Γρήγορη μετάβαση

Μανώλης Κορρές: «Στεγασμένοι χώροι μουσικής της Αρχαιότητας: το Ηρώδειο»

Σχετικά Θέατρα

“ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ”
20 Μαρτίου 2012

Σε συνεργασία με το Σωματείο ΔΙΑΖΩΜΑ

Τα αρχαία θέατρα αποτελούν κορυφαίο επίτευγμα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στόχος του μη κερδοσκοπικού σωματείου «Διάζωμα» είναι η ανάδειξη, η προστασία και η ένταξή τους στην καθημερινότητά μας.

Διάλεξη του Μανώλη Κορρέ, Καθηγητή Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Το ωδείον, ως διακεκριμένο κτηριακό είδος πρωτοεμφανίζεται τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα. Είναι ένα τετράγωνο πολύστυλο κατασκεύασμα τεσσάρων σχεδόν στρεμμάτων με πυραμιδοειδή στέγη. Αργότερα εξελίσσονται ωδεία μικρότερου μεγέθους, ορθογώνια, αλλά με καμπύλη τοποθέτηση των καθισμάτων σε επάλληλες σειρές.

Ταυτόχρονα, για καλύτερη ορατότητα, καταβάλλεται προσπάθεια ελαττώσεως του αριθμού των στύλων. Τούτο επιτυγχάνεται ήδη τον 1ο αι. π.Χ. με πολύ γνωστές περιπτώσεις το Ωδείον της Πομπηίας και εκείνο του Αγρίππα στην Αγορά των Αθηνών. Ακολούθως τα ωδεία σχεδιάζονται ως μικρά θέατρα, με χαρακτηριστική ημικυκλική μορφή, αλλά υψηλότερους τοίχους για τη δημιουργία περιμετρικής ζώνης μεγάλων φωτιστικών ανοιγμάτων.

Το Ηρώδειον αποτελεί ακραία περίπτωση: Επέβαλλε την απαλλοτρίωση κάθε ιδιοκτησίας επί τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων, ενώ έως τώρα πολλοί επιστήμονες αμφισβητούν την ύπαρξη αρχαίας τεχνολογίας κατάλληλης για την πλήρη κάλυψη τέτοιου τεράστιου χώρου με βαριά ξύλινη στέγη, χωρίς ενδιάμεσα στηρίγματα. Στην ομιλία θα παρουσιασθούν ζητήματα της ιστορίας, της λειτουργίας και της κατασκευής των ωδείων.

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ

Η περίληψη της ομιλίας του κ. Μανώλη Κορρέ

M. Kορρές, Ωδείον Ηρώδου Αττικού
Περίληψη
Το ωδείον, ως διακεκριμένο κτηριακό είδος πρωτοεμφανίζεται τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα. Είναι ένα τετράγωνο πολύστυλο κατασκεύασμα τεσσάρων σχεδόν στρεμμάτων με πυραμιδοειδή στέγη. Αργότερα εξελίσσονται ωδεία μικρότερου μεγέθους, ορθογώνια, αλλά με καμπύλη τοποθέτηση των καθισμάτων σε επάλληλες σειρές. Ταυτόχρονα, για καλύτερη ορατότητα, καταβάλλεται προσπάθεια ελαττώσεως του αριθμού των στύλων. Τούτο επιτυγχάνεται ήδη τον 1ο αι. π.Χ. με πολύ γνωστές περιπτώσεις το Ωδείον της Πομπηίας και εκείνο του Αγρίππα στην Αγορά των Αθηνών. Ακολούθως τα ωδεία σχεδιάζονται ως μικρά θέατρα, με χαρακτηριστική ημικυκλική μορφή, αλλά υψηλότερους τοίχους για τη δημιουργία περιμετρικής ζώνης μεγάλων φωτιστικών ανοιγμάτων. Το Ηρώδειον αποτελεί ακραία περίπτωση: Επέβαλλε την απαλλοτρίωση κάθε ιδιοκτησίας επί τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων, ενώ έως τώρα πολλοί επιστήμονες αμφισβητούν την ύπαρξη αρχαίας τεχνολογίας κατάλληλης για την πλήρη κάλυψη τέτοιου τεράστιου χώρου με βαριά ξύλινη στέγη, χωρίς ενδιάμεσα στηρίγματα. Στην ομιλία θα παρουσιασθούν ζητήματα της ιστορίας, της λειτουργίας και της κατασκευής των ωδείων.
Ηρώδης ο Αττικού

(Lucius Vibullious Hipparchus Tiberius Claudius Atticus Herodes)

Γεννήθηκε το 101 μ.Χ.

πατέρας του ήταν ο Claudius Atticus με καταγωγή από τους Αιακίδες

μητέρα του ήταν η Vibullia

Στην Αθήνα είχε καθηγητές τους : Σκοπελιανό,Σεκούντο, Munatio από τις Τράλλεις και τον πλατωνικό Ταύρο. Ήταν φιλος του Πολέμωνος και του Φαβορίνου.

Το 117-118 ήταν εκπρόσωπος και εκφωνητής λόγου της επιτροπής υποδοχής του Αδριανού

Μετά το120 ήταν Αγορανόμος και Άρχων των Αθηναίων.

Από το 130 έως το 135 ήταν αυτοκρατορικός διορθωτής στην Μ. Ασία.

Περί το 138 έγινε αρχιερέας

Το 143 έγινε καθηγητής (τον διόρισε ο Αντωνίνος Πίος ύπατο και παιδαγωγό των πριγκίπων)

Το υπόλοιπο του βίου του το πέρασε ταξιδεύοντας, ή ως καθηγητής ρητορικής στην Αθήνα

Πέθανε το 177 στον Μαραθώνα. Οι αθηναίοι τον έθαψαν σε πολυτελές μαυσωλείο στην κορυφή του βόρειου υψώματος του Παναθηναϊκού σταδίου.

Μεγάλες ευεργεσίες

στην Αθήνα:

-ανοικοδόμησε το Παναθηναϊκό στάδιο αποκλειστικώς με μάρμαρο και άριστο ακτίτη λίθο

– έκτισε ένα ναό της Τύχης

– έκτισε το Ωδείον

στην Αλεξάνδρεια Τρωάδα περάτωσε τα έργα ύδρευσης.

Στην Ολυμπία: έκτισε το υδραγωγείο και το Νυμφαίον

Στην Κόρινθο: έκτισε το Ωδείον, κόσμησε την κρήνη Πειρήνη και είχε ακόμη την έμπνευση και τη πρόθεση αποπεράτωσης της διώρυγας της Κορίνθου

Στο πανελλήνιο ιερό της Ισθμίας έστησε το λατρευτικό άγαλμα

Στους Δελφούς έκτισε το στάδιο.

Στην Πάτρα έκτισε το Ωδείον.

Στις Θερμοπύλες έκτισε λουτρικό συγκρότημα

Στην Βοιωτία και την Εύβοια χρηματοδότησε διάφορα δημόσια έργα.

Πλην αυτών πραγματοποίησε πλήθος ιδιωτικών έργων : επαύλεις στην Κηφισιά και τον Μαραθώνα, με περιστύλια, κήπους και λουτρώνες, την τεράστια έπαυλη στην Κυνουρία και πλείστα άλλα.

Παρά την εξωτερική λάμψη, η ζωή του ήταν μάλλον άτυχη: oi κόρες του Ελπινίκη και Αθηναΐς, ο νεότερος γιός του Reggilus και η σύζυγός του είχαν πρόωρο θάνατο και θάφτηκαν όλοι στην Κηφισιά. Παρά τις ατυχίες του έχασε πολλές συμπάθειες λόγω της συμπεριφοράς του:

-ήθελε να ανακτήσει τους δούλους που είχε απελευθερώσει ο πατέρας του, επειδή δεν επέδείξαν σεβασμό και γι’ αυτό αλλοίωσε ορισμένες φράσεις στη διαθήκη του πατέρα του, πράξη για την οποία δικάστηκε στη Ρώμη.

-έπρεπε να υπερασπισθεί τον εαυτό του σε άλλο δικαστήριο, όταν ο γυναικάδελφός του τον κατηγόρησε ότι ήταν εν μέρει υπεύθυνος για το θάνατο της γυναίκας του (…θα έπρεπε να έχει φέρει τους καλύτερους ιατρούς του κόσμου).

-Το 176 έπρεπε να βρεθεί σε αυτοκρατορικό δικαστήριο εξαιτίας των Αθηναίων, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τη συμπεριφορά των απελεύθερων του (δηλ. των πρώην δούλων του, στους οποίους είχε παραχωρήσει την ελευθερία).

Η ρητορική του αμφισβητήθηκε. Πάντως από τη σχολή του βγήκαν σπουδαίοι σοφιστές όπως ο Αδριανός και ο Gellius.

Παρά τη βαθύτατη μόρφωση και τη φιλοσοφική του παιδεία, παρά τη στενή του φιλία με τον Μάρκο Αυρήλιο και παρά το γόητρό του ως μεγάλου ευεργέτου, η επίδραση του συγγραφικού του έργου υπήρξε μικρή. Η προτίμησή του για τα παλαιότερα πρότυπα του αττικισμού δεν συγκινούσε τις επόμενες γενιές. Από τα διάφορα έργα του, των οποίων είναι γνωστοί οι τίτλοι, σώθηκε αυτούσιος μόνο ένας λόγος «περί πολιτείας», ενώ από ένα άλλο υπάρχει μόνον η αναμετάδοση.
Ωδείον Ηρώδου του Αττικού

Το Ηρώδειον (κατασκευή, 161-169 μ. Χ.), όπως και τα περισσότερα ωδεία της εποχής του, θυμίζει θέατρο (άλλωστε μ’ αυτόν τον όρο το αναφέρει ο Φιλόστρατος, αλλά και το λεξικό Σούδα). Πράγματι αν εξαιρέσει κανείς την ύπαρξη στέγης που είναι και η ειδοποιός διαφορά ωδείου και θεάτρου, έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του τελευταίου: κοίλο και ορχήστρα σε σχήμα λίγο μεγαλύτερο από το ημικύκλιο με διάμετρο (εσωτερικά) 76 και19 μέτρα αντίστοιχα και μπροστά τους σκηνή, δύο κλιμακοστάσια, αίθουσα και προαύλιο που εκτείνονται σε χώρο πλάτους 92 μέτρων. Το κοίλο διαιρείται με διάζωμα πλάτους 1,20 μ. σε κάτω και άνω μέρος. Το κάτω έχει την προεδρία, δηλαδή τις θέσεις των επισήμων και 19 ακόμη σειρές καθισμάτων, εκ των οποίων η τελευταία είχε ερεισίνωτο, ως όριο προς το διάζωμα. Το άνω μέρος (ή επιθέατρον), είχε επίσης 19 σειρές καθισμάτων, εκ των οποίων οι ανώτερες δεν περιέχονται στην παρούσα αναστηλωμένη μορφή (ως εκ τούτου το ωδείον διαθέτει σήμερα περίπου 5000 θέσεις –ενώ ο αρχικός αριθμός ήταν περίπου 6000). Ο χώρος του προσκηνίου, ανυψωμένος κατά 1μέτρο και 20εκ (λογείον), είναι αρκετά διευρυμένος (σχεδόν 35μ), ώστε να υπηρετεί άνετα κάθε σκηνική δράση. Κατά την εποχή του Ηρωδείου ο χώρος της ορχήστρας είχε προ πολλού απολέσει το μέγεθος και τη σημασία που κατείχε σε θέατρα της κλασικής εποχής. Στο πίσω μέρος του προσκηνίου τρείς ομοίων διαστάσεων θύρες οδηγούν σε στενόμακρο θολοσκεπή χώρο, τη Σκηνή (συχνά σημειώνεται στα σχέδια του μνημείου ως vestibulum), προορισμένη για τους καλλιτέχνες, της οποίας σώζεται υπό την παρούσα πλακόστρωση το πολυτελέστατο μωσαϊκό δάπεδο. Ο ελάχιστα σωζόμενος νότιος τοίχος της περιείχε σειρά μεγάλων φωτιστικών ανοιγμάτων, εναλλασσόμενων με παραστάδες, επί των οποίων έβαιναν ισχυρά τόξα.

Η πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 92μ, συμμορφώνεται με την δεξιά αυτής στοά του Ευμένους. Το μη σωζόμενο ανώτερο μέρος της, πλάτους 81μ, περιείχε αέτωμα πλάτους 42μ μέτρων, του οποίου η κορυφή έφθανε σε ύψος 44μ. (τα διατηρούμενα τμήματα φθάνουν μέχρι τα 28 μ – ή 29 μ από το επίπεδο της ορχήστρας). Μεγάλα τοξωτά ανοίγματα σε επάλληλες σειρές, ισχυρές παραστάδες και λίαν προεξέχοντα γείσα δέσποζαν στην πρόσοψη, ενώ πολυποίκιλες μαρμαρεπενδύσεις παρείχαν εντύπωση μεγάλης πολυτέλειας.

Την πρόσβαση υπηρετούσαν οι τέσσερις μεγάλες αίθουσες του ισογείου, δύο αριστερά και δύο δεξιά της σκηνής, με διπλά κλιμακοστάσια που οδηγούν απευθείας στο άνω διάζωμα, ή ακόμη σε δρόμους της πόλεως, προϋπάρχοντες εκατέρωθεν και όπισθεν του κτηρίου, αλλά σε υψηλότερο έδαφος. Εξ αυτών ο λεγόμενος Περίπατος, έπρεπε να μετατοπισθεί για να δοθεί στο Ωδείο ο αναγκαίος χώρος, και να προσαρμοσθεί επί ικανό μήκος στο καμπύλο μέρος του κτηρίου. Δυστυχώς καταστροφές και αλλοιώσεις συγχέουν την απομένουσα εικόνα, παρασύροντας τους μελετητές σε λίαν ανακριβείς αναπαραστάσεις του οπίσθιου μέρους του κτηρίου και του προσκειμένου σε αυτό Περιπάτου. Αξίζει να προστεθεί ότι το ανατολικό κλιμακοστάσιο συνέδεε το όλο σύστημα και με το δεύτερο πάτωμα της στοάς του Ευμένους.

Το εσωτερικό του Ηρωδείου διέθετε ασύλληπτο πλούτο. Τα έδρανα -συμπαγή μαρμάρινα-, η ορχήστρα, στρωμένη με λευκές και μαύρες πλάκες μαρμάρου και οι τοίχοι με τις πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις αποτελούσαν ένα σύνολο απερίγραπτης ομορφιάς. Η σκηνή διέθετε την τυπική για ένα ρωμαϊκό θέατρο πρόσοψη (scaenae frons): μικρές συνθέσεις πάνω στο αρχιτεκτονικό θέμα του δίστυλου ναΐσκου (aedicula), αποτελούμενες από κορινθιακούς κίονες, παραστάδες και θριγκούς, ανεδείκνυαν αγάλματα στημένα σε κόγχες, όλα από πολυτελή μάρμαρα. Εξαιρετικά μωσαϊκά σε γεωμετρικά και φυτικά σχέδια κάλυπταν τα δάπεδα των κλειστών χώρων.

Ακόμη και η αρχικά αφανής τοιχοποιία ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη, καθώς ήταν δομημένη με πώρινους ορθογώνιους λαξευμένους λίθους με ενδιάμεση πλήρωση από χυτό λιθόδεμα, που σε ορισμένα σημεία φτάνει το πάχος των 2,70 μέτρων. Το υπερβολικό αυτό πάχος δικαιολογείται μόνον από το τεράστιο βάρος της στέγης. Κατά τους χρόνους των βαρβαρικών επιδρομών οι ισχυροί τοίχοι του Ηρωδείου προσφέρθηκαν ως έτοιμη λύση του προβλήματος της εν σπουδή οχύρωσης των Αθηνών, της οποίας απετέλεσαν μέρος.

Το Ηρώδειο φαίνεται ότι κέρδισε το θαυμασμό του αρχαίου κόσμου: ο Παυσανίας (ο οποίος το αναφέρει στα «Αχαϊκά» κι όχι στα «Αττικά», καθώς δεν είχε αρχίσει η ανέγερσή του όταν εκείνος επισκέφθηκε την Αθήνα), αναφέρει ότι αυτό ξεπέρασε σε μέγεθος και διάκοσμο το Ωδείο της Πάτρας και το θεωρεί ως το αξιολογότερο οικοδόμημα του είδους του. Η τεράστια στέγη του, οπωσδήποτε μέγα τεχνολογικό επίτευγμα (ακόμα και με μέτρα της εποχή μας), εγκωμιάζεται από όλους τους αρχαίους συγγραφείς και κυρίως από το Φιλόστρατο (Βίοι σοφιστών Β 1,5): «ανέθηκε δε Ηρώδης και το επί Ρηγίλλη θέατρον, κέδρου ξυνθείς τον όροφο, η δε ύλη και εν αγαλματοποιίαις σπουδαία». Οι μαρτυρίες αυτές δίχασαν την επιστημονική κοινότητα καθώς μια ολική στέγαση τόσο τεράστιου χώρου άνευ ενδιάμεσων στηριγμάτων φαίνεται μάλλον ανέφικτη. (Από την άλλη πλευρά η ύπαρξη οχετού κάτω από την ορχήστρα για την συλλογή των υδάτων, δεν πρέπει να προσφέρεται ως αντένδειξη για τη στέγη: ένας οχετός πρέπει να ήταν αναγκαίος ακόμη και μόνο για την απομάκρυνση των υδάτων πλύσεως του εσωτερικού).

Παρ’ ότι δεν βρέθηκαν ίχνη από κατακόρυφα στηρίγματα στο κοίλο, η δομή του κτηρίου αποδεικνύει την πρόβλεψη στέγης βάσει των εξής γνωρισμάτων:

1) τεράστιο πάχος των τοίχων

2) παρουσία πολύ μεγάλων παραθύρων σε τρεις επάλληλες σειρές στη νότια πλευρά (θα ήσαν άχρηστα σε ένα ασκεπές ή ημισκεπές κτήριο)

3) μεγάλο ύψος του τοίχου επάνω από την ανώτατη σειρά καθισμάτων (11,5μ) το οποίο ήταν αναγκαίο μόνο για να υπάρχουν παράθυρα και στον καμπύλο τοίχο

4) ύπαρξη ενισχύσεων στον πρόσθιο και οπίσθιο τοίχο, οι οποίες ευρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία (δηλώνουν τις θέσεις των κύριων φορέων)

Ότι η στέγη δεν έμεινε ένα απραγματοποίητο σχέδιο αποδεικνύεται από το παχύ στρώμα στάχτης και τα θραύσματα κεραμιδιών που βρέθηκαν στην ανασκαφή του 1858, στην ορχήστρα και το κοίλο.

Αυτά παραπέμπουν στο άδοξο τέλος της λαμπρής εποχής, όταν το Ηρώδειο έγινε θύμα της καταστροφικής μανίας των Ερούλων (267μ.Χ.). Στα χρόνια που ακολούθησαν τα κατάλοιπα (μάρμαρα, λίθοι, μέταλλα, κεραμικό υλικό) έγινε αντικείμενο λεηλασίας.

Σήμερα, η αναπαράσταση της στέγης βασίζεται σε όλες τις σωζόμενες στο κτήριο μαρτυρίες, σε ό,τι είναι γνωστό για τα τεράστια επιτεύγματα των ρωμαίων σε αυτή την ειδικότητα, σε ό,τι είναι γνωστό για τα επιτεύγματα της οικοδομικής του ξύλου γενικώς πριν από την βιομηχανική εποχή και σε ότι είναι γνωστό για τις επιστημονικές γνώσεις των αρχαίων.

Βιβλιογραφία

Suda, v. Herodes; Philostratos, Vit. soph. II 1, 5

J. Stuart- N. Revett, The Antiquities of Athens, Chapt. III

Κ. Pittakis, Aρχαιολογική Εφημερίς, 1858, 1707 ff

R. Schillbach, Über das Odeion des Herodes Atticus, Jena 1858,

S. Ivanoff, Annali dell instit. 1858, 213 ff

W. P. Tuckermann, Das Odeum des Herodes und der Regilla in Athen, Bonn 1868

O. Jahn Α. Μichaelis, Arx Athenarum, Bonn, 1901, XXXII, 39-40

F. Versakis, Aρχαιολογική Εφημερίς, 1912, 161-173, Taf. 8-12

J. Durm, die Baukunst der Griechen, 1910

P. Graindor, Un milliardaire antique. Hérodes Atticus et sa famille, 1930

W. Judeich, Topographie von Athen, 1931, Plan II, 326

D. S. Robertson, Greek and Roman Architecture2, 1943, 276, auch W. B. Dinsmoor, Architecture of Ancient Greece, 1950, 313 partielle Überdachung mit sehr grossen, stark vorkragenden Dachträger

L. Crema, Architettura romana, 1959, 425

J. Travlos, Bildlexikon zur Topographie der Stadt Athen, 1070, Odeion des Herodes Atticus

R. Meinel, Das Odeion, Untersuchungen an überdachten antiken Theatergebäuden, Frankfurt a.M. 1979

Athens in Prehistory and Antiquity, Ausstellungs-Katalog, Athen, 1985, Akropolis-Modell (Abb. 2 auf Seiten 30-31) und Plan (Abb. 1 auf Seite 37).

G. Izenour, Roofed Theaters of Classical Antiquity, 1992, 132 ff

M. Galli, D. Dinelli, Neue Zeugnisse zum Theater des Herodes Atticus in Athen, Antike Welt 29 (1998), 519-532 (Erster Teil : M. Galli, Das Theater des Herodes Atticus in Athen in den Zeichnungen von Honoré Daumet, 524

Pierre Gros, L’ Architecture Romaine, I, 1996, 314

J. M. Camp, The Archaeology of Athens, 215-218

Μ. Korres, Die Überdachung des Odeions des Herodes Atticus in Athen, στο U. Hassler (επιμέλ.) Bauforschung, 2010, 27-35