«ΕΒΡΟΣ-ΜΕΤΑ». Ξεκινά η υλοποίηση της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης του Έβρου
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Επελέγη ο ανάδοχος για τον νέο μεγάλο οδικό άξονα Στροφυλιά – Ιστιαία
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Ξεκίνησε η αναδάσωση με μαύρη πεύκη για το Νέο Δάσος στην περιοχή αρμοδιότητας του Δασαρχείου Λίμνης
Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα
Πλαίσιο: μη κερδοσκοπική εταιρεία Διάζωμα
Ημέρα επίσκεψης 30 Μαρτίου 2015 Τάξη Β΄ Γυμνασίου 4ο Γυμνάσιο Νεάπολης.
Κατά τη διάρκεια της κλασικής εποχής (499 – 323π.Χ) η Αθήνα κυριαρχεί σε όλους τους τομείς και η αττική διάλεκτος υιοθετείται από όλες τις ελληνικές πόλεις. Τον 5ο αιώνα π. Χ γεννιούνται δύο είδη που έμελλαν να επιζήσουν σε όλες τις λογοτεχνίες μέχρι σήμερα: η Ιστορία και το Θέατρο. Η σημερινή επίσκεψη έχει να κάνει με το δεύτερο, το θέατρο και συγκεκριμένα με κάποια είδη του την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα. Επιπλέον, η σημερινή επίσκεψη στόχο έχει να αναδείξει το ίδιο το κτίριο του θεάτρου.
Η γέννηση της τραγωδίας
Η τραγωδία, δημιούργημα καθαρά ελληνικό, γεννήθηκε στην Αθήνα κατά την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας και είναι συνδεδεμένη με την πολιτική ζωή και την ανάπτυξη της δράσης του πολίτη. Οι διδασκαλίες δραμάτων στην Αθήνα όπως και οι αθλητικοί αγώνες, απέκτησαν μεγάλη σημασία για τους θεατές, γιατί ήταν διαγωνισμοί κατορθωμάτων μπροστά στα μάτια της κοινότητας και εξέφραζαν το αγωνιστικό πνεύμα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας και τον πολιτικό χαρακτήρα της δημοκρατικής πόλης των Αθηνών. Ως θεατρικό είδος από την αρχαιότητα ακόμη γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Σήμερα όταν μιλάμε για τραγωδία αναφερόμαστε αποκλειστικά στα 32 σωζόμενα έργα των 3 μεγάλων τραγικών, 7 του Αισχύλου, 7 του Σοφοκλή και 18 του Ευριπίδη.
Θεματική
Στην Αθήνα της κλασικής εποχής κυριαρχεί το ηρωικό πνεύμα και οι τραγωδίες είναι παραστάσεις όπου ο ηρωικός άνθρωπος συγκρούεται με τη Μοίρα, την Ανάγκη, τη θεία δικαιοσύνη. Το σχήμα άτη – ύβρη – νέμεση – τίση αποτελεί το ηθικό υπόβαθρο της τραγωδίας. Η ύβρη οδηγεί στον όλεθρο, προκαλεί τη θεϊκή τιμωρία και έτσι επανέρχεται η τάξη με το θρίαμβο της δικαιοσύνης.
Οι συγγραφείς τραγωδιών αντλούν τα θέματά τους από την ανεξάντλητη πηγή των μύθων, τους οποίους συχνά συνδέουν με τη σύγχρονη επικαιρότητα και τους καθιστούν φορείς των προβληματισμών τους. Οι ποιητές απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό που συγκεντρωνόταν στο χώρο του θεάτρου για μία επίσημη εκδήλωση και προσπαθούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του πολίτη.
Γνωρίσματα της τραγωδίας
Το είδος αυτό τόνιζε τις έντονες και οδυνηρές πλευρές της ζωής και πραγματευόταν προβλήματα συνείδησης με κατάληξη βίαιη, πένθιμη και ένα ηθικό μήνυμα. Η τραγωδία στην εξελιγμένη μορφή της παρουσιάζει την εξής δομή:
Η επιρροή της τραγωδίας στις μέρες μας
Ανά τους αιώνες η τραγωδία επηρέασε σπουδαίους στοχαστές και ανθρώπους του πνεύματος όπως τον Γκαιτε, τον Έγκελς τον Μάρξ, οι οποίοι έβρισκαν στις αρχαίες τραγωδίες αστείρευτη πηγή σκέψεων. Σήμερα 25 αιώνες μετά παραστάσεις τραγωδίας δίνονται σε όλο τον κόσμο και από ξένους συντελεστές ( Πίτερ Χολ Αγγλία, Πέτερ Στάιν Γερμανία, Ρόμπερτ Γουίλσον Αμερική, Ταντάσι Σουζούκι Ιαπωνία). Σε όλο σχεδόν τον κόσμο παίζονται έργα του Σοφοκλή, του Αισχύλου και του Ευριπίδη. 25 αιώνες μετά αξιόλογοι δημιουργοί εμπνέονται από την αρχαία τραγωδία και δανείζονται από τους Έλληνες τους τίτλους, τα θέματα, τις υποθέσεις και τα πρόσωπα. Στα έργα αυτά δε βρίσκουμε τους εκφραστικούς τρόπους και την ιδιότυπη δομή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ωστόσο, η αναβίωση της τραγωδίας με οποιαδήποτε μορφή και η αναμφισβήτητη επικαιρότητά της αποδεικνύουν πως είναι ένα λαμπρό δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος. Στην Ελλάδα η αναβίωση της τραγωδίας έγινε με τις Δελφικές γιορτές και τις προσπάθειες του ζεύγους Σικελιανού, ενώ αυτοί που ανέδειξαν την αρχαία τραγωδία είναι ο Κάρολος Κουν και ο Δημήτρης Ροντήρης.
Το Σατυρικό δράμα
Το Σατυρικό δράμα είναι είδος δραματικής ποίησης αποκλειστικά ελληνικό που δημιουργήθηκε αλλά και καλλιεργήθηκε παράλληλα με τα άλλα δύο είδη του δράματος, την Τραγωδία και την Κωμωδία. Το όνομα του είδους αυτού προήλθε από τον χορό του δράματος αυτού που αποτελείτο από ηθοποιούς υποδυόμενους Σατύρους τους οποίους οδηγούσε ο Σειληνός. Έχει αστείο περιεχόμενο. Λειτουργούσε ως μέσο ανακούφισης των θεατών από την ένταση και της αγωνία της τραγικής τριλογίας, αφού το όλο θέαμα τελείωνε με κάτι εύθυμο και ευχάριστο που προκαλούσε το γέλιο.
Η κωμωδία
Η κωμωδία είχε επίσης αστείο περιεχόμενο, αλλά κύριο γνώρισμά της ήταν ο πολιτικός της χαρακτήρας, δηλαδή η παρουσίαση επί σκηνής επίκαιρων κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων, ιδιαίτερα δύο κεντρικών: πόλεμος και ειρήνη, κρίση του θεσμού της πόλης. Η αθηναϊκή δημοκρατία είχε δώσει στον ποιητή το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Μπορούσε άνετα να σατιρίζει τους άρχοντες της πόλης, χωρίς να φοβάται μήπως τον καταγγείλουν για συκοφαντία ή εξύβριση γιατί τον προστάτευε ο ιερός νόμος του Διόνυσου. Η σάτιρα αυτή είχε στην αρχή σκοπό να διασκεδάσει το ακροατήριο. Στη συνέχεια όμως συνέβαλε στη βελτίωση της πολιτείας στηλιτεύοντας κάθε παρανομία και ασκώντας οξύτατη κριτική στα πολιτικά πράγματα και σε όσους τα διαχειρίζονταν. Δεν προκαλούσε δηλαδή μόνο την ευθυμία αλλά ήταν και ωφέλιμη. Ίσως ο μεγαλύτερος κωμικός ποιητής είναι ο Αριστοφάνης.
Η κωμωδία του Αριστοφάνη σατιρίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η πλοκή του μύθου και η οργάνωση των μερών της κωμωδίας δεν παρουσιάζουν την αυστηρή συνοχή της τραγωδίας, είναι ωστόσο δυνατό να παρατηρήσουμε κάποια δομικά στοιχεία που τα συναντούμε και στην τραγωδία ορισμένων τυπικών μερών που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: πρόλογος, πάροδος χορού, αγών, παράβαση, επεισοδιακές σκηνές, έξοδος.
Χρόνος των παραστάσεων – Δραματικοί αγώνες
Όλες οι δραματικές παραστάσεις διδάσκονταν κατά τη διάρκεια των εορτασμών προς τιμήν του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, ως θεός της γονιμότητας και της βλάστησης συνδέεται με το πάθος, την έκσταση των συμμετεχόντων στη λατρεία του, τη χαρά, τον τρόμο και κάλλιστα μπορεί να ενωθεί τόσο με την τραγωδία όσο και με την κωμωδία.
Στην Αρχαία Αθήνα γίνονταν αρκετές εορτές προς τιμήν του Διονύσου, κατά τους χειμερινούς και τους εαρινούς μήνες.
Το θέατρο ως κτίριο
Το νέο θεατρικό είδος απαιτεί και το χώρο του. Ο Χώρος αυτός είναι το θέατρο.
Κατά τον ρου της ιστορίας, θα συναντήσουμε έναν μεγάλο όγκο κατασκευασμάτων και κτιρίων που μηχανεύτηκε ο άνθρωπος για να βελτιώσει την ζωή του και να εξυψώσει το πνεύμα του. Πολύ λίγες ήταν όμως οι αρχιτεκτονικές κατασκευές που δεν έχουν ξεπεραστεί εξαιτίας των “νέων” αναγκών του ανθρώπου και έχουν παραμένει απαράλλαχτες μέχρι και σήμερα. Μια από αυτές τις αθάνατες αρχιτεκτονικές μορφές είναι και τα αρχαία ελληνικά θέατρα και αμφιθέατρα. Αν και έχουν περάσει 2.500 χιλιάδες χρόνια από την πρώτη κατασκευή τους στην αρχαία Ελλάδα, το μοτίβο κατασκευής συναντάται πλέον σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης
Στην αρχαία Ελλάδα το ήπιο κλίμα, οι λόφοι αλλά και το όλο κοινωνικό σύστημα πίσω από την δημοκρατία θεωρούνται τα κίνητρα για την δημιουργία των υπαίθριων θεάτρων. Κατά μία έννοια τα αρχαία ελληνικά θέατρα είναι η απόδειξη της ύπαρξης της δημοκρατίας αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα που εμφανίστηκαν στον αρχαίο κόσμο. Αυτός ο δημοκρατικός χαρακτήρας αποτυπώνεται στο σχήμα του θεάτρου. Όλοι μπορούσαν να βλέπουν και να ακούνε το ίδιο καλά.
Κάτι αξιοσημείωτο είναι η σχέση του κτιρίου με τον περιβάλλοντα χώρο. Το κτίριο εντάσσεται ομαλά στον περιβάλλοντα χώρο και δεν τον παραβιάζει. Τα περισσότερα αρχαία ελληνικά θέατρα είναι χτισμένα σε πλαγιές λόφων σε ένα όμορφο φυσικό περιβάλλον, περιστοιχίζονται από δέντρα και είναι ανοιχτά. Το ανοιχτό πεδίο αφήνει το μάτι και το νου να ταξιδέψει. Θα έλεγε κανείς ότι το θέατρο φωτίζεται από την ομορφιά της φύσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και σε ένα τέτοιο κτίριο παίχτηκαν ή καλύτερα διδάχτηκαν οι τραγωδίες.
Τα μέρη του θεάτρου
Τα κύρια μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ήταν η σκηνή, η ορχήστρα και το κοίλον, με τα ακόλουθα επιμέρους μέρη:
Η σκηνή: ορθογώνιο, μακρόστενο κτήριο, που προστέθηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. στην περιφέρεια της ορχήστρας απέναντι από το κοίλον. Στην αρχή ήταν ισόγεια και χρησιμοποιούταν μόνο ως αποδυτήρια, όπως τα σημερινά παρασκήνια.
Το προσκήνιο: μια στοά με κίονες μπροστά από τη σκηνή. Ανάμεσα στα διαστήματα των κιόνων βρίσκονταν θυρώματα και ζωγραφικοί πίνακες (τα σκηνικά). Τα θυρώματα του προσκηνίου απέδιδαν τρεις πύλες, από τις οποίες έβγαιναν οι υποκριτές. Το προσκήνιο ήταν αρχικά πτυσσόμενο, πιθανώς ξύλινο.
Τα παρασκήνια: τα δύο άκρα της σκηνής που προεξέχουν δίνοντάς της σχήμα Π στην κάτοψη.
Οι πάροδοι: οι διάδρομοι δεξιά και αριστερά από τη σκηνή που οδηγούν στην ορχήστρα. Συνήθως σκεπάζονταν με αψίδες.
Η ορχήστρα: Η ημικυκλική (ή κυκλική, π.χ. Επίδαυρος) πλατεία στο κέντρο του θεάτρου. Συνήθως πλακόστρωτη. Εκεί δρούσε ο χορός.
Η θυμέλη: ο βωμός του Διονύσου στο κέντρο της ορχήστρας.
Ο εύριπος: αγωγός απορροής των υδάτων στην περιφέρεια της ορχήστρας από το μέρος του κοίλου.
Το κοίλον: όλος ο αμφιθεατρικός χώρος (με τα εδώλια, τις σκάλες και τα διαζώματα) γύρω από την ορχήστρα όπου κάθονταν οι θεατές.
Οι αναλημματικοί τοίχοι: οι τοίχοι στήριξης του εδάφους στα άκρα του κοίλου.
Οι αντηρίδες: πυργοειδείς τοίχοι κάθετοι προς τους αναλημματικούς που χρησιμεύουν στην καλύτερη στήριξή τους.
Τα διαζώματα: οριζόντιοι διάδρομοι που χωρίζουν τις θέσεις των θεατών σε οριζόντιες ζώνες.
Οι σκάλες: κλιμακωτοί εγκάρσιοι διάδρομοι για την πρόσβαση των θεατών στις θέσεις τους.
Οι κερκίδες : ομάδες καθισμάτων σε σφηνοειδή τμήματα που δημιουργούνται από τον χωρισμό των ζωνών με τις σκάλες.
Τα εδώλια: τα καθίσματα, οι θέσεις των θεατών.
Η προεδρία : η πρώτη σειρά των καθισμάτων όπου κάθονταν οι επίσημοι.
Στο αρχαίο θέατρο χρησιμοποιούνταν κάποιοι μηχανισμοί. Ένας από αυτούς ήταν το εκκύκλημα, τροχοφόρο δάπεδο πάνω στο οποίο παρουσίαζαν στους θεατές ομοιώματα νεκρών. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν απαράδεκτο να βλέπουν οι θεατές αναπαράσταση φόνου. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι είχαν μία εντελώς διαφορετική αισθητική. Τα ρωμαϊκά θεάματα διακρίνονται για τη σκληρότητά τους.
Το κοινό
Τι σύνθεσης ήταν το κοινό και ποιος ο ρόλος του κράτους κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των παραστάσεων;
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις και μελέτες επάνω στο θέμα της σύνθεσης του κοινού. Οι έρευνες επικεντρώνονται στο ζήτημα των γυναικών. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία της Α’ γυμνασίου η κοινωνία της κλασικής Αθήνας υπήρξε ανδροκρατούμενη και οι γυναίκες των ανωτέρων στρωμάτων δεν είχαν ελευθερία κινήσεων σε δημόσιους χώρους. Είναι βέβαιο πως δεν υπήρχε κάποιος νόμος που να απαγόρευε στις γυναίκες να παρευρίσκονται στις θεατρικές παραστάσεις γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε πως τις κινήσεις της οικογένειας καθόριζε ο άντρας του σπιτιού. Σύμφωνα με κάποιους υπαινιγμούς του Αριστοφάνη δίνεται η εντύπωση πως γυναίκες παρακολουθούσαν κάποιες τραγωδίες όμως όχι και κωμωδίες.
Στην Αθήνα, οι θεατρικές εκδηλώσεις συνήθως συνδυάζονταν με τις διονυσιακές εορτές. Ο εορτασμός των Παναθηναίων γινόταν παράλληλα με την αρχή της εαρινής περιόδου, δηλαδή λίγο πριν κινητοποιηθεί για εμπορικές ή στρατιωτικές επιχειρήσεις η ναυσιπλοΐα. Αυτή η σύμπτωση συντελούσε σε μια τρισμέγιστη συμμετοχή των πολιτών αλλά και σε μια προσέλευση ξένων που κατέφθαναν από όλα τα μέρη του Ελληνικού αλλά και του Βαρβαρικού χώρου.
Δικαιολογημένα, γίνεται λόγος για πάνδημη συμμετοχή την οποία ενίσχυε το κράτος, πληρώνοντας τα εισιτήρια των φτωχών(θεωρικά). Καθ’ όλη τη διάρκεια του εορτασμού, η Αθήνα ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, όχι μόνο από απλούς επισκέπτες αλλά και από αντιπροσωπείες πόλεων της Αθηναϊκής συμμαχίας, καθώς η εορτή αποτελούσε επίδειξη του εθνικού κύρους της πόλης. Η κινητοποίηση για αυτή τη γιορτή άρχιζε ξημερώματα και είχε τη μορφή ημερήσιας εκδρομής, αφού οι οικογένειες ήταν εφοδιασμένες με τα απαραίτητα τρόφιμα
Η πραγματική ατμόσφαιρα του θεάτρου δεν αποδίδεται με την εικόνα μιας σιωπηλής μυσταγωγίας. Το κοινό ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτικό στις αντιδράσεις του. Σχόλια και κραυγές επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, καθώς υπήρχαν και περιπτώσεις όπου τα «ποδοκροτήματα» των θεατών ανάγκασαν ακόμα και παραστάσεις τραγωδιών να διακοπούν
Στην Αρχαία Αθήνα, χορηγός, ονομαζόταν ο αρχηγός του θεατρικού χορού, αλλά και κάθε πολίτης που έκανε δωρεές για την ανάπτυξη πολιτιστικών θεσμών. Ο χορηγός πλήρωνε το χοροδιδάσκαλο, τις φορεσιές των ηθοποιών, τους κομπάρσους, το γεύμα μετά τη παράσταση κλπ. Για τη προσφορά του αυτή ανταμειβόταν με κοινωνική καταξίωση και το όνομά του απαθανατιζόταν στις επιγραφές
Το θέατρο ήταν διδασκαλία, μια μορφή παιδείας για τους πολίτες της αρχαίας Αθήνας. Για αυτό το λόγο, το κράτος ευελπιστούσε ο κόσμος να αποκτήσει αυτή τη θεατρική παιδεία γι’ αυτό και δαπανούσε μεγάλα ποσά στα θεωρικά, δηλαδή στα χρήματα που διέθετε για να εξασφαλίσει τα εισιτήρια των άπορων πολιτών της Αθήνας.
Η ακουστική των αρχαίων θεάτρων
Ο σύγχρονος επισκέπτης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ακουστική των αρχαίων θεάτρων. Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων έφτανε σε κάποιες περιπτώσεις και τις 13 με 14.000 θεατές και όλοι άκουγαν περίφημα. Πώς το κατάφεραν αυτό 2500 χρόνια πριν; Γιατί έδειξαν τέτοιο ενδιαφέρον για την καλή ποιότητα του ήχου;
Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο ερώτημα. Για τους αρχαίους Έλληνες το θέατρο ήταν μία μορφή διδασκαλίας και ένας τρόπος διαπαιδαγώγησης των πολιτών. Ήταν πολύ σημαντικό να εξασφαλιστεί η προσέλευση όσο γίνεται μεγαλύτερου ακροατηρίου. Το ακροατήριο όμως θα έπρεπε να είναι σε θέση να ακούει και παρακολουθεί, ώστε να βιώσει καλύτερα την παράσταση. Αυτός είναι ο λόγος που έδειξαν τόσο ενδιαφέρον για την ποιότητα του ήχου.
Πώς όμως κατάφεραν αυτό το αποτέλεσμα με δεδομένο ότι τα τεχνικά μέσα εκείνης της εποχής ήταν λίγα. Όλα ξεκίνησαν όπως φαίνεται από την εισαγωγή των μαθηματικών και της θεωρίας των αριθμών από τους Πυθαγόρειους στην αρχιτεκτονική. Τότε χρησιμοποίησαν γεωμετρικές χαράξεις στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των κτιρίων και ειδικότερα των θεάτρων. «Ειδικά ο σχεδιασμός των θεάτρων επηρεάστηκε σημαντικά από την ακουστική, η οποία διαμορφώνεται σε επιστήμη από τον Αριστόξενο τον Ταραντίνο. Ο Αριστόξενος μας δίνει τις ακριβείς θέσεις και τις προδιαγραφές των “ηχείων”, δηλαδή των αντηχούντων αγγείων». Η ηχητική των αρχαίων θεάτρων που θαυμάζουμε σήμερα εξασφαλιζόταν με τα αντηχούντα αγγεία που βρίσκονταν κάτω από τα σκαλιά του κοίλου. Σύμφωνα με τονκαθηγητή του ΑΠΘ Γιώργο Καραδέδο, όταν η φωνή του ηθοποιού περιβάλλοντας τα αγγεία, που είναι στον ίδιο τόνο με αυτήν, προκαλεί την αντήχηση τους, γίνεται πιο δυνατή, πιο καθαρή και πιο μεγαλεπήβολη».
Στα επόμενα χρόνια, εμφανίστηκαν προσαρμογές στον χώρο του θεάτρου, που βελτίωναν περισσότερο την ακουστική του. Η σκηνή παρήγαγε ηχητικές ανακλάσεις, οι μάσκες των ηθοποιών ήταν έτσι κατασκευασμένες που είχαν σε μικρογραφία στο σημείο που ήταν το στόμα του ηθοποιού μια μικρογραφία μεγαφώνου, όπως και άλλαξε ο τρόπος απαγγελίας για να επιτευχθεί περισσότερη ένταση στην φωνή του ηθοποιού.
Εκτός από τις αρχαίες πηγές, «σύγχρονες ακουστικές έρευνες αποδεικνύουν ότι στα αρχαία θέατρα έχουν εφαρμοστεί βασικές αρχές σχεδιασμού που εξασφαλίζουν ηχοπροστασία, ακουστική ζωντάνια, διαύγεια και καταληπτότητα του θεατρικού λόγου. Μια από τις βασικότερες αρχές είναι η ενίσχυση της φωνής με έγκαιρες, θετικές ηχοανακλάσεις επάνω σε στοιχεία του θεάτρου (δάπεδο ορχήστρας, πρόσοψη κτιρίου σκηνής, λογείο), για την εξασφάλιση ενός φυσικού, αυτοδύναμου (παθητικού) μεγαφώνου, που αναπληρώνει τις ενεργειακές απώλειες, κυρίως στα υψηλότερα καθίσματα του κοίλου».
Η ακουστική του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου
Η εξαίρετη ακουστική για την οποία το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου είναι διάσημο, οφείλεται στα πέτρινα εδώλιά του, καθώς το σχήμα και η διάταξή τους είναι ιδανικά για το φιλτράρισμα των θορύβων χαμηλής συχνότητας, όπως καταδεικνύει έρευνα Αμερικανών επιστημόνων.
Η ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου έχει κάποιες ιδιαιτερότητες. Οι ήχοι δεν ακούγονται τόσο καλά όταν το θέατρο είναι άδειο κι αυτό γιατί το θέατρο σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε η ανάκλαση να γίνεται πάνω σε ανθρώπινα σώματα. Το δεύτερο αξιοπερίεργο είναι πως τα ελληνικά στο θέατρο ακούγονται πολύ καλά. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις άλλες γλώσσες. Αυτό συμβαίνει γιατί η ελληνική γλώσσα είναι μουσική υπάρχει δηλ κάποιου είδους συντονισμού του ήχου, της Μαθηματικής Ελληνικής γλώσσας, του χώρου και της ακουστικής.
Πώς χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι τα αρχαία ελληνικά θέατρα
Κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων νέα ήθη επιβάλλουν τροποποιήσεις στην αρχιτεκτονική των αρχαίων θεάτρων. Η χωμάτινη ορχήστρα πλακοστρώνεται, γιατί στο χώρο του θεάτρου οι Ρωμαίοι γεμίζουν την ορχήστρα με νερό και παίζουν ναυμαχίες ή εξαπολύουν θηρία και παίζουν θηριομαχίες.
Μετάβαση από το Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο στο Ρωμαϊκό
Είναι γεγονός ότι έχουμε την τάση να εξετάζουμε το θέατρο της ελληνικής αρχαιότητας από κοινού με αυτό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, πλείστες διαφορές εντοπίζονται ανάμεσα στο ελληνικό και το ρωμαϊκό θέατρο και τις κοινωνίες που τα διαμόρφωσαν. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι το ελληνικό θέατρο προήλθε μέσα από μία μακρόχρονη και ιδιαίτερα δημιουργική εξελικτική πορεία, ενώ αυτό της Ρώμης αποτελεί σε μεγάλο βαθμό εξέλιξη του ελληνικού προτύπου του.
Αρχαία ρωμαϊκά θέατρα
Εξαρχής, το ρωμαϊκό θέατρο υπήρξε η αφορμή για επίδειξη στρατιωτικών θριάμβων, κάτι σαν τις σημερινές στρατιωτικές παρελάσεις. Υπερφορτωμένα σκηνικά και κάθε είδους άρματα παρελαύνουν μπροστά από τους θεατές. Τα ρωμαϊκά θεατρικά οικοδομήματα έχουν ως πρότυπο τα ελληνιστικά, αντιμετωπίζοντας τα όμως με μια εμφανή τάση υπερβολής. Τα θέατρα των Ρωμαίων δεν έχουν ανάγκη από μια φυσική βουνοπλαγιά για να κτιστούν. Κτίζονται οπουδήποτε, ακόμα και στη μέση μιας επίπεδης πεδιάδας. Αποτελούν λοιπόν ξεχωριστά οικοδομήματα, πολυώροφα, με εξωραϊσμένες προσόψεις, προγονικών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε των σημερινών.
Η ορχήστρα, “κομμένη” ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, τώρα γεμίζει με τις θέσεις των επισήμων, ενώ περιμετρικά του ημικυκλικού κοίλου υπάρχει κιονοστοιχία, η οποία όντας ισοϋψής με την σκηνή εφάπτεται σε αυτήν, εγκλωβίζοντας έτσι τον ήχο και δημιουργώντας δυνατή, αλλά αμφίβολης ποιότητας ακουστική.
Οι θεατές εισέρχονται όχι πια από τις παρόδους αλλά από διάφορα σημεία, μέσω στοών που καταλήγουν στις κερκίδες. Τα σκηνικά, μόνιμα πλέον, πολυτελή και σκηνογραφικά προσεγμένα απεικονίζουν κυρίως προσόψεις παλατιών, με λεπτομερή διακόσμηση και “δραματική” πλαστικότητα. Η σκηνή είναι σκεπασμένη, για προστασία από τις καιρικές συνθήκες, ενώ για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ένα είδος αυλαίας. Για τους θεατές υπάρχουν τέντες, οπωροπώλες και για τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες, καταβρεχτήρες με αρωματισμένο νερό
(Πηγη: artic.gr )
Η Αγορά
Η Αγορά ήταν, στις αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές πόλεις, το οικονομικό, διοικητικό, κοινωνικό και πνευματικό κέντρο του άστεως. Στην αγορά γινόταν εμπορικές συναλλαγές, συνήθως στον κεντρικό αύλειο χώρο της πόλης. Ήταν ένας ανοικτός χώρος, στον οποίο συναθροίζονταν οι άρρενες κάτοικοι της πόλης. Εκτός από τον εμπορικό της χαρακτήρα, η Αγορά ήταν και ο τόπος στον οποίο οι αρχαίοι συζητούσαν τις πολιτικές εξελίξεις, τα κοινά, γνωρίζονταν και φιλοσοφούσαν. Στα ρωμαϊκά χρόνια, η Αγορά αποκαλείτο με την λατινική της ονομασία “forum” (πληθυντικός “fora”). Η αγορά παρήκμασε στον ελλαδικό χώρο στα χρόνια του Βυζαντίου.
Η Αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά είναι ένα από τα ομορφότερα στολίδια της Θεσσαλονίκης που χτίστηκε το 42 π.Χ.-138 μ.Χ., αποκαλύφθηκε στις αρχαιολογικές ανασκαφές του 1966 και βρίσκεται μεταξύ των οδών Φιλίππου, Αγνώστου Στρατιώτου, Ολύμπου και Μακεδονικής Αμύνης.
Ο χώρος της Αγοράς μοιάζει με μια χρονομηχανή που ταξιδεύει τον κάθε επισκέπτη στο παρελθόν και του γνωρίζει την ομορφιά της τότε Θεσσαλονίκης, που δεν μοιάζει καθόλου με την σημερινή. Αποτελούσε το κοινωνικό, οικονομικό, διοικητικό, πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο όλης της πόλης. Εκεί υπήρχαν τα πιο επιβλητικά και μεγαλοπρεπή δημόσια κτίρια. Στην αγορά γινόταν εμπορικές συναλλαγές, συνήθως στον κεντρικό αύλειο χώρο της πόλης. Ήταν ένας ανοικτός χώρος, στον οποίο συγκεντρώνονταν οι άρρενες κάτοικοι της πόλης. Είχε μια μεγάλη κεντρική πλατεία με μεγάλες κιονοστοιχίες, φιλοξενούσε ένα ωδείο, ένα χώρο θεαμάτων, αρχείο, νομισματοκοπείο, λουτρό, μαγαζιά και μεγάλες στοές από τις οποίες η καλύτερα σωζόμενη είναι η «κρυπτή στοά».
Η Αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά είναι ένα από τα πρώτα αξιοθέατα της Θεσσαλονίκης.
Πολιτικές ζυμώσεις και αποφάσεις λαμβάνονταν στο στεγασμένο βουλευτήριο χωρητικότητας διακοσίων περίπου ατόμων, το οποίο στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε σημαντικότατο πόλο έλξης του κόσμου για την ψυχαγωγία και την πνευματική του ανάταση ως ωδείο χωρητικότητας τετρακοσίων περίπου ατόμων.
Η πρώτη οικοδομική φάση της Ρωμαϊκής Αγοράς Θεσσαλονίκης χρονολογείται μετά τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ.. Στη φάση αυτή, η ανατολική πτέρυγα οργανώνεται με έναν κεντρικό ορθογώνιο χώρο – βουλευτήριο, πλαισιωμένο από τέσσερις αίθουσες εκατέρωθεν. Έτσι η πόλη αποκτά τον πρώτο κλειστό χώρο συνάθροισης των αρχών της. Τον επόμενο αιώνα (2ος μ.Χ.) κατασκευάζεται το ωδείο. Ένα μικρό, στεγασμένο θέατρο, που καταλαμβάνει το χώρο του βουλευτηρίου, καθώς και των δύο παρακειμένων αιθουσών. Ο νέος χώρος, εκτός από την κάλυψη των αναγκών της διοίκησης, φιλοξενεί και καλλιτεχνικές παραστάσεις. Στον 3ο αιώνα μ.Χ. το ωδείο ανακαινίζεται. Προκειμένου να μεγαλώσει η ορχήστρα, αφαιρούνται οι πρώτες έξι σειρές κερκίδων και ανυψώνεται το επίπεδό της κατά 1,00μ.. Έτσι δημιουργείται, μεταξύ ορχήστρας και πρώτης σειράς κερκίδων του κοίλου, μια υψομετρική διαφορά που φτάνει τα 1,60μ.. Αυτή η διαφορά επιβάλλει και την ταυτόχρονη ανύψωση της σκηνής, ώστε να φτάσει στο επίπεδο των θεατών της πρώτης σειράς. Με δεδομένο ότι το ωδείο της Θεσσαλονίκης αποτελεί μέρος ενός κτηριακού συγκροτήματος και δεν είναι δυνατή η πρόσβαση πλάγια του κοίλου, όλες οι είσοδοι (πέντε), θεατών και ηθοποιών, τοποθετήθηκαν στην πρόσοψη του συγκροτήματος. Οι ακραίες είσοδοι προορίζονταν για τους ηθοποιούς, οι οποίοι εισερχόμενοι βρίσκονταν στα παρασκήνια και από εκεί στην ορχήστρα και στη σκηνή. Το κοινό χρησιμοποιούσε τις τρεις ενδιάμεσες, οι οποίες οδηγούσαν σε έναν χώρο κάτω ακριβώς από το δάπεδο της σκηνής και στη συνέχεια δια μέσου κλιμάκων έφταναν στο κοίλο. Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα άρχισαν οι εργασίες επέκτασης του ωδείου και της μετατροπής του σε θέατρο. Κατασκευάζεται δακτύλιος, ο οποίος περιβάλλει το υπάρχον κοίλο, πλάτους 15,00μ. ως υποδομή του νέου κοίλου. Ανυψώνεται η σκηνή, φτάνοντας τα υπέρθυρα των εισόδων, και επεκτείνεται, καταλαμβάνοντας το αντίστοιχο τμήμα της εσωτερικής στοάς της Αγοράς. Ταυτόχρονα κλείνουν οι τρεις κεντρικές είσοδοι του κοινού, για την είσοδο του οποίου κατασκευάστηκαν δύο κλιμακοστάσια στους παρακείμενους χώρους, που οδηγούσαν στο κεντρικό διάζωμα του κοίλου. Καθώς φαίνεται, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε. Στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. αρχίζει η εγκατάλειψη της Ρωμαϊκής Αγοράς και το ωδείο μετατρέπεται, με τις απαραίτητες εργασίες, σε χοάνη υποδοχής και συλλογής ομβρίων υδάτων.
Βιβλιογραφία και διαδικτυογραφία
artic.gr