μεταξύ των 139 δήμων της Αττικής, τον οποίο μόνο οι Αχαρνές και οι Αφίδνες ξεπερνούσαν.
Ο Δήμος είχε προβεβλημένη οντότητα, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται σε ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου της Αθήνας από το 422/421 π.Χ. με το οποίο συμφωνήθηκε με τον δήμο της Ελευσίνας η κατασκευή γέφυρας με λίθους από την καθαίρεση του αρχαίου ναού, δηλαδή του αρχαϊκού τελεστηρίου της Δήμητρας. Η γέφυρα θα κτιζόταν πάνω από την μια από τις δυο αρχαίες λίμνες των Ρειτών, αυτή που βρισκόταν προς τη μεριά της Αθήνας και σώζεται μέχρι σήμερα ως λίμνη Κουμουνδούρου. Η απόφαση αναφέρει ότι η γέφυρα έπρεπε να έχει πλάτος 1,5 περίπου μέτρο, ώστε να μην μπορούν να την περάσουν άμαξες, γιατί οι ιέρειες που έφερναν τα ιερά και οι προσκυνητές έπρεπε να κινούνται πεζοί. Τη στήλη πάνω στην οποία γράφτηκε το ψήφισμα επιστέφει ανάγλυφη παράσταση που εικονοποιεί τη σχέση των δύο δήμων: Αριστερά κοιτάζουν μπροστά οι δύο θεές της Ελευσίνας, η Δήμητρα και η Κόρη. Δεξιά η Αθηνά και μια μικρότερη, σαφώς μη θεϊκή ανδρική μορφή δίνουν τα χέρια. Επικρατέστερη είναι η άποψη ότι η ανδρική μορφή είναι η προσωποποίηση του Δήμου της Ελευσίνας. Άλλοι βλέπουν την Τριπτόλεμο, γιό του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, με τον οποίο η Δήμητρα διέδωσε στον κόσμο την καλλιέργεια του σίτου. Και στη μια πάντως και στην άλλη περίπτωση η ξεχωριστή ταυτότητα και συγχρόνως η ενότητα των δύο περιοχών εκφράζεται καθαρά στην παράσταση. Οι θεότητες και ο δήμος της Ελευσίνας, μαζί ή ξεχωριστά, μπορούσαν να την εκπροσωπούν ισοδύναμα.
Αλλά η όσμωση των θεσμών μεταξύ δήμου και άστεως, Ελευσίνας και Αθήνας, αναδεικνύεται χαρακτηριστικά με τη θέση των ελευσινιακών γενών των Ευμολπιδών και των Κηρύκων, τα οποία διατήρησαν μέχρι το τέλος της αρχαιότητας το αποκλειστικό δικαίωμα της ιεροσύνης στα Ελευσίνια μυστήρια. Μολονότι η κύρια αρμοδιότητά τους ήταν η τέλεση των μυστηρίων, στην πραγματικότητα λειτουργούσαν ως κρατικοί λειτουργοί. Η κεντρική διοίκηση της Αθήνας ήλεγχε το ιερό της Ελευσίνας και τους ίδιους. Εκείνοι πάλι είχαν επί πλέον αρμοδιότητες που αφορούσαν γενικά την πολιτεία, όπως την ευθύνη της τήρησης των ιερών νόμων. Χαρακτηριστική της σχέσης τους με την κεντρική διοίκηση ήταν η δικαστική εξουσία την οποία ασκούσαν σε περιπτώσεις ασέβειας: Για την ασέβεια προς τους θεούς ίσχυε το δικάζεσθαι πρὸς Εὐμολπίδας καὶ φράζειν πρὸς τὸν βασιλέα, δηλαδή ότι τον κατηγορούμενο τον έκριναν οι Ευμολπίδες και την κρίση τους την υπέβαλλαν στο άρχοντα βασιλέα της Αθήνας ως εισήγηση για να αποφασίσει εκείνος. Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε και για την καταδίκη του Αλκιβιάδη το 415 π.Χ., ο οποίος θεωρήθηκε αναμεμειγμένος στο σκάνδαλο των Ερμοκοπιδών, της κοπής δηλαδή των κεφαλών των ερμαϊκών στηλών την παραμονή της εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία. Το σκάνδαλο αυτό ήταν διπλό. Η κατηγορία αφορούσε εκτός από τον βανδαλισμό των στηλών και τις παρωδίες-εμπαιγμό των Ελευσινίων μυστηρίων που γίνονταν σε σπίτια ιδιωτών, και ο συνδυασμός τους θεωρήθηκε ότι έκρυβε πολιτική απειλή κατά της δημοκρατίας. Πόσο στενά συνδεόταν η αρμοδιότητα των Ευμολπιδών με την πολιτική, δείχνει η συνέχεια της περιπέτειας του Αλκιβιάδη. Όταν οι Ευμολπίδες ανακάλεσαν ύστερα από απόφαση του Δήμου την κατάρα στον Αλκιβιάδη το 407 π.Χ., αυτός επέλεξε να συνδέσει την επιστροφή του από την εξορία στην Αθήνα με την αποκατάσταση της παραδοσιακής τελετουργίας των Ελευσινίων μυστηρίων. Η εγκατεστημένη τότε στη Δεκέλεια δύναμη των Σπαρτιατών είχε αποκόψει την Ελευσίνα από την Αθήνα και οι μύστες έφθαναν εκεί για τις τελετές από τη θάλασσα. Ο Αλκιβιάδης συνόδευσε την ιερά πομπή με το στρατό του πάνω στην ιερά οδό προς την Ελευσίνα και τους μύστες κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα και οι Σπαρτιάτες δεν τόλμησαν να αντιδράσουν.
Τα μέλη του γένους των Ευμολπιδών είχαν διασπαρεί σε όλους σχεδόν τους δήμους της Αττικής και είχαν δικό τους άρχοντα και ταμία. Ανάλογοι δεσμοί δήμων και πόλης-κράτους, έδεναν όμως και τη Λαυρεωτική με την Αθήνα. Το αττικό γένος των Κεφαλιδών, ανήγε την καταγωγή του στο Θορικό, στον οποίο ο γενάρχης τους ο Κέφαλος βασίλεψε κατά τον μύθο. Χαρακτηριστικότερη όμως είναι η περίπτωση του γένους των Σαλαμινίων, που την ξέρουμε με λεπτομέρειες χάρη σε δυο επιγραφές από τον 4ο και τον 3ο π.Χ. αιώνα (εικ.36). Όταν γράφτηκαν οι επιγραφές, το γένος, που πρέπει να είχε κάποτε ξεκινήσει από τη Σαλαμίνα, ήταν χωρισμένο σε δύο ημιαυτόνομους κλάδους, τους Σαλαμινίους τοὺς ἀπὸ Σουνίου και τους Σαλαμινίους ἐκ τῶν ἑπτὰ φυλῶν. Ο ένας κλάδος είχε την έδρα του στο Σούνιο, ενώ ο άλλος, ήταν διεσπαρμένος σε διάφορους δήμους, τρεις από τους οποίους ανήκαν στο άστυ. Ο κάθε κλάδος είχε δικό του άρχοντα και αμφότεροι είχαν το προνόμιο να ορίζουν τους ιερείς και τις θυσίες των αρχαιότερων λατρειών της πόλης. Με τα ψηφίσματα των επιγραφών αυτών η Αθήνα διευθετούσε με κριτές της διαφορές μεταξύ των δύο αυτών σημαντικών γενών. Πέρα όμως από την παρουσία των γενών αυτών στη δημόσια ζωή η σημασία των μεταλλείων της περιοχής για την οικονομία, και το βάρος του πληθυσμού των δήμων της Λαυρεωτικής, που μετείχαν με συνολικά 45 αντιπροσώπους στην αθηναϊκή βουλή, αποτελούσαν τα βασικά στοιχεία της εξέχουσας σημασίας της για την Αθήνα.
Η υψηλή θέση της Ελευσίνας και της Λαυρεωτικής στη θρησκευτική, πολιτική και οικονομική ζωή της Αθήνας αποτυπώθηκε και στον τομέα του πολιτισμού. Θα περιορισθώ σε ελάχιστα παραδείγματα. Ο πρώτος μεγάλος τραγικός ποιητής της Αθήνας, ο Αισχύλος, ήταν Ελευσίνιος. Στις ιδέες του αναγνωρίζουν πολλοί επίδραση από τα Ελευσίνια μυστήρια. Στο Θορικό πάλι, το αργότερο μέσα στο πρώιμο 5ο π.Χ. αιώνα, κατασκευάσθηκε ένα από τα πιο πρώιμα θέατρα,
στο οποίο, σύμφωνα με διασωθείσες επιγραφές, γίνονταν γύρω στο 400 π.Χ. χορηγίες από δημότες του Θορικού. Από νωρίς έδρασαν και εκεί τραγικοί ποιητές. Ο Θορίκιος Καρκίνος νίκησε το 447 π.Χ. στα εν άστει Διονύσια και ο γιος του Ξενοκλής νίκησε τον Ευριπίδη το 416 π.Χ.
Ο κορυφαίος Αθηναίος αρχιτέκτων Ικτίνος σχεδίασε τον Παρθενώνα στην Ακρόπολη, αλλά παράλληλα εκπόνησε το σχέδιο του μνημειώδους ναού της Δήμητρας και Κόρης στην Ελευσίνα, που θα αντικαθιστούσε το παλιότερο Τελεστήριο. Το σχέδιο του τετράγωνου κτιρίου, πλευράς περίπου 52 μ. με πρόσθετη στοά στις τρεις πλευρές, ήταν μεγαλοφυές, αντάξιο του Παρθενώνα, και δημιουργούσε άνετο και εποπτικό εσωτερικό χώρο, αφού στήριζε τη στέγη πάνω σε λίγους κίονες με ιδιαίτερα τολμηρά ανοίγματα μεταξύ τους. Το σχέδιο υλοποιήθηκε αργότερα από λιγότερο τολμηρούς αρχιτέκτονες, που διπλασίασαν τα εσωτερικά στηρίγματα. Το φιλόδοξο όμως οικοδομικό πρόγραμμα της Αθήνας του Περικλή φρόντισε ισότιμα και την άλλη πλευρά της Αττικής. Όπως ο Παρθενώνας αντικατέστησε το ναό της Αθηνάς που κατέστρεψαν οι Πέρσες, έτσι και στο Σούνιο ένας νέος περικαλλής ναός οικοδομήθηκε για τον Ποσειδώνα στη θέση του κατεστραμμένου από τους βαρβάρους προδρόμου του. Κτίσθηκε με το ίδιο ακριβώς ιδιοφυές σχέδιο που λίγο πριν είχε εφαρμοσθεί στο ναό της Αθηνάς και του Ηφαίστου, το γνωστό μας Ηφαίστειο πάνω από την Αγορά της Αθήνας. Στο αέτωμά του εικονιζόταν συμβολικά, όπως και στον Παρθενώνα, η έρις Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της Αθήνας.
Αλλά και στην παραστατική τέχνη, το ήθος του ιδανικού ανθρώπου εκφράσθηκε με την ίδια ένταση σε έργα των τριών περιοχών της τριλογίας μας: Το δείχνω πρόχειρα παραβάλλοντας τρία έργα, το ανάγλυφο του 440 π.Χ. από την Ελευσίνα με την αποστολή του Τριπτολέμου για τη διάδοση του σιταριού στον κόσμο, την ‘σκεπτόμενη’ Αθηνά από το 460 περίπου π.Χ. από την Ακρόπολη και το ανάγλυφο του νέου που αυτοστεφανώνεται μετά από νίκη του σε αγώνα της ίδιας εποχής από το ιερό της Αθηνάς στο Σούνιο.
Mπορείτε να διαβάσετε την ομιλία σε αρχείο pdf, εδώ.