Σταύρος Μπένος: «Πάντα η μεγάλη εικόνα ήταν καθοδηγητής μου»
Ολοκλήρωση του Masterplan «ΕΒΡΟΣ ΜΕΤΑ» – Για έναν Έβρο δυνατό και ανθεκτικό, που αξίζει να ανθίσει και πάλι.
Aποκαλυπτήρια της προτομής Πέτρου Θέμελη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρχαίας Μεσσήνης
Πέτρος Θέμελης: Το θαύμα και το τραύμα
Ετήσιο μνημόσυνο καθηγητή Πέτρου Θέμελη και αποκαλυπτήρια της προτομής του – Κυριακή 27 Οκτωβρίου 11.30 π.μ στον Αρχαιολογικό Χώρο Αρχαίας Μεσσήνης
Κείμενο ομιλίας του Ομοτ. Καθηγήτη Κλασικής Αρχαιολογίας,
κ. Βασίλη Λαμπρινουδάκη
Επιτρέψτε μου μια σύντομη εισαγωγή στο αποψινό μας θέμα που είναι οι λατρείες της Αθηνάς στην Ακρόπολη και κατ’ επέκταση στην αρχαία Αθήνα. Η γενική αυτή εισαγωγή θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του χαρακτήρα και της σημασίας των λατρειών αυτών: Το αγροτοποιμενικό στοιχείο υπήρξε, παρά τη ανάπτυξη αστικών κέντρων, κυρίαρχο στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Το στοιχείο αυτό διαμόρφωσε και τον πυρήνα της αρχαίας θρησκείας, η οποία συνέλαβε το θείο ως την κοσμική δύναμη της φύσης, η οποία με την αέναη αναγεννητική της δύναμη ενσαρκώνει την αθανασία. Στην προσωπικότητα και τον ‘βίο’ όλων των αρχαίων θεών, πέρα ή κάτω από τις ιδιότητες που απέκτησε με τον καιρό ο καθένας τους για τον έλεγχο συγκεκριμένων τομέων της ζωής, υπήρχε ένα, το ίδιο υπόστρωμα πίστεων, που ταύτιζε την ύπαρξή τους με το ρυθμό της φύσης, δηλαδή τον θάνατο του παλιού και τη γέννηση του νέου. Αναφέρω μόνο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, τη διαδοχή στη βασιλεία των θεών. Ο αρχέγονος Ουρανός ακρωτηριάσθηκε και αντικαταστάθηκε από το γιο του τον Κρόνο (εικ. 1, 2). Ο Κρόνος πάλι καταβρόχθιζε τα παιδιά του (εικ.3), γιατί σύμφωνα με χρησμό, ένα από αυτά θα τον αντικαθιστούσε στη βασιλεία, σε κοσμικό δηλαδή επίπεδο ο Κρόνος έπρεπε να ανανεωθεί με τον σπόρο του, με τον τόκο του, και ο ίδιος θα χανόταν – και πράγματι, σύμφωνα με το μύθο, τελικά κατέληξε στον Τάρταρο. Όμως η γυναίκα του η Ρέα γλύτωσε το στερνοπαίδι τους, τον Δία, δίνοντας μια σπαργανωμένη πέτρα να φάει ο Κρόνος αντί για το παιδί (εικ.4). Και η μητέρα του Κρόνου, η Γαία, ή η κόρη της, αδελφή του Κρόνου, η Μήτις, με ένα φάρμακο τον έκαμε να εξεμέσει τα πέντε παιδιά που είχε φάει. Δηλαδή τα παιδιά, η Εστία, η Δήμητρα, η Ήρα, ο Πλούτων και ο Ποσειδών, αφού πέθαναν, ξαναγεννήθηκαν με ενέργεια της Γης, της Φύσης δηλαδή, ή της άλλης όψης της, της Μήτιδος. Μήτις σημαίνει φρόνηση, σύνεση, πρόνοια, μέριμνα. Η Γη και η Μήτις του μύθου είναι το ίδιο θείο πρόσωπο, αυτή που δίνει τα πάντα στον άνθρωπο ή αυτή που φροντίζει τα πάντα για τον άνθρωπο, η Πανδώρα (εικ.5). Αλλά και ο τρίτος βασιλιάς στη διαδοχή των θεών, ο Ζεύς, έλαβε τον ίδιο χρησμό, ότι δηλαδή ένα παιδί του θα τον αντικαθιστούσε. Ο Ζευς πήρε γυναίκα του την Μήτιδα, δηλαδή αυτός, το θείο παιδί, γονιμοποίησε, όπως ο νέος σπόρος, την ίδια τη μητέρα του, τη γη. Η Μήτις, σύμφωνα με τον χρησμό, θα γεννούσε ένα κορίτσι πρώτα και ένα αγόρι μετά, το οποίο και θα τον αποκαθήλωνε από το θρόνο. Γι’ αυτό και ο Ζευς κατάπιε την έγκυο Μήτιδα. Εδώ ο μύθος αντικατοπτρίζει, ή αν θέλετε προσωποποιεί το στάδιο κατά το οποίο ο σπόρος της ζωής βρίσκεται μέσα στη γη πριν ξαναβγεί στο φως, όπως υπαινικτικά το παρουσιάζει μια αττική αγγειογραφία (εικ.6), όπου ο Άδης σπέρνει από το κέρας της αφθονίας τους γονιμοποιούς χυμούς στη γη, ενώ απέναντί του η Δήμητρα με το άροτρο είναι έτοιμη να καλλιεργήσει τη γέννα τους. Ο Ζευς, γονιμοποιός της Μήτιδος, η Μήτις η ίδια και ο νέος γόνος που έχει στην κοιλιά της βρίσκονται όλοι ενωμένοι μέσα σε ένα μυθικό σώμα. Το θηλυκό στοιχείο, που γεννά τη ζωή και το αρσενικό που την γονιμοποιεί, αλλά και η νέα ζωή που γεννιέται από την ένωσή τους, βρίσκονται στον μύθο αυτό ενωμένα. Ο Ζευς που έχει την έγκυο Μήτιδα μέσα του είναι ένα αρρενόθηλυ όν. Η Μήτις, σύμφωνα με τον χρησμό που αναφέραμε, θα γεννούσε κορίτσι και αγόρι. Από τη γονιμοποίηση δηλαδή της Μήτιδος-Γης θα προέκυπτε η ανανέωση της ίδιας της Φύσης και του τόκου της, όπως στην Ελευσίνα ανανεωνόταν με την άνοδο της Περσεφόνης από τον Άδη η ίδια η Γη ή Δήμητρα και ο τόκος της, ο Ίακχος ή Πλούτος (εικ.7). Όταν ο Ήφαιστος άνοιξε το κεφάλι του Διός με τον πέλεκύ του ξεπήδησε αυτό που κοιλοπονούσε η Μήτις μέσα στον Δία, η πάνοπλος Αθηνά (εικ.8). Η κόρη του Διός και της Μήτιδος συμπύκνωσε στην υπόστασή της αυτό το ενδιάμεσο στάδιο του κρυμμένου μέσα στο θηλυκό στοιχείο γονιμοποιού σπόρου της νέας ζωής. Την ίδια βασική αντίληψη για την ανανέωση της θείας δύναμης εκφράζουν οι παραστάσεις σατύρων οι οποίοι πλήττουν μέσα σε ιερό με πέλεκυ το κεφάλι θεάς που αναδύεται από τη γη (εικ.9). Οι παραστάσεις αυτές αποδίδουν έναν άγνωστο μύθο ή μια λατρευτική πράξη, όπου η θεά Γη εμφανιζόταν ανανεούμενη, επανεφανιζόμενη ύστερα από την περιοδική της απόκρυψη στα έγκατα της γης, και οι σάτυροι, όντα της οργιαστικής φύσης, βοηθούσαν στην απελευθέρωση του τόκου της.
Η Αθηνά λοιπόν ένωνε στη βασική της ουσία το κοσμικό θηλυκό και αρσενικό στοιχείο, ἄρσην καὶ θῆλυς ἔφυ, όπως έλεγε ο Ορφικός της ύμνος. Είναι χαρακτηριστική της υπόστασής της η ροδιακή παράδοση σύμφωνα με την οποία κατά τη γέννησή της έπεσε από τον ουρανό χρυσή βροχή, η γέννησή της δηλαδή γέννησε πλούσια γεννήματα στη φύση.
Οι λατρείες της Ακρόπολης διατήρησαν έντονη – και εδώ μπαίνω στο αποψινό μας θέμα – την βασική αυτή υπόσταση της Αθηνάς, την οποία – σπεύδω να πω – μοιραζόταν και με τους άλλους θεούς με τους οποίους συλλατρεύθηκε στην Ακρόπολη. Ξεκινώ με το Παλλάδιο, το αρχαίο, ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδος (εικ.10) που θεωρούσαν ότι έπεσε από τον ουρανό και φυλασσόταν στο Ερέχθειο. Γύρω από αυτό υπήρχαν στην Αθήνα μυστικές παραδόσεις: Μία από αυτές έλεγε ότι η Αθηνά πήρε το όνομα Παλλάς από τον πατέρα της, τον γίγαντα Πάλλαντα, ο οποίος επιχείρησε να την βιάσει. Η Αθηνά αντέδρασε, τον σκότωσε, τον έγδαρε και φόρεσε το δέρμα του. Μια άλλη, παράλληλη παράδοση έλεγε ότι η Αθηνά ονομάσθηκε Παλλάς για να θυμάται τη φίλη της την Παλλάδα, την οποία σκότωσε κατά λάθος. Έφτιαξε μάλιστα η θεά, έλεγαν, ένα [ξύλινο άγαλμα της φίλης της, το παλλάδιο, για να το λατρεύουν οι θνητοί. Υπήρχαν και άλλες παραδόσεις στην Αθήνα για έναν άλλο Πάλλαντα, γιό του Πανδίονα και εγγονό του Εριχθονίου, του οποίου τα 50 παιδιά, οι Παλλαντίδες, νικήθηκαν από τον Θησέα. Αλλά εδώ θα επιμείνουμε στους προηγούμενους, πιο υπαινικτικούς της ουσίας της Παλλάδος και του παλλαδίου μύθους. Πάλλας ή πάλλαξ και παλλάς, σύμφωνα με τους αρχαίους λεξικογράφους, σημαίνει νεανίας και νεάνις (πβ. το παλληκάρι). Στον πρώτο λοιπόν μύθο το αρσενικό θείο στοιχείο, ο Πάλλας, η νέα και σφριγηλή ζωή, εμφανίζεται ως πατέρας, γονιμοποιός, και η Αθηνά ως κόρη του, ως αναγεννημένη ενσάρκωση της φύσης, ως μια άλλη Περσεφόνη. Αλλά συγχρόνως ο Πάλλας αναγεννάται μαζί με την Αθηνά, αφού αυτή ουσιαστικά τον ανασταίνει μπαίνοντας στο δέρμα του. Στο μύθο αυτό επομένως η Αθηνά ενσάρκωνε και τα δύο στοιχεία μαζί, αρσενικό και θηλυκό, ήταν αντίστοιχη με τον έγκυο πατέρα της τον Δία, από το κεφάλι του οποίου ξεπήδησε πάνοπλη. Στη δεύτερη παράδοση πάλι, η Αθηνά και η φίλη της η Παλλάς είναι προφανώς το ίδιο θείο πρόσωπο, η μια πεθαίνει η άλλη ζει, σύμφωνα με τον κύκλο του θανάτου και της ζωής. Πάλλας και Παλλάς, αρσενικό και θηλυκό εναλλάσσονται σ’ αυτόν τον κύκλο.
Ανάλογος ήταν και ο μύθος για τον Μύρμηκα. Ο Μύρμηξ ήταν φίλος της Αθηνάς, επιδέξιος στα χειρωνακτικά. Η Αθηνά τον μεταμόρφωσε σε μυρμήγκι, να ζει μέσα στη γη, τον έστειλε δηλαδή στον κάτω κόσμο, επειδή ισχυρίσθηκε ότι αυτός εφεύρε το άροτρο, που όμως ήταν δημιουργία της θεάς. Ο Ζευς αργότερα τον ξαναέκανε άνθρωπο μαζί με όλα τα μυρμήγκια. Οι άνθρωποι αυτοί, πρωτοάνθρωποι, αυτόχθονες, βγήκαν μέσα από τη γη. Το πάθημα όμως αυτό διηγούνταν άλλοι ότι συνέβη όχι στον Μύρμηκα, αλλά σε μια κόρη με το όνομα Μύρμηξ, αγαπημένη της Αθηνάς. Και σ’ αυτούς τους μύθους είναι, νομίζω, προφανείς η κατάβαση στη γη και η αναγέννηση, καθώς και η αμφιφυλία, οι δύο όψεις αρσενικού και θηλυκού, στο πρόσωπο του ή της Μύρμηκος, που ουσιαστικά ήταν η ίδια η Αθηνά, όπως δείχνει η διεκδικούμενη από αυτήν και τον φίλο ή την φίλη της δεξιότητα στην κατασκευή του αρότρου.
Αυτή καθ’ εαυτήν η εφεύρεση του αρότρου από την Αθηνά, δείχνει την άμεση σχέση της με την ευφορία της γης και την ανανεωτική της δύναμη. Μεταξύ Προπυλαίων και Αρείου Πάγου βρισκόταν το Βουζύγιον (εικ.11), ένας αγρός όπου γινόταν κάθε χρόνο ο ιερός άροτος, τελετουργικό δηλαδή όργωμα, από μέλος του ιερατικού γένους των Βουζυγών, που καταγόταν από τον μυθικό Βουζύγη (το όνομα σημαίνει αυτόν που ζεύει τα βόδια στο ζυγό του αρότρου). Στον Βουζύγη, έλεγαν, είχε παραδώσει η Αθηνά το άροτρο που εφεύρε και είχε δώσει τις] πρώτες οδηγίες της καλλιέργειας των δημητριακών στην Αθήνα. Και ο Βουζύγης ήταν ο πρώτος που έξευξε βόδια και πραγματοποίησε άροση. Κάθε χρόνο λοιπόν αναπαριστανόταν η αφετηριακή αυτή σπορά, ώστε να αναπαράγεται η ευλογία της. Σε μια αττική αγγειογραφία του 5ου π.Χ. αιώνα παριστάνεται εύγλωττα η πρώτη αυτή σπορά, η θεία γονιμοποίηση της Αττικής γης. Στην Κεκροπία γη, δηλαδή το βασίλειο του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα, παρουσία της Αθηνάς που κρατεί στάχυα και του Κέκροπα, ο Βουζύγης πραγματοποιεί την ιερή άροση. Η Αθηνά εδώ που παραδίδει την καλλιέργεια των δημητριακών δεν διαφέρει από τη Δήμητρα, η οποία μαζί με τον σπόρο του σιταριού κατεβαίνει στη γη και ξαναβγαίνει ως Περσεφόνη. Εικονογραφικά και εννοιολογικά συγχέεται – και στην αίσθηση του αρχαίου εικονογράφου – με τη Δήμητρα, ώστε μερικοί σημερινοί μελετητές να αναγνωρίζουν στη γυναικεία μορφή του αγγείου τη Δήμητρα. Όμως η χαραγμένη πάνω από το δέντρο επιγραφή ΚΕΚΡΟΠΙΑΣ (Κεκροπίας) δηλώνει ότι αυτό είναι η ελιά της Αθηνάς στη γη της Κεκροπίας, είναι η ελιά της Κεκροπίας, δηλαδή της Αθήνας.
Και πράγματι: Ο ιερός άροτος στο Βουζύγιο γινόταν στο τέλος του Φθινοπώρου – τέλος Οκτωβρίου αρχές Νοεμβρίου. Στην αρχή της άνοιξης, τον Μάρτιο, προσφερόταν στην Αθηνά τα Προχαριστήρια, μια θυσία που θεωρούσαν ότι επαναλάμβανε την πιο αρχαία απ’ όλες τις θυσίες που έγιναν στη γη, και που προσφέρθηκε στην Αθηνά κατά τους αρχαίους συγγραφείς “διὰ τὴν ἄνοδον τῆς θεοῦ και διὰ τὴν βλάστησιν τῶν καρπῶν τῶν φυομένων”. Η θυσία αυτή δείχνει ότι η λατρεία της Αθηνάς στην Αθήνα είχε ένα βαθύτερο μυστηριακό υπόβαθρο που την ήθελε, όπως και τη Δήμητρα με την Περσεφόνη, να κρύβεται το φθινόπωρο μαζί με το σπόρο στη γη και να επανεμφανίζεται στο φως μαζί με τα νέα γεννήματα την άνοιξη. Το μυστηριακό αυτό υπόβαθρο θεωρεί η έρευνα ότι υποδηλώνουν οι παραστάσεις προτομών Αθηνάς που κρατεί βλάστημα (εικ.12) πάνω σε αττικές ληκύθους του 5ου π.Χ. αιώνα, που είναι ανάλογες με τις παραστάσεις της ανερχόμενης Γης που είδαμε στην αρχή, όπου επίσης εμφανίζεται από τη βάση της εικόνας η υπερφυσικού μεγέθους κεφαλή της θεάς της Φύσης. Στη μία μάλιστα εικόνα που βλέπουμε εδώ, μαζί με τη θεά βλαστάνει και ένα κλαδί ελιάς.
Και όντως η Αθηνά ήταν κατά την παράδοση αυτή που έκανε να βλαστήσει με καρπό η πρώτη ελιά στην Ακρόπολη και στον κόσμο ολόκληρο, όταν διεκδίκησε τη γη της Αθήνας από τον Ποσειδώνα (εικ.13). Η ιερή αυτή, αρχέγονη ελιά ζούσε πάντα μέσα στο Πανδρόσιο του Ερεχθείου και αμέσως μετά την περσική καταστροφή ανέθαλε, αναγεννήθηκε όπως και η ίδια η Αθήνα που ενσάρκωνε (εικ.14). Το ότι και το φυτό αυτό ενσάρκωνε τον κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης δείχνει το όνομα που του έδωσε η παράδοση, μορία. Έτσι την είπαν, έλεγαν, από τον θάνατο, τον μόρο του Αλιρρόθιου, γιου του Ποσειδώνα, ο οποίος θέλοντας να καταστρέψει το φυτό της Αθηνάς που στέρησε την Αθήνα από τον πατέρα του, επιχείρησε να το κόψει με πέλεκυ. Ο πέλεκυς όμως του γλίστρησε και τον χτύπησε θανάσιμα – μια άλλη εκδοχή της ήττας του Ποσειδώνα που ταυτιζόταν με το γιο του, αφού χαρακτηριζόταν ο ίδιος με το επίθετο Αλιρρόθιος – η λέξη σημαίνει το βούισμα των κυμάτων (τον ρόθο) της θάλασσας (άλς-αλός). Από την μορία πάντως της Ακρόπολης θεωρούσαν ότι διαδόθηκαν οι ιερές ελιές της Αττικής που προστάτευε και εκμεταλλευόταν το αθηναϊκό κράτος.
Τον ρόθο των κυμάτων ισχυρίζονταν οι Αθηναίοι ότι άκουγαν όταν φυσούσε νότιος άνεμος στο προστομιαίον, στο στόμιο δηλαδή που ανοιγόταν προς την Ερεχθηίδα θάλασσα, η οποία κατά την παράδοση βρισκόταν κάτω από το δάπεδο του δυτικού διαμερίσματος του Ερεχθείου (εικ.15). Η Ερεχθηίς θάλασσα ήταν το αλμυρό νερό που έκαμε να βγει από το βράχο ο Ποσειδώνας κατά τη διεκδίκηση της Αθήνας και κατά την παράδοση πάντα επικοινωνούσε με τη θάλασσα του Φαλήρου. Η ακριβής διάταξη των διαφόρων μνημείων, προσκυνημάτων και αφιερωμάτων μέσα στο Ερέχθειο, λόγω των μεταγενεστέρων μετατροπών στο εσωτερικό του δεν μπορεί να προσδιορισθεί και στην έρευνα υπάρχει πλήθος σχετικών προτάσεων που αποκλίνουν πολύ μεταξύ τους. Εδώ θα χρησιμοποιώ την πρόταση Τραυλού, απλώς επειδή έχει σημειωμένα τα περισσότερα από τα παραδιδόμενα περιεχόμενά του, για την ύπαρξη των οποίων εντός του, πράγμα που είναι και αυτό που ενδιαφέρει το θέμα μας, κανείς δεν αμφιβάλλει.
Το Ερέχθειο ήταν ένα πολυοικοδόμημα (εικ.16) που σχεδιάστηκε για να στεγάσει τις πιο σεβάσμιες λατρείες της Αθήνας στην Ακρόπολη, αλλά και για να τονίσει τη σχέση τους. Μέσα σ’ αυτό ήταν ιδρυμένο το ξύλινο, αρχαίο άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδος (εικ.17), που ενσάρκωνε τη θεία δύναμη που κατοικούσε στην Ακρόπολη και ήλεγχε την πόλη. Το Ερέχθειο διαδέχθηκε ένα μικρό ναΐσκο που είχε στεγάσει μετά τα Περσικά το άγαλμα που πριν από την καταστροφή ήταν ιδρυμένο μέσα στον αρχαίο ναό του 6ου π.Χ. αιώνα. Το Ερέχθειο στέγαζε επίσης τον Βωμό του Ποσειδώνος και του Ερεχθέως (εικ.18). Είδαμε ότι ο Ποσειδών ως κύριος των υδάτων της θάλασσας αλλά και των εγκάτων της γης – γαιήοχο τον αποκαλούσαν – μπορεί στο μύθο να έχασε από την Αθηνά, με την Ερεχθηίδα όμως θάλασσά του έμεινε κι αυτός συνιδιοκτήτης του βράχου της Ακρόπολης, μένοντας μέσα στη γη της. Αν θυμηθούμε και τον Αλιρρόθιο βλέπουμε ότι ο θεός κράτησε εδώ τη χθόνια πλευρά της υπόστασής του. Γι’ αυτό συνδυάσθηκε με τον Ερεχθέα, που αποτυπώθηκε αργότερα στο μύθο ως γιός του γεννημένου από τη γη Εριχθονίου, για τον οποίο θα μιλήσουμε αμέσως. Όπως δείχνει και το όνομά του (αυτός που ρηγνύει, σχίζει τη γη, από το ρήμα ερέχθω) ο Ερεχθεύς ταυτιζόταν με τον Εριχθόνιο, που το όνομά του σημαίνει τον πολύ, τον δυνατό χθόνιο. Στην Ιλιάδα του Ομήρου ο Ερεχθεύς είναι ο Εριχθόνιος. Οι σχετικοί στίχοι σε μετάφραση είναι οι ακόλουθοι: Εκείνοι πάλι είχαν την Αθήνα, την καλοχτισμένη πολιτεία, το Δήμο του μεγαλοπρεπή Ερεχθέα, που γεννημένο από την εύφορη γη τον ανάθρεψε η Αθηνά, η κόρη του Δία, και τον εγκατέστησε στην Αθήνα, στον πλούσιο ναό της, όπου οι νέοι των Αθηναίων τον εξευμενίζουν θυσιάζοντάς του κάθε χρόνο αρνιά και ταύρους. Ο μύθος του Εριχθονίου, όπως διαμορφώθηκε στην κλασική παράδοση, παρουσιάζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αναγεννητική λειτουργία της Αθηνάς και τον χαρακτήρα της πανάρχαιης λατρείας που στέγασε το Ερέχθειο. Η Αθηνά επισκέφθηκε τον Ήφαιστο για να παραγγείλει όπλα (εικ.19). Ο κουτσός θεός, παρακινημένος από τον Δία, επιχείρησε να κάνει έρωτα με την Αθηνά. Η θεά προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά το σπέρμα του ορμητικού Ηφαίστου έπεσε πάνω στην μηρό της. Η Αθηνά σφούγγισε αποτροπιαστικά το σπέρμα με ένα κομμάτι μαλλί και το πέταξε στη γη. Από αυτό όμως η γη γονιμοποιήθηκε, και έβγαλε από τα σπλάγχνα της, γέννησε, τον Εριχθόνιο. Η Αθηνά ανέλαβε τότε να τον αναθρέψει. Στις αρχαίες παραστάσεις, που είναι πολλές, η θεοποιημένη Γη βγαίνει, ανέρχεται, από τη γη, και παραδίδει το παιδί Εριχθόνιο στην Αθηνά για να το αναθρέψει (εικ.20). Η Αθηνά ταυτίζεται με τη Γη ως μητέρα, γονιμοποιός και γόνιμη, χθόνια και υπέργεια (εικ.21).
Το παιδί της Αθηνάς-Γης, ο Εριχθόνιος-Ερεχθεύς, στις παραστάσεις αυτές έχει φυσιολογική ανθρώπινη μορφή. Όμως η συνέχεια του μύθου υπογραμμίζει με σαφήνεια τη χθόνια προέλευσή του. Η Αθηνά από ντροπή για το αθέλητο τέκνο της έκρυψε μυστικά από τους θεούς το παιδί σε ένα ψάθινο κιβώτιο, μια κίστη. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η κίστη ήταν το σκεύος που περιείχε τα άρρητα αντικείμενα κατά τις μυστηριακές τελετές. Την κίστη λοιπόν με το περιεχόμενό της το έδωσε η Αθηνά στις τρεις κόρες του Κέκροπος, του πρώτου βασιλιά της Αθήνας με τη ρητή εντολή να μην την ανοίξουν. Και για τον Κέκροπα, τον πατέρα τους, έλεγαν ότι γεννήθηκε από το έδαφος, τη γη της Αττικής, η οποία μάλιστα ονομάσθηκε τότε από το όνομά του Κεκροπία, όπως την είδαμε να αναφέρεται στην παράσταση του ιερού αρότου (εικ.22). Ως γέννημα της γης τον φαντάζονταν μισό άνθρωπό και μισό φίδι. Οι κόρες του πάλι, που ανέλαβαν τη φύλαξη του Εριχθονίου, λέγονταν Άγραυλος, Έρση και Πάνδροσος (εικ.23). Τα ονόματά τους είναι χαρακτηριστικά πρώτον του ότι τα τρία αυτά μυθικά πρόσωπα ήταν παραλλαγές μιας θείας ουσίας, και δεύτερον ότι η ουσία αυτή ήταν η γονιμοποίηση της γης. Ή άγραυλος είναι αυτή που διατρίβει στους αγρούς, η έρση είναι η πρωινή δροσιά, και η πάνδροσος είναι η ολόδροση, αυτή που χαρίζει όλη την απαραίτητη για τα γεννήματα υγρασία. Είναι σαφές λοιπόν ότι οι τρεις κόρες του γεννημένου από τη γη Κέκροπος αντιπροσώπευαν το γονιμοποιητικό και το αναγεννητικό στοιχείο της φύσης αναλαμβάνοντας στο μύθο τον ρόλο της γενικότερα γνωστής ως παρθένος Αθηνάς. Αυτό γίνεται σαφές και από το γεγονός ότι μητέρα των κορών ήταν μια πρώτη Άγραυλος, η μητέρα και η πρώτη κόρη είχαν το ίδιο όνομα, συμβολίζοντας μια αναγέννηση. Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν η Έρση και η Άγλαυρος από περιέργεια παράκουσαν τη θεά και άνοιξαν την κίστη (εικ.24). Βλέποντας να ξεπροβάλλει από εκεί ένα φίδι, ή ο Εριχθόνιος τριγυρισμένος με φίδι – η χθόνια μορφή του γεννώμενου θεού – τρόμαξαν και χτυπημένες από τρέλα που η Αθηνά τους έστειλε ως τιμωρία, αυτοκτόνησαν πέφτοντας από το βράχο της Ακρόπολης. Μόνο η Πάνδροσος που τήρησε την εντολή της Αθηνάς έμεινε ως τροφός του Εριχθονίου μέσα στο ναό της θεάς. Και στο σημείο αυτό του μύθου βλέπουμε το θάνατο (Έρση-Άγραυλος) και τη συνέχεια της ζωής (Πάνδροσος) που μοιράστηκαν οι τρείς κόρες.
Η μυθική διήγηση αποτυπωνόταν στις θρησκευτικές εγκαταστάσεις της Ακρόπολης, οι οποίες εξυπηρετούσαν τη λατρεία που επένδυαν οι μύθοι. Ο αρχαίος ναός, και ασφαλώς πιο παλιά το μυκηναϊκό ανάκτορο, ο πυκινός δόμος Ἐρεχθῆος του Ομήρου (εικ.25), και κατόπιν το Ερέχθειο (εικ.26) ήταν η έδρα της Αθηνάς, ενσάρκωσης της πόλης, της Αθηνάς Πολιάδος. Εκεί βρισκόταν ο τάφος του Ερεχθέως (εικ.27), όπου όμως θεωρούσαν ότι κατοικεί και ο ιερός όφις, δηλαδή, όπως είδαμε, ο αναγεννώμενος Ερεχθεύς-Εριχθόνιος. Δίπλα στον τάφο του Ερεχθέως βρισκόταν το ίχνος από τον κεραυνό του Διός που τον σκότωσε σύμφωνα με τον μύθο κατά παράκληση του Ποσειδώνα, του οποίου ο Ερεχθεύς είχε σκοτώσει τον γιο του Εύμολπο στον πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. Το ότι το σύμπλεγμα αυτό τάφου και ίχνους κεραυνού ήταν ένα άγιο μαρτύριο της αναγεννητικής παρουσίας του θείου στην Ακρόπολη που εξασφάλιζε την δύναμη και την μακροημέρευση της πόλης δείχνει η σχετική παράδοση ότι οι κόρες του Ερεχθέως, η Χθονία και η Πρωτογένεια, θυσιάστηκαν μετά από σχετικό χρησμό από τον πατέρα τους για να κερδίσει τη μάχη κατά των Ελευσινίων. Χθονία και Πρωτογένεια: οι δυό όψεις του αναγεννώμενου, λυτρωτικού θείου όντος, της ίδιας της Φύσης. Γιατί Πρωτογένεια, η πρώτη που γεννά ή γεννιέται, παράγει μόνη, χωρίς γάμο τη ζωή, αφού το οποιοδήποτε αρσενικό που θα την γονιμοποιούσε θα έπρεπε να έχει γεννηθεί πριν από τη δική της γέννα. Η Χθονία λοιπόν και η Πρωτογένεια, η κρυμμένη στη γη δύναμη της Φύσης από τη μια, και η εκδήλωσή της στο φως, η άνοδός της από την άλλη. Το σημείο στο οποίο χτυπήθηκε ο Ερεχθεύς από τον κεραυνό διατηρήθηκε ορατό μέσα στο δάπεδο της βόρειας πρόστασης του Ερεχθείου. Μάλιστα πάνω από το ίχνος του κεραυνού υπήρχε άνοιγμα στη στέγη της πρόστασης, ώστε ο δρόμος της θείας επέμβασης να μη διακοπεί. Το φρεάτιο με το ίχνος του κεραυνού δίπλα στον τάφο του μαρτυρούσε την αθανασία του Ερεχθέα. Γιατί ο Ερεχθεύς ήταν ένας διόβλητος, ένας χτυπημένος από τον Δία. Και, όπως λέει ο Πλούταρχος στο Συμπόσιο των Επτά Σοφών, όλοι γνωρίζουμε πως οι διόβλητοι, δεν αποσυντίθενται. Γι’ αυτό δεν τους καίνε και δεν τους θάβουν, αλλά τους περιφράσσουν, ώστε το σώμα τους να φαίνεται σε κατάσταση αιώνιας αφθαρσίας. Πάνω στο μαρτύριο του κεραυνού υπήρχε βωμός, που ονομαζόταν του θυηχόου, δηλαδή ενός ιερέα που προσέφερε αναίμακτες θυσίες, υγρούς χυμούς, χοές και ψωμάκια. Τέτοιες θυσίες ξέρουμε ότι προσφέρονταν στους χθόνιους θεούς, και ήταν κατεξοχήν θεοί που κατοικούσαν και έβγαιναν από τη γη αυτοί τους οποίους στέγαζε το Ερέχθειο. Βορειότερα υπήρχε ο τάφος του επίσης ανθρώπου και δράκοντα Κέκροπα, ο οποίος στο τέλος του 5ου αιώνα προσαρμόσθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του Ερεχθείου και αναδείχθηκε με την πρόσταση των Καρυατίδων.
Αμέσως δίπλα στο Ερέχθειο, στα δυτικά του, εκτεινόταν το υπαίθριο ιερό της Πανδρόσου (εικ.28), που είδαμε ότι ήταν αυτή που ανέθρεψε δίπλα στην Αθηνά τον Εριχθόνιο, αντιπροσώπευε επομένως την αναγεννητική πλευρά της μητέρας θεάς. Γι’ αυτό και μέσα στο τέμενός της βρισκόταν η πρώτη στον κόσμο ελιά της Αθηνάς. Δύο αγγειογραφίες δείχνουν αυτήν ακριβώς την ταυτότητα της Πανδρόσου και του τεμένους της (εικ.29): Ένας κρατήρας στο Los Angeles δείχνει μέσα στο Πανδρόσειο, που αναγνωρίζουμε από την θαλερή ελιά, ένα παιδί να στρέφεται προς ένα φίδι, που είναι ίσως το αναφερόμενο από τις πηγές παιδί που «τάιζε» το ιερό φίδι, αλλά μπορεί να είναι και ο ίδιος ο Εριχθόνιος, την Πάνδροσο να παρακολουθεί ήρεμη και τις άλλες δυο κόρες του Κέκροπος να φεύγουν έκπληκτες προς τα δεξιά, ενώ η Αθηνά δίπλα στην Πάνδροσο τους δείχνει την τιμωρία τους, να πέσουν δηλαδή από την Ακρόπολη. Το δεύτερο αγγείο, στο Adolphseck της Γερμανίας, δείχνει τον Κέκροπα και την Αθηνά, πάλι με φόντο την ελιά, να κάνουν προσφορές στην κίστη στην οποία βρίσκεται ο Εριχθόνιος, ενώ δίπλα η Αφροδίτη κρατεί τα όπλα της Αθηνάς.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο μας οδηγεί αμέσως στη λατρευτική πράξη η οποία τελούσε, δηλαδή παρίστανε, επαναλάμβανε μυστηριακά, τη γέννηση του Εριχθονίου και την πρόκληση των αγαθών την οποία αυτή επέφερε. Στα δυτικά του Ερεχθείου και του Πανδροσείου, σε ένα χαμηλότερο επίπεδο (εικ.30), εκτεινόταν το Αρρηφόριο, ο χώρος των αρρηφόρων. Οι αρρηφόροι – η λέξη σημαίνει αυτές που έφεραν, μετέφεραν άρρητα, μυστικά πράγματα – ήταν τέσσερα κορίτσια ηλικίας 7-11 ετών και επιλέγονταν από επιφανείς οικογένειες της πόλης. Εγκαθίσταντο στο Αρρηφόριο στο τέλος του μήνα Πυανεψιώνα, δηλαδή πριν τα μέσα Νοεμβρίου και έμεναν εκεί μέχρι την γιορτή των αρρηφορίων που γινόταν στην αρχή του μήνα Σκιροφοριώνα, δηλαδή στο τέλος Μαΐου. Το Αρρηφόριο διέθετε έναν οίκο, στα δυτικά του μια αυλή πιθανώς στεγασμένη με στοά, και στα ανατολικά του έναν ακόμα ανοικτό χώρο, που ήταν πιθανώς η σφαιρίστρα των πηγών, εκεί δηλαδή που τα κορίτσια έπαιζαν τελετουργικά μπάλα. Στη δυτική αυλή βρισκόταν το στόμιο της μυστικής καθόδου στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, που τη μυκηναϊκή εποχή οδηγούσε βαθιά σε πηγή, και που στα χρόνια των αρρηφόρων το ανώτερο τμήμα της ήταν σε χρήση και έβγαζε στα πόδια του βράχου.
Οι αρρηφόροι κατά το διάστημα της παραμονής τους στην Ακρόπολη ύφαιναν μαζί με τις εργαστίνες τον πέπλο της Αθηνάς. Την ημέρα της γιορτής των Αρρηφορίων, που ονομαζόταν χαρακτηριστικά και Έρση, δύο από αυτές – όπως δυο ήταν και οι κόρες του Κέκροπος που έπεσαν από την Ακρόπολη – μετέφεραν μέσα σε κίστη ιερά τελετουργικά αντικείμενα μέσα από την υπόγεια δίοδο από το Αρρηφόριο στο ιερό της Αφροδίτης και του Έρωτα στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης (εικ.31). Εκεί άφηναν τα ιερά αντικείμενα και έπαιρναν άλλα, τα οποία ανέβαζαν στην Ακρόπολη, όπου τα παραλάμβανε η ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδος. Τα αντικείμενα μέσα στην κίστη ήταν μυστικά, δεν τα ήξεραν κατά τον ιερό λόγο ούτε οι αρρηφόροι ούτε η ίδια την ιέρεια. Η εορτή τέλειωνε με την αποδέσμευση των κοριτσιών και την αντικατάστασή τους για την επόμενη γιορτή με νέα κορίτσια. Η μιμητική και συγχρόνως μαγικά ενεργητική επανάληψη της διαδικασίας γέννησης του Εριχθονίου σ’ αυτή τη μυστική γιορτή δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη: Κάθοδος μέσα από τη γη της κίστης, όπου ο χθόνιος Εριχθόνιος τελετουργικά βρισκόταν, στο ιερό της Αφροδίτης και τού Έρωτα, στις θεότητες δηλαδή που ελέγχουν οποιαδήποτε γέννηση. Και στη συνέχεια άνοδος της κίστης με το ανανεωμένο περιεχόμενό της και με κορίτσια με όλη τη νιότη μπροστά τους. Κάπου μεταξύ Πανδροσείου και Αρρηφορίου υπήρχε βωμός της Γης Κουροτρόφου, αυτής δηλαδή που ανατρέφει παιδιά, άλλο ένα μέρος της λατρείας που ταύτιζε την Αθηνά με την μητέρα γη της Ακρόπολης και κατ’ επέκταση της Αθήνας
Η άμεση σχέση της Αθηνάς Πολιάδος με τη μυστική τελετή των Αρρηφορίων που συμπύκνωνε ολόκληρη τη θεία της οντότητα τονίσθηκε ιδιαίτερα από τους Αθηναίους όταν μετά την Περσική καταστροφή αναμόρφωσαν την πόλη τους (εικ.32). Μέλη από τον θριγκό του καταστραφέντος αρχαίου ναού της θεάς εντάχθηκαν διατεταγμένα κανονικά στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης ορίζοντας ακριβώς τον χώρο του Αρρηφορίου και προβάλλοντας προς την Αγορά την σημασία του για την πόλη. Όμως και στο ίδιο το Ερέχθειο, που προβαλλόταν στην Αγορά πάνω από το τείχος, πρέπει να γίνονταν νυκτερινές τελετές που το μήνυμά τους μεταδιδόταν στην πόλη (εικ.33). Ο Αλέκος Παπανικολάου απέδειξε ότι τα τρία σχισμοειδή ανοίγματα στο νότιο και το βόρειο τοίχο του Ερεχθείου σχεδιάστηκαν και κατασκευάσθηκαν με την αρχική μορφή του κτιρίου και ότι ο σκοπός τους ήταν να εκπέμπουν κάποιο φωτεινό σήμα κατά τη νύκτα. Τα ανοίγματα αυτά επαναλαμβάνονται στο τείχος απέναντι από τη βόρεια πλευρά του κτιρίου (εικ.34), ώστε αντίστοιχο σήμα να εκφεύγει προς την πόλη. Ο θεατρικός χώρος που παρεμβαλλόταν μεταξύ του Ερεχθείου και του τείχους σ’ αυτό το σημείο καθιστά βέβαιη την τέλεση νυκτερινής τελετής στον χώρο, κατά την οποία φωτεινά σήματα στέλλονταν προς την πόλη. Πιθανότατα η νυκτερινή αυτή τελετή ήταν η Παννυχίς, η οποία γινόταν τη νύχτα της παραμονής των Μεγάλων Παναθηναίων, παραμονή δηλαδή της 28ης Εκατομβαιώνος, με το σημερινό ημερολόγιο Ιουλίου, ημέρας γέννησης της Αθηνάς.
Για οικονομία χρόνου παραλείπω άλλες δευτερεύουσες λατρείες στο χώρο του Ερεχθείου και σχετιζόμενες με την Ακρόπολη γιορτές της Αθηνάς, όπως τα Καλλυντήρια και τα Πλυντήρια, κατά τα οποία εκδυόταν το άγαλμα της Πολιάδος, πλυνόταν στο Φάληρο και ξαναντυνόταν στο ναό της θεάς, ή τα Σκιροφόρια, κατά τα οποία γινόταν μεγάλη πομπή από την Ακρόπολη στο Σκίρον, στην Ιερά οδό για την αποτροπή των καυμάτων του θέρους. Θα αναφέρω μόνο την παρουσία του Ηφαίστου μέσα στο Ερέχθειο (εικ.35), ο οποίος διέθετε σ’ αυτό βωμό και θρόνο για τον ιερέα του. Μη ξεχνάμε ότι ο Ήφαιστος ήταν αυτός που έσπειρε τον Εριχθόνιο, αλλά και αυτός που εξεμαίευσε την Αθηνά από το κεφάλι του Διός, ανοίγοντάς το με ένα πέλεκυ (εικ.36). Το σκεύος αυτό έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο και σε άλλη μια λατρεία πάνω στην Ακρόπολη. Στα ανατολικά του Ερεχθείου υπήρχε το ιερό του Διός Πολιέως, ένας ευρύχωρος περίβολος με ναΐσκο και βωμό, στον οποίο μέχρι τουλάχιστο τον 5ο αιώνα φυλάσσονταν τα βόδια των θυσιών. Στο ιερό αυτό κατά την γιορτή των Διιπολίων, δηλαδή τη γιορτή του Διός Πολιέως, αντίστοιχου προφανώς προς την Αθηνά προστάτη της πόλης, γινόταν μια περίεργη θυσία που ονόμαζαν Βουφόνια. Τοποθετούσαν πάνω στον βωμό άχυρο από τη συγκομιδή του ιερού αρότου που προσέλκυε το ζώο της θυσίας να πλησιάσει στο θυσιαστήριο και εκεί ο ιερέας, που τον αποκαλούσαν βουφόνο, σκότωνε το θύμα με πέλεκυ. Αμέσως μετά έριχνε τον πέλεκυ και έφευγε τρέχοντας. Κατόπιν γινόταν δίκη του εργαλείου για τον φόνο, ο πέλεκυς καταδικαζόταν και ριχνόταν στη θάλασσα. Αυτό, έλεγαν γινόταν σε ανάμνηση ενός γεγονότος που συνέβη την εποχή του Ερεχθέως, όταν κατά την τέλεση κάποιας θυσίας ένα βόδι έφαγε το πόπανο της προσφοράς και ο ιερέας το σκότωσε, ενώ τότε απαγορεύονταν οι αιματηρές θυσίες. Ο ιερέας δραπέτευσε και επειδή δεν βρισκόταν οι πολίτες καταδίκασαν τον πέλεκυ που έκανε το φόνο. Κάποιες εικονιστικές παραστάσεις από την αρχαιότητα αναφέρονται στην περίεργη αυτή λατρεία (εικ.37). Στο εντοιχισμένο στη Μικρή Μητρόπολη αρχαίο ανάγλυφο ημερολόγιο εικονίζεται ως σύμβολο του μήνα Σκιροφοριώνα ο βουφόνος με τον πέλεκυ και το βόδι. Σε μια οινοχόη πάλι επάνω σε βωμό που μοιάζει με τράπεζα – και οι αρχαίες πηγές αναφέρουν όντως τον βωμό στο ιερό του Πολιέως ως χαλκή τράπεζα – έχει ανέβει ένα βόδι για να φάει την τοποθετημένη εκεί τροφή και να προκαλέσει έτσι τον θυσιασμό του. Γύρω του κυκλοφορούν τα άλλα βόδια. Σχολιάζοντας τη λατρευτική αυτή πράξη και το μύθο της επισημαίνουμε ότι η «εκούσια» προσέλευση του θύματος στη θυσία και η απαλλαγή του θύτη από το μίασμα ενός θανάτου που όμως έπρεπε να γίνει για να κινηθεί ο ανανεωτικός κύκλος της ζωής, αυτή η εκούσια θυσία παραπέμπει άμεσα στο περιεχόμενο που αντιπροσώπευαν οι λατρείες της Αθηνάς στις οποίες προαναφερθήκαμε. Είναι χαρακτηριστική σχετικά η τελευταία πράξη της παράξενης αυτής θυσίας: Η προβιά του θυσιασμένου ζώου παραγεμιζόταν μετά, έτσι ώστε να διατηρηθεί η μορφή που αυτό είχε στη ζωή (ανανέωση). Το άσπρο βόδι που εμφανίζεται στο αγγείο μας μπροστά στο βωμό είναι πιθανότατα το παραγεμισμένο τομάρι του θύματος του προηγούμενου έτους.
Οι ίδιοι οι Αθηναίο έλεγαν ότι η θυσία αυτή ήταν η αρχαιότερη του τόπου τους. Και πράγματι, τόσο ο πέλεκυς, όσο και η τράπεζα ως βωμός παραπέμπουν σε προϊστορικές τελετές, όπως αυτές που εμφανίζονται επάνω σε κρητικές και μυκηναϊκές σφραγίδες. Όπως η Αθηνά Πολιάς κυκλοφορούσε στο Ομηρικό παλάτι του Ερεχθέα έτσι και ο Ζευς Πολιεύς είχε τις ρίζες του στη Μυκηναϊκή Ακρόπολη. Το ίδιο το όνομα της Αθηνάς φαίνεται να έχει προσωποποιήσει, καλύτερα να έχει θεοποιήσει, τη γη τη Αθήνας. Το όνομα Αθήνη, όπως την αποκαλεί ο Όμηρος, φαίνεται να είναι προϊστορικό τοπωνύμιο, όπως τα Μυκήνη, Παλλήνη, Κυλλήνη κλπ. Από αυτό πήρε το όνομά της η θεά. Οι θεοί της Ακρόπολης ήταν η ενσάρκωση της ζωοδότριας αθηναϊκής γης. Μια παράσταση σε αττική λήκυθο (εικ.38) από τις αρχές της δημοκρατίας στην Αθήνα, περί το 500 π.Χ., υπαινίσσεται ίσως αυτή την ταύτιση των θεών της Ακρόπολης με τη γη της Αθήνας: Παρουσιάζει την Αθηνά να ανέρχεται, κατά το γνωστό μας ήδη τρόπο, ως προτομή από τη γη μαζί με ένα αρσενικό θεό, τον Δία μάλλον ή τον Ήφαιστο, ανάμεσα σε σατύρους οι οποίοι κρατούν λαμπάδες, άρα σε ένα νυχτερινό, μυστικό περιβάλλον.
Ως ταυτιζόμενες με τη γη της Αθήνας οι κύριες αυτές θεότητές της την προστάτευαν φυσικά και από τους εχθρούς της. Έτσι βρίσκουμε την Αθηνά εγκατεστημένη από τον 6ο τουλάχιστον π.Χ. αιώνα στη θέση του πύργου που προστάτευε την είσοδο της Μυκηναϊκής ακρόπολης (εικ.39). Και έτσι η αθηναϊκή πόλη-κράτος από νωρίς προέβαλε την Πρόμαχο Αθηνά, η οποία, παραμένοντας πάντα νέα, Παρθένος, είχε κύριο μέλημα τα όπλα και την προάσπιση της Αθήνας. Αυτή την πλευρά της Αθηνάς την μαχητική Παρθένο και Πρόμαχο (εικ.40) προέβαλε η πόλις-κράτος με τα νομίσματά της, τα αγάλματά της και κυρίως με ένα μεγάλο ναό γι’ αυτή την υπόσταση της θεάς, που φρόντισε από νωρίς τον 6ο π.Χ. αι. να στήσει στην Ακρόπολη στα νότια του ναού της Πολιάδος. Η Πρόμαχος και Παρθένος θεά αποτέλεσε τον άλλο, πιο προβεβλημένο πόλο της λατρείας της στην Ακρόπολη. Ο μέγας βωμός, στα βορειοανατολικά του Παρθενώνα αποτελούσε το θυσιαστήριό της (εικ.41). Και αυτή η περιοχή του μεγάλου βωμού σημάνθηκε στο βόρειο τείχος με τον εντοιχισμό των μελών από τον πρόδρομο του Παρθενώνα, που είχε ημιτελής καταστραφεί κατά τα Περσικά.
Η μορφή και η λειτουργία του κλασικού Παρθενώνος, που ήταν ο διάδοχος εκείνου του ναού είναι λίγο πολύ σε όλους μας γνωστή. Για τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο, που οπωσδήποτε αποσκοπούσε να συμπυκνώσει τη θρησκευτική και πολιτική ταυτότητα της Αθήνας, ιδιαίτερα για την ερμηνεία του θέματος της ζωφόρου, έχουν διατυπωθεί και διατυπώνονται πολλές ερμηνείες. Γι’ αυτό δεν θα κουράσω περισσότερο σχολιάζοντάς τις και θα περιορισθώ σε μια μόνο παρατήρηση, που νομίζω συνοψίζει όσα είπαμε απόψε. Η άποψη ότι η ζωφόρος απεικονίζει την πραγματική πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια είναι, πιστεύω, αυτή που στηρίζεται στις πιο στέρεες ενδείξεις. Η Erika Simon παρατήρησε ότι στη βόρεια πλευρά προχωρεί το ιερότερο μέρος της πομπής (εικ.42). Εκτός της κανηφόρου που έχει γυρίσει στην ανατολική πλευρά προς τη συνάθροιση των θεών, των σκαφηφόρων και των υδριαφόρων, τα ζώα που οδηγούνται εδώ για θυσία είναι και αγελάδες και προβατίνες. Το στοιχείο αυτό παραπέμπει σε θυσίες προς τις θεές του Ερεχθείου, γιατί σύμφωνα με επιγραφές για κάθε μια αγελάδα που θυσιαζόταν στην Αθηνά έπρεπε μια προβατίνα να προσφέρεται στην Πάνδροσο. Αυτή τη θυσία μας τη δείχνει και μια παράσταση σε αττική υδρία (εικ.43), όπου μέσα σε ιερό δίπλα στο βωμό στέκονται αγελάδα και προβατίνα παρουσία της γλαύκας της Αθηνάς. Στις επιγραφές για τα Παναθήναια γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στα θύματα που προσφέρονταν στον μεγάλο βωμό, αυτόν της Παρθένου (εικ.43) και εκείνων που προσφέρονταν στον αρχαίο ναό που αντικαταστάθηκε από το Ερέχθειο. Το κρέας των πρώτων δινόταν στους ιερείς και τους άρχοντες, ενώ των δεύτερων μοιραζόταν στο λαό. Στη νότια ζωφόρο η πομπή των ιππέων και των θυμάτων (μόνο αγελάδες) αντιστοιχεί περισσότερο σ’ αυτή την πιο κοσμική άποψη της Παρθένου θεάς, αντίθετα με το ιερατικό κλίμα που επικρατεί στη βόρεια, στραμμένη προς το Ερέχθειο πλευρά. Είναι επομένως πολύ ελκυστική η πρόταση της Simon να συμπεράνουμε από όλα αυτά, ότι η πομπή των Παναθηναίων μπαίνοντας στην Ακρόπολη μοιραζόταν στα δύο, ένα τμήμα που κατευθυνόταν προς το Ερέχθειο, αυτό που εικονιζόταν στη βόρεια ζωφόρο και ένα άλλο, που πήγαινε στον Μεγάλο Βωμό της Αθηνάς Παρθένου, αυτό που παρουσιαζόταν στη νότια ζωφόρο. Φυσικά στην ουσία τους οι δύο πόλοι της θυσίας συνδέονταν άρρηκτα. Μη ξεχνάμε ότι οι αρρηφόροι έπλεκαν μαζί με τις εργαστίνες τον πέπλο που προσέφεραν στα Παναθήναια στη θεά, και ότι η ίδια η γιορτή τιμούσε τη γέννηση της θεάς.
Η Αθηνά λοιπόν που γεννήθηκε από την Μήτιδα, την πρόνοια δηλαδή και τη μέριμνα, με την οποία αρχίσαμε απόψε, έγινε η θεά η Αθηνών μεδέουσα. Γιατί και το ρήμα μέδω, μεδέω, σήμαινε φροντίζω, προστατεύω, κυβερνώ. Η Αθηνά κυβερνούσε την Αθήνα γονιμική και μαχητική, εξασφαλίζοντάς της την ευφορία της γης για μια εύπορη ζωή, αλλά και την ασφάλεια του χώρου και των θεσμών της.
Δείτε στη συνέχεια την αναλυτική παρουσίαση με το εικονογραφικό υλικό:
Αθηνά Αθηνών μεδέουσα-Παρουσίαση σε pdf