ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Επελέγη ο ανάδοχος για τον νέο μεγάλο οδικό άξονα Στροφυλιά – Ιστιαία
ΕΥΒΟΙΑ ΜΕΤΑ: Ξεκίνησε η αναδάσωση με μαύρη πεύκη για το Νέο Δάσος στην περιοχή αρμοδιότητας του Δασαρχείου Λίμνης
Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Συντάκτης Γιώτα Συκκα
5 Απριλίου 2015
Αν και γεννήθηκε στη Χίο, οι Ναξιώτες τον θεωρούν δικό τους επιστήμονα, ενώ οι κάτοικοι της Επιδαύρου τον «θαυματοποιό» των διάσημων μνημείων τους. Ο καθηγητής Βασίλης Λαμπρινουδάκης είναι ο αρχαιολόγος που έβαλε τη σφραγίδα του στη Γρόττα αλλά και στα Υρια και στον Γύρουλα Σαγκρίου, τα σπουδαία ιερά της Νάξου που βραβεύτηκαν από την Europa Nostra. Ο επιστήμονας που μας έδειξε ότι στην Επίδαυρο δεν είναι το θέατρο ο βασικός πρωταγωνιστής, αλλά το κτιριακό συγκρότημα του Ασκληπιείου. Τα έργα συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων της περιοχής που συντονίζει χρόνια τώρα, επαναπροσδιόρισαν τη φυσιογνωμία του αρχαιολογικού χώρου. Κυρίως μάς έκανε να αντιληφθούμε την κοινωνική προσφορά αυτού του σπουδαίου ιερού και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην ιστορία της ιατρικής.
Μας το θύμισε ο σκηνοθέτης Μπάμπης Τσόκας με το ντοκιμαντέρ «Η αλήθεια πίσω από τον μύθο…», αφιερωμένο στο έργο του ομότιμου καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας. Στα γραφεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στη Στοά του Βιβλίου, μπροστά από το λάπτοτ του, ο 76χρονος αρχαιολόγος μιλάει με πάθος για όσα σχεδιάζει να κάνει ακόμη, ενώ θυμάται τα πρώτα του βήματα, την παιδεία που πήρε πρώτα στη Χίο. Μία κοινωνία αστική, ανοιχτή λόγω των ναυτικών, στην οποία ευτύχησε να έχει εξαιρετικούς δασκάλους στην Αστική Σχολή και κυρίως στο ιστορικό Γυμνάσιο Χίου.
Οι γονείς του Βασίλη Λαμπρινουδάκη κατάγονταν από τη Μικρά Ασία. Ο πατέρας, έμπορος, έκανε μαθήματα αγγλικής γλώσσας που έμαθε στα 13 χρόνια σπουδών στην Αμερική. «Στο νησί είχε επαφές με όλους τους λογίους. Δίδασκε αγγλικά στο κολέγιο Saint Joseph της Χίου όπου έμαθα γαλλικά». Διάλεξε τη Φιλοσοφική κι ας μπήκε δεύτερος στη Νομική. «Η παιδεία δεν δίνεται στο σχολείο, αυτό δίνει το πλαίσιο. Η παιδεία κερδίζεται από το προσωπικό ενδιαφέρον» λέει, όσο για τα νέα παιδιά, έχει τρόπο να τα κερδίσει: «Σήμερα το κύριο διδακτικό μέσον είναι η εικόνα. Τα παιδιά θα τα κερδίσουμε μέσα από τα σύγχρονα μέσα. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αποκατασταθεί η πίστη στις αρχές, γιατί αν αποκατασταθεί, θα πάμε στα βιβλία και σε ό,τι έχει καταγραφεί».
Καλή παρέα
– Μικρός ήσασταν ανοιχτός και επικοινωνιακός, όπως σας γνωρίσαμε ως αρχαιολόγο;
– Αντίθετα ήμουν κλειστό παιδί. Στο σπίτι υπήρχε αυστηρότητα, ίσως επειδή ο πατέρας μου ήταν μέλος της «Ζωής», της θρησκευτικής οργάνωσης. Τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο, είχα ολοκληρώσει την ανάγνωση όλων των αρχαίων συγγραφέων. Στο Πανεπιστήμιο είχαμε μια πολύ καλή παρέα που την αποτελούσαν ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, με τον οποίο αλληλογραφούσαμε στα αρχαία ελληνικά, η Δήμητρα Θεοφανοπούλου, ο Χαραλαμπάκης, άνθρωποι που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που τους δινόταν για παιδεία. Είχαμε φτιάξει μάλιστα μια ομάδα για τη μελέτη της Γραμμικής γραφής Β. Ηταν τότε που την αποκρυπτογράφησε ο Μάικλ Βέντρις.
Πηγαίνοντας πρώτη φορά σε ανασκαφή, είπα πως δεν κάνω για αρχαιολόγος, διότι δεν αναγνώριζα καθόλου τα όστρακα, δεν καταλάβαινα τα στρώματα. Σιγά σιγά μπήκα στην ανασκαφική, στο προ-στάδιο της έρευνας, διότι κατόπιν έρχεται η ερμηνεία. Τα μνημεία σημαίνουν μνήμη και αυτή είναι το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που τον κάνει να έχει ιστορία, εμπειρία και να χτίζει το μέλλον. Τα μνημεία υπάρχουν όσο βιώνονται από τους ζώντες ανθρώπους.
– Τι θυμάστε με νοσταλγία και τι ως κακή ανάμνηση αυτά τα 50 χρόνια;
– Νοσταλγώ την ανασκαφή στα Υρια και την εργασία στο Σαγκρί. Θλίβομαι όμως, γιατί μετά την ανάδειξη δεν έχουμε φροντίσει να θεσμοθετήσουμε τη διατήρηση των μνημείων που υποβαθμίζονται ραγδαία. Πρέπει να υπάρξει μια ειδική διεύθυνση στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η πιο δυσάρεστη ανάμνηση ήταν η κλοπή των ειδωλίων της Νάξου το 1972 από την αποθήκη της ανασκαφής. Διευθυντής ήταν ο δάσκαλός μου ο Κοντολέων, εγώ ήμουν βοηθός. Είχαμε σκάψει έναν πρωτοκυκλαδικό τάφο με πολλά ειδώλια, μερικά μοναδικών τύπων, όπως ένα καθιστό σταυροπόδι. Η ροή της ανασκαφής ήταν να πηγαίνουν τα ευρήματα στο δημοτικό μουσείο, να καταγράφονται, να γίνεται η πρώτη μελέτη και σε δυο μέρες να πηγαίνουν στο μουσείο. Ενα Σαββατοκύριακο έγινε διάρρηξη και χάθηκαν τα ειδώλια. Χούντα, ήρθη η άδεια ανασκαφής από τον Ν. Κοντολέοντα, έγιναν ανακρίσεις, μια βαριά σκιά -μήπως έχουμε ανάμειξη- έπεσε πάνω μας. Το ’73 έκανα μεταπτυχιακά στη Γερμανία και ήρθε άνθρωπος εκεί να με ανακρίνει. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κάποιος προσφέροντας στη Γουλανδρή ένα απ’ αυτά τα ειδώλια. Ευτυχώς ο κ. Ντούμας, που τότε ήταν σύμβουλός της, το αναγνώρισε αμέσως. Εντοπίστηκαν αργότερα στη Νάξο, μέσα στην κοπριά ενός στάβλου στο Σαγκρί. Το ένα όμως από τα 13 ειδώλια κυκλοφορεί ακόμη στην Αμερική.
– Οσο ήσασταν μέλος του ΚΑΣ από τη δεκαετία του ’80 ώς το 2005 συχνά μιλούσατε για τη σπατάλη δυνάμεων στις ανασκαφές αντί στις δημοσιεύσεις. Παραμένει ακόμη πρόβλημα;
– Στο μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου που διδάσκω ακόμη, λέμε ότι η ανασκαφή πρέπει να είναι κυρίως συστηματική. Αυτή που ξεκινάει από τον εντοπισμό ενός προβλήματος που πρέπει να λυθεί και όχι επειδή θέλουμε να ανοίξουμε ένα ανασκαφικό μέτωπο. Η ανασκαφή, όπως λέει ο κ. Χρ. Ντούμας, είναι εξ ορισμού καταστροφή. Αν κάνουμε ανασκαφές χωρίς καταγραφή και δημοσιεύσεις, τότε το «διάβασμα» της γης μέσα από το οποίο βγαίνει η ιστορία πάει χαμένο.
– Είστε από τους λίγους αρχαιολόγους που δεν τοποθετήθηκαν για την Αμφίπολη.
– Είναι ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό εύρημα. Συνειδητά όμως κρατήθηκα μακριά, διότι πιστεύω ότι αν κάποιος δεν είναι μέσα στην ανασκαφή ή έχει όλα τα στοιχεία, δεν μπορεί να πει περί τίνος πρόκειται. Η χρονολόγηση βάσει τεχνοτροπικών κριτηρίων που έκαναν πολλοί δεν είναι η πιο συγκεκριμένη. Η παρακολούθηση της ανασκαφής, των στρωμάτων των μικρών ευρημάτων που έρχονταν στο φως και δεν γνωρίζαμε, χρονολογεί καλύτερα. Θεωρώ θετικό ότι ο κόσμος πλησίασε πολύ την αρχαιολογία. Η Αμφίπολη όμως χρειάζεται ακόμη πολλή ανασκαφή και με πιο αργό ρυθμό.
«Τι τους έφταιγε το άγαλμα του Παλαμά;»
– Δραστηριοποιείστε στο «Διάζωμα», το οποίο «συνομιλεί» με τους ιδιώτες για την εκπόνηση μελετών. Η σύμπραξη Δημόσιου με τους ιδιώτες, υπό προϋποθέσεις πάντα, ειδικά τώρα που το κράτος δεν έχει χρήματα, θα διευκολύνει κάποια έργα;
– Το πιστεύω απόλυτα, κυρίως διότι η δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα στη στήριξη του πολιτισμού βοηθάει την κοινωνία γενικότερα. Διαχέει τον σεβασμό προς την πολιτιστική κληρονομιά και τη συνειδητοποίηση ότι αυτή ανήκει σε όλους. Το «Διάζωμα» βρίσκει χρήματα για μελέτες μνημείων, οι οποίες κρίνονται πάντα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η σωστή δραστηριοποίηση των ιδιωτικών φορέων μόνο κέρδος μπορεί να φέρει.
– Τι πιστεύετε για τους πρόσφατους βανδαλισμούς σε εμβληματικά κτίρια, μνημεία αλλά και σε αγάλματα της πόλης;
– Ομολογώ ότι δεν το καταλαβαίνω. Με πονάει πολύ αυτό που γίνεται στην πόλη. Πρέπει να αναζητήσει κανείς το θέμα της μη ύπαρξης αξιών που ξεκινάει από την οικογένεια, περνάει στα σχολεία και κορυφώνεται μέσα στα πανεπιστήμια. Η κοινωνία έχει χάσει τα αντανακλαστικά της. Τι τους έφταιγε το άγαλμα του Παλαμά που, τέλος πάντων, δεν ήταν αντίθετος με τις ιδέες τους…