Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Passion/Πάθος: Το 4o Musikaloy Festival
Πηγή: Καθημερινή
Toυ Ηλία Μπέλλου
Το ελληνικό τουριστικό προϊόν «πονάει» όπου εξαρτάται από το Δημόσιο και χάνει έτσι πόντους στις διεθνείς αγορές, παρά το γεγονός πως συγκεντρώνει πολύ υψηλά ποσοστά ικανοποίησης στις περισσότερες από τις υπόλοιπες κατηγορίες κριτηρίων έναντι των ανταγωνιστικών του προορισμών. Ετσι οι ταξιδιώτες που έχουν ήδη επισκεφθεί την Ελλάδα μία φορά δηλώνουν πως θα ξαναέρθουν σε μικρότερο ποσοστό έναντι αυτών που δηλώνουν πως θα ξαναεπισκέπτονταν μια άλλη ανταγωνιστική χώρα. Το ποσοστό πρόθεσης επανάληψης της επίσκεψης για την Ελλάδα ανέρχεται στο 36% του συνόλου έναντι 46% για τους ευθέως ανταγωνιστικούς προορισμούς και συγκεκριμένα τις χώρες της Νότιας Μεσογείου όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Μάλτα, η Τουρκία και η Κροατία, παρά το γεγονός πως έχουν χαμηλότερη βαθμολογία στα κύρια κριτήρια ικανοποίησης των τουριστών.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα μελέτης του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), με τίτλο: «Αξιολόγηση του brand “Ελλάδα” και σύγκριση με τον ανταγωνισμό στη Νότια Ευρώπη βάσει της εμπειρίας των τουριστών», που παρουσιάστηκε χθες Τετάρτη σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο από τον γενικό διευθυντή του Ινστιτούτου Ηλία Κικίλια και τον επιστημονικό διευθυντή Αρη Ικκο.
Ποια είναι λοιπόν τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας; Ο φιλόξενος χαρακτήρας και η φιλικότητα των κατοίκων, η διαμονή, η αίσθηση ασφάλειας, η γαστρονομία και η ομορφιά των τοπίων αποτελούν τα top-5 κριτήρια ικανοποίησης των τουριστών στη Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία και Κροατία).
Και στις πέντε αυτές κρίσιμες διαστάσεις της τουριστικής εμπειρίας, η Ελλάδα υπερτερεί έναντι του ανταγωνισμού και προσφέρει πολύ υψηλή ικανοποίηση σύμφωνα με τη μελέτη που έγινε με 6.543 συνεντεύξεις στη Νότια Μεσόγειο, το 10% εκ των οποίων σε επισκέπτες που είχαν έρθει και στην Ελλάδα.
Η χώρα μας, ωστόσο, υστερεί σημαντικά έναντι των ανταγωνιστριών χωρών σε άλλα υλικά και άυλα στοιχεία και διαστάσεις της εμπειρίας, όπως είναι η καθαριότητα των επιμέρους προορισμών, η πληροφόρηση, η άναρχη πολεοδομία, η ευκολία πρόσβασης στα αεροδρόμια, οι οδικές υποδομές και η προσφερόμενη εμπειρία στους αρχαιολογικούς χώρους. Κριτήρια όλα που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο σχετίζονται με το Δημόσιο ή την Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθώς αφορούν πεδία ευθύνης και αρμοδιότητάς τους.
Αναλυτικά τα στοιχεία στα οποία η Ελλάδα μειονεκτεί και συνδέονται κυρίως με τη λειτουργία προορισμών είναι:
Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι των ανταγωνιστριών χωρών σε ζητήματα που σχετίζονται με την καθαριότητα, την άναρχη πολεοδομία & ευκολία περιήγησης, τις οδικές υποδομές και τη σηματοδότηση στους τουριστικούς προορισμούς.
Οσον αφορά τους πολιτιστικούς πόρους, η Ελλάδα βαθμολογείται θετικά στο κλασικό προϊόν (ιστορικά μνημεία, αξιοθέατα, κ.λπ.), ωστόσο στη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ καταγράφονται η αναγκαιότητα για ανάπτυξη μιας ευρύτερης ποικιλομορφίας (σε επίπεδο προϊόντος, όχι πόρων) –π.χ. βυζαντινός, νεότερος και σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός– αλλά και αναβάθμιση της παρουσίασης των πολιτιστικών πόρων με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους για τον επισκέπτη (story telling) πέρα από τη βασική τεκμηρίωση που προσφέρεται. Αρνητική είναι και η εικόνα για άλλους παράγοντες που είναι εξίσου σημαντικοί για τους τουρίστες με ενδιαφέρον στον πολιτισμό, όπως είναι η κατάσταση και η καθαριότητα εντός και εκτός των αρχαιολογικών χώρων, η εικόνα των πόλεων, αλλά και το φάσμα αγοραστικών επιλογών (shopping), οι επιλογές για ψυχαγωγικές δραστηριότητες κ.λπ.
Αντίστοιχα φαίνεται ότι η χώρα μειονεκτεί σημαντικά στην παροχή επαρκούς πληροφόρησης τόσο μέσω των κέντρων πληροφόρησης (info-centers) όσο και της ποιότητας των διαθέσιμων εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας (mobile apps).
Οι περιορισμένες επιλογές και η χαμηλή σχέση ποιότητας-τιμής ως προς το shopping καταγράφεται επίσης ως παράγοντας που χρήζει βελτίωσης ειδικά στους citybreak προορισμούς.
Επίσης, παρά την υψηλή βαθμολογία της χώρας ως προς την ικανοποίηση των επισκεπτών και τη σχέση ποιότητας-τιμής, η Ελλάδα μειονεκτεί έναντι των ανταγωνιστριών χωρών ως προς τη διάθεση των επισκεπτών να επαναλάβουν το ταξίδι τους. Η πρόθεση των τουριστών να επανέλθουν στη χώρα μας, μπορεί να ενισχυθεί με την παροχή περισσότερων συνδυαστικών και καινοτόμων εμπειριών, ισχυροποιώντας τα υπάρχοντα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που προαναφέρθηκαν, σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ.
Στον αντίποδα, τα κύρια κριτήρια και διαστάσεις της τουριστικής εμπειρίας που αποτελούν βασικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας έχουν κοινό χαρακτηριστικό τον ανθρώπινο παράγοντα και είναι σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ τα παρακάτω:
Η φιλικότητα των κατοίκων και οι πολύ θετικές επιδόσεις στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών από το ανθρώπινο δυναμικό στα καταλύματα, στα καταστήματα εστίασης, στα μουσεία, στις δημόσιες μεταφορές, αλλά και η αίσθηση ασφάλειας και η καλή σχέση ποιότητας-τιμής αναφέρονται ως οι βασικοί άυλοι παράγοντες που καθιστούν τη χώρα εξαιρετικά ανταγωνιστική ως τουριστικό προορισμό.
Τα υψηλά επίπεδα ικανοποίησης σχετικά με τη διαμονή και την ποιότητα του φαγητού, επίσης, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμπειρίας των επισκεπτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ ανάμεσα στους τουρίστες που αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη γαστρονομία (foodies), η Ελλάδα προσφέρει άκρως ανταγωνιστικές εμπειρίες τόσο σε επίπεδο ποικιλίας και επιλογής φαγητού όσο και στους περισσότερους άλλους παράγοντες που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη κατηγορία επισκεπτών, όπως είναι η ψυχαγωγία, η μετακίνηση, η αίσθηση ασφάλειας κ.ά.
Εξαιρετική είναι επίσης και η εμπειρία στις παραλίες, με εξαίρεση την καθαριότητα όπου η χώρα μας υστερεί σημαντικά έναντι του ανταγωνισμού.
Σε επίπεδο μέσων μαζικής μεταφοράς, η Ελλάδα βρίσκεται σε αποδεκτά επίπεδα, λίγο υψηλότερα από τον ανταγωνισμό και ιδιαίτερα ως προς τις τιμές.
«Κλειδί» η καλύτερη διαχείριση των προορισμών από τους αρμόδιους φορείς
Η Ελλάδα επιτυγχάνει υψηλά και ανταγωνιστικά επίπεδα συνολικής ικανοποίησης και σχέσης ποιότητας-τιμής κατά τη διάρκεια της διαμονής. Το καθαρό ποσοστό των θερμών υποστηρικτών μετά την επίσκεψη συμβαδίζει με τον ανταγωνισμό. Ομως, μία πιθανή πρόκληση μακροπρόθεσμα αφορά τη χαμηλότερη σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό πρόθεση επανάληψης της επίσκεψης: το γεγονός αυτό θα πρέπει να ενθαρρύνει τους τουριστικούς φορείς να αυξήσουν την αφοσίωση και τους «λόγους επιστροφής των επισκεπτών», τη στιγμή που οι ταξιδιώτες εκτίθενται σε όλο και περισσότερες επιλογές προορισμών εντός και εκτός της περιοχής, αναφέρει η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ για την αξιολόγηση του Brand «Ελλάδα».
«Τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού τουριστικού προϊόντος δηλαδή ένας φιλόξενος λαός, αίσθηση ασφάλειας, υποδομές και υπηρεσίες διαμονής και εστίασης και ομορφιά τοπίων είναι ιδιαιτέρως ανταγωνιστικά και ανταποκρίνονται σε βασικές ανάγκες των τουριστών στη Νότια Ευρώπη», σημειώνει μιλώντας στην «Κ» ο δρ Αρης Ικκος, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, του ερευνητικού βραχίονα του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ). Υπογραμμίζει, όμως, ότι «από την άλλη πλευρά η χώρα μειονεκτεί σε θέματα διαχείρισης και λειτουργίας προορισμών όπως η καθαριότητα ή η παρουσίαση αρχαιοτήτων και σε ορισμένες υποδομές όπως στους αρχαιολογικούς χώρους». «Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών και οι συνεργασίες και συνέργειες για τη δημιουργία πιο σύνθετων εμπειριών θα τονώσουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά μας», προσθέτει.
Και για να επιτευχθεί αυτό ο ΣΕΤΕ έχει προτάξει φέτος την προσοχή του στη διαχείριση των προορισμών, στον συντονισμό των δράσεων που απαιτούνται προκειμένου να υλοποιηθούν τα αναγκαία έργα, αλλά και στο να καλυφθούν οι ανάγκες σε επίπεδο προσφερόμενων υπηρεσιών με συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων ή συναρμόδιων φορέων δηλαδή την κεντρική κυβέρνηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος, μόλις προ δύο εβδομάδων απαρίθμησε οκτώ κρίσιμα σημεία που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης:
1. Την αυτονόητη ανάγκη για ρεύμα και νερό χωρίς διακοπές για κατοίκους και τουρίστες.
2. Την αυτονόητη ανάγκη για διαχείριση απορριμμάτων σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και με σεβασμό στο περιβάλλον και στους κατοίκους.
3. Τη βελτίωση των τοπικών οδικών δικτύων και των συνοριακών σταθμών απ’ όπου εισέρχεται πλέον περί το ένα τρίτο του συνόλου των ταξιδιωτών.
4. Τον εκσυγχρονισμό των λιμενικών υποδομών που αφορούν τόσο την ασφάλεια όσο και τη λειτουργικότητα.
5. Την επαρκή αστυνόμευση ώστε η Ελλάδα «να παραμείνει ένας ασφαλής προορισμός των ξένων επισκεπτών».
6. Την ενίσχυση των υπηρεσιών υγείας που είναι «αυτονόητη υποχρέωση του κράτους προς τους πολίτες και τους επισκέπτες, για όλο τον χρόνο».
7. Το ξεκάθαρο πλαίσιο σε θέματα ωραρίου, λειτουργίας, στελέχωσης και καθαριότητας των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, που αν και «έχουν εξαντληθεί σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου απαιτούν πλέον υλοποίηση».
8. Την επίλυση του κυκλοφοριακού προβλήματος σε προορισμούς που έχουν μεγάλη επισκεψιμότητα.
«Τα παραπάνω θα έπρεπε να γίνουν είτε έχουμε τουρισμό ως χώρα είτε όχι και άλλωστε είναι πλέον κοινός τόπος πως για να έχουμε ευχαριστημένους τουρίστες πρέπει να έχουμε και ευχαριστημένους κατοίκους», υπενθύμισε πριν από λίγες μέρες ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ. Προέτρεψε, μάλιστα, ενόψει εκλογών τους πολίτες να θέσουν αυτά τα ζητήματα στον δημόσιο διάλογο και να καλέσουν τους υποψηφίους να τοποθετηθούν. «Η καλή λειτουργία των προορισμών επιβάλλεται μεταξύ άλλων και για την προστασία του brand name της χώρας, ενόψει διαχείρισης μεγάλου αριθμού επισκεπτών», υπογράμμισε.