Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Passion/Πάθος: Το 4o Musikaloy Festival
πηγή: in.gr
Ο συνθέτης μιλάει για τη μουσική του αφετηρία, τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τις θητείες του ως διευθυντή καλλιτεχνικών οργανισμών και αποκαλύπτει τα μελλοντικά του σχέδια
Θα ήταν υποτιμητικό για τους αναγνώστες μας – μια και ο ίδιος περιορίζεται σε ελάχιστα στη συνομιλία μας – να αρχίσουμε να απαριθμούμε τις δραστηριότητες και τα έργα του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού. Ανήκοντας στην ευλογημένη κατηγορία των καλλιτεχνών που ό,τι έχει παραγάγει ως σήμερα να αφορά πολύ περισσότερο το κοινό παρά τον ίδιο, θα λέγαμε τόσο για την ανθρώπινη όσο και για την καλλιτεχνική του εκδοχή, ως ένα τιμητικό επιστέγασμα, τη διεκδίκηση από πλευράς του τού στίχου της Κικής Δημουλά «Σιγά σιγά μυθιστορίζεσαι». Αλλά και τη διεκδίκηση του ίδιου αποκλειστικά από τον τόπο του καθώς εδώ έζησε και εργάστηκε και εδώ συνεχίζει να ζει και να εργάζεται για δεκαετίες παρά το γεγονός ότι του ανοίγονταν ορίζοντες πολύ πέρα των εθνικών μας, επιβεβαιώνοντας την αθάνατη ρήση του ρεμπέτη Γιώργου Μουφλουζέλη που έλεγε για τον εαυτό του «Εγώ το πηγάδι το άνοιξα με το βελόνι».
Μια καριέρα εξήντα χρόνων, με μια αδιατάραχτη και εμμονική σχέση με μια τέχνη, χώρια από τα λαμπρά αποτελέσματα, επόμενο είναι να προκαλεί ένα αυξημένο ενδιαφέρον σε σχέση με την αφετηρία της. «Η μουσική είναι για μένα η πιο παλιά βιωματική μου εμπειρία. Ο κεφαλονίτης πατέρας μου τραγουδούσε, συνοδεία της κιθάρας του – τον θυμάμαι από μωρό στην κούνια. Εκτός από καντάδες, τραγουδούσε άριες από την ιταλική όπερα, αλλά και έντεχνα τραγούδια. Μια από τις πιο παλιές μου αναμνήσεις είναι η Σερενάτα του Σούμπερτ. Από τότε η μουσική έγινε ταυτότητα, τόπος ονείρων και ευτυχισμένων συναντήσεων».
Οσο όμως ενδιαφέρει η αφετηρία μιας εξαίρετης καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας, τα ίδια ή και περισσότερο ακόμη ενδιαφέρει ό,τι θα χαρακτήριζε κανείς ως «σταθμούς» αυτής της σταδιοδρομίας. «Καθοριστικός σταθμός για τη ζωή μου ήταν όταν μια γειτόνισσα που έπαιζε και δίδασκε πιάνο στο σπίτι της, είπε στη μάνα μου ότι θα ήταν έγκλημα να μη σπουδάσω μουσική – θα ήμουν 7-8 χρονών, τότε. Τρία χρόνια αργότερα η μητέρα μου κατάφερε να πείσει τον διευθυντή του Ωδείου Αθηνών Σπύρο Φαραντάτο να με εγγράψει χωρίς δίδακτρα. Καθοριστική για τη μουσική μου πορεία είναι επίσης η συνάντησή μου με τον Μάνο Χατζιδάκι, όταν ο ίδιος ζήτησε να με γνωρίσει στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της ΕΡΤ (1961), όπου πήρα το τρίτο βραβείο κι εκείνος τo δεύτερο. Ημουν τότε στο πρώτο έτος της Μαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συνάντηση αυτή, που τη θυμάμαι πάντα με συγκίνηση, ήταν η απαρχή μιας πολυετούς φιλίας και συνεργασίας, που διήρκεσε έως τα τέλη της ζωής του. Με έχρισε βοηθό του στις συναυλίες, στις ηχογραφήσεις, ακόμη και στα διοικητικά του καθήκοντα στην Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών. Αλλά και αργότερα συνεργαστήκαμε στο Γ’ Πρόγραμμα, στον Μουσικό Αύγουστο κ.α.
Επίσης η ιδιοφυΐα του Γιάννη Χρήστου και η ηφαιστειακή προσωπικότητα του Σπύρου Σακκά συνέβαλαν από νωρίς στη διαμόρφωσή μου. Με τον Σακκά έπαιξα και παρουσίασα πολλά σημαντικότατα έργα μου. Το Ελληνικό τραγούδι που παρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1970 άνοιξε τον δρόμο για πολλές παραγγελίες, για έργα που παίχτηκαν στην Αβινιόν και σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα ίδια τα έργα, βέβαια, είναι εκείνα που καθόρισαν την πορεία μου:
Ο Ρήσος, η πρώτη μου μουσική για την Επίδαυρο, το έργο μου Griselidis και η συνεργασία με τον Vitez, το πρώτο μουσικό θέατρο Ερμής και Προμηθέας που παρουσιάστηκε στο Παρίσι, αργότερα, ο Πυλάδης σε κείμενο Γιώργου Χειμωνά και σκηνοθεσία Διονύση Φωτόπουλου, Η Οδύσσεια, βέβαια, σε χορογραφία John Neumeier, Οι δραπέτες της σκακιέρας σε λιμπρέτο Ευγένιου Τριβιζά, η Ιοκάστη σε ποίηση Ιουλίτας Ηλιοπούλου, Το Μονόγραμμα, καντάτα πάνω στο ομώνυμο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, Η Λεπορέλλα σε λιμπρέτο Ιουλίτας Ηλιοπούλου, βασισμένη στον Τσβάιχ».
Καμία τέχνη δεν υπάρχει από μόνη της και η συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές τέχνης, όπως για παράδειγμα της μουσικής με τη λογοτεχνία, έχει αποφέρει ιστορικές και μυθικές συχνά παρακαταθήκες. «Η λογοτεχνία άρχισε να με απασχολεί κυρίως από το σχολείο. Η βιβλιοθήκη του σπιτιού μου ήταν πολύ ισχνή, αλλά γύρω στα δώδεκα χρόνια μου, στον Πειραιά, είχα πάλι την τύχη να πέσω σε μια πολύ πλούσια βιβλιοθήκη. Διάβασα σημαντικά μυθιστορήματα – από τους Αθλίους του Βίκτωρος Ουγκώ, έως τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Τους αρχαίους κλασικούς γνωρίσαμε αρχικά από το σχολείο, αργότερα διάβασα την Οδύσσεια στο πρωτότυπο! Τον Στέφαν Τσβάιχ γνώρισα πολύ αργότερα. Η Λεπορέλλα με συγκίνησε – έχει κάτι από αρχαία τραγωδία».
Μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι έχει γίνει σχεδόν αναπόφευκτη η μνεία του στη συζήτηση με κάθε σοβαρό μουσικό. Πόσω μάλλον με τον σημερινό φιλοξενούμενό μας με τη, για πολλά χρόνια, συνεργασία του με τον δημιουργό του Μεγάλου Ερωτικού. «Εχω κάμποσες συναρπαστικές αναμνήσεις από τον Μάνο Χατζιδάκι. Ας αναφερθώ σε μια συνάντησή μας στο Παρίσι, λίγο πριν επιστρέψω στην Ελλάδα, που με τιμά ιδιαίτερα για τη σημασία και την εμπιστοσύνη του στη μουσική μου κρίση: Με ειδοποίησε ότι θα φθάσει στο Παρίσι την τάδε ημερομηνία και θα ήθελε να συναντηθούμε, όχι στο ξενοδοχείο, αλλά στο σπίτι μας, στη Cité des Arts. Παραξενεύτηκα λιγάκι, αλλά όταν ήρθε λύθηκε το μυστήριο. Οταν έφτασε, με υπερηφάνεια αλλά και λίγο τρακ, έβγαλε από τη τσάντα του έναν δίσκο και με παρακάλεσε να τον ακούσουμε στο πικάπ. Ηταν ο Μεγάλος Ερωτικός που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Τον ακούσαμε μαζί ευλαβικά.
– Μπράβο, ρε Μάνο, είναι τόσο όμορφο και συγκινητικό, αλλά επιπλέον έκανες κι ένα βήμα πέρα από τη μελοποίηση, ασχολήθηκες με την αναζήτηση νέων ηχητικών εφέ από την ορχήστρα (πράγμα που την εποχή εκείνη ήταν το κυρίως ζητούμενο των συνθετών της avant-garde), μας ρούμπωσες δηλαδή! Δεν μπορώ να περιγράψω την «παιδική» χαρά του. Υστερα φάγαμε με ιδιαίτερη όρεξη!».
Μια ισότιμη και αποκλειστική διεκδίκηση ενός μουσικού από την όπερα, το τραγούδι και τη συμφωνική μουσική, επόμενο είναι να σε κάνει να αναρωτιέσαι για το ποια τελικά παραμένει η βαθύτερή του προτίμηση. «Η όπερα, τραγούδι είναι, σε μεγάλο βαθμό. Είναι ωστόσο ένα πολύ σύνθετο είδος, που περιλαμβάνει το θέατρο, το τραγούδι και την ορχηστρική γραφή. Είναι ίσως το πιο δύσκολο και χρονοβόρο εγχείρημα για έναν συνθέτη. Καθοριστικό ρόλο έχει βέβαια το λιμπρέτο, γιατί σ’ αυτό στηρίζεται κι από αυτό εμπνέεται ο συνθέτης. Αγαπώ ιδιαίτερα την όπερα, ίσως γιατί τη γνώρισα από πολύ νωρίς στη ζωή μου, χάρη στον πατέρα μου. Για μένα ωστόσο, ένα όμορφο και πρωτότυπο τραγούδι είναι ένα αληθινό θαύμα, ακριβώς γιατί η απλότητά του δεν κρύβει τα κουσούρια του, είναι κάτι σαν γυμνό μοντέλο. Αν ο συνθέτης υποτιμήσει την αυθεντική μουσικότητα των λέξεων, αλλά και το βάρος των εννοιών τους, τότε το αποτέλεσμα θα είναι απογοητευτικό».
Χωρίς να έχουν ζημιωθεί στο ελάχιστο οι υψηλές καλλιτεχνικές του επιδόσεις, ή ο χρόνος του να έχει αλλοιωθεί όσον αφορά τον σταθερό μουσικό του οραματισμό, ο Γιώργος Κουρουπός διαθέτει μια τεράστια εμπειρία σε σχέση με τη διεύθυνση καλλιτεχνικών οργανισμών. «Εχω δύο φορές υπηρετήσει την Λυρική Σκηνή, ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της. Η πρώτη θητεία μου ήταν επί Μελίνας Μερκούρη. Η Λυρική, την εποχή εκείνη, ήταν ακόμη προβληματική. Το θέατρο της οδού Ακαδημίας ήταν οριακά κατάλληλο για όπερα. Οι επτά ή οκτώ συνδικαλιστικοί σύλλογοι των εργαζομένων απεργούσαν συχνά και σταδιακά ο ένας μετά τον άλλο, έτσι ώστε οι παραστάσεις περιορίζονταν δραματικά. Το ΔΣ έπρεπε να συνεδριάζει σχεδόν τρεις φορές την εβδομάδα, για να αναζητά συμβιβασμούς και λύσεις. Κι όμως, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, θυμάμαι παραστάσεις συγκινητικής ευαισθησίας, τόσο λόγω της ποιότητας των μονωδών, όσο και της ευρηματικότητας και καλαισθησίας της σκηνοθεσίας – σκηνογραφίας. Ενα δείγμα αυτής της ποιότητας, που δεν μπορώ να ξεχάσω, ήταν το ανέβασμα του Βέρθερου του Massenet, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου, σκηνογραφία του Διονύση Φωτόπουλου και πρωταγωνιστές τον Ζάχο Τερζάκη και την Κική Μορφονιού. Η θητεία μου ως διευθυντή στο δημοτικό Ωδείο της Καλαμάτας, αλλά κυρίως η σαρωτική προσωπικότητα του Σταύρου Μπένου με επηρέασαν σημαντικά. Πιστεύω ότι έχω συμβάλει ιδιαίτερα στην πολιτιστική ανάπτυξη της Καλαμάτας.
Η Ορχήστρα των Χρωμάτων πάλι ήταν μια πολύ δημιουργική εμπειρία. Είχε την τόλμη να παρουσιάζει στο κοινό σύγχρονα έργα ελλήνων και ξένων συνθετών, που τις περισσότερες φορές ήταν εντελώς άγνωστοι. Θεωρώ εγκληματική την απόφαση του ΥΠΠΟ να καταργήσει την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Η εμπειρία μου επίσης ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Μεγάρου, υπό την προεδρία του Γιάννη Μάνου, ήταν μια αποστολή ειδικής ανάγκης. Μέσα στη μνημονιακή δαγκάνα, έπρεπε να βρούμε τρόπο να λειτουργήσουμε έναν οργανισμό πού είχε μια παράδοση ετών οικονομικής ευφορίας. Ευτυχώς ο Γιάννης Μάνος, που ως πρόεδρος με έπεισε να βοηθήσω την προσπάθειά του να διασώσει τον σημαντικότερο μουσικό φορέα της χώρας, είχε τη δύναμη, αλλά και την ικανότητα να παλέψει με κάθε τρόπο».
Με τον πολύ εκφραστικό τίτλο η τελευταία του όπερα Ελπίς Πατρίδος, σε λιμπρέτο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, διατηρεί άραγε γι’ αυτόν τα αισθήματα του γονιού για το στερνοπούλι του; «Η Ελπίς Πατρίδος ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Να γράψεις μια όπερα που να περιλαμβάνει τα βασικά επεισόδια της Ελληνικής Επανάστασης, από τη σταδιακή ιδεολογική ωρίμαση, έως την εξέγερση και τις πρώτες μάχες, είναι ήδη ένα προκλητικό ζητούμενο. Θέλαμε ωστόσο να είναι μια «λαϊκή» όπερα, να αποφύγουμε δηλαδή μουσικά πρωτοποριακά ιδιώματα που θα δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο την πρόσληψη των λέξεων και των νοημάτων. Εκτιμώ ότι το λιμπρέτο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου ήταν απολύτως ισορροπημένο και πλήρες, με θεατρική οικονομία και διακριτές σκηνές. Από την παράσταση έμεινα με μια γλυκόπικρη γεύση. Αφενός λόγω της πανδημίας που «μποϊκοτάρισε» την παράσταση, αλλά και λόγω κάποιων επιλογών της σκηνοθεσίας. Το κοινό ήταν εξαιρετικά θερμό στο τέλος και αυτό είναι η ουσιαστική ανταμοιβή μας. Ελπίζω ασφαλώς ότι θα το ξαναδούμε σύντομα».
Επειδή έναν δημιουργό τον αφορούν περισσότερο αυτά που σχεδιάζει, σε σχέση με αυτά που έχουν συντελεστεί, αυτομάτως η παρούσα «στιγμή» μοιάζει να μετρά πολύ περισσότερο. «Αυτή την εποχή νιώθω ότι χρειάζομαι μια περίοδο ξεκούρασης για να επανέλθω. Νιώθω όμορφα όταν συχνά – πυκνά ακούω να παίζονται έργα μου, όπως στις αρχές Οκτωβρίου στο αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης, το νέο μου έργο Η στοά των αγαλμάτων, που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Είναι προγραμματισμένες και αρκετές συναυλίες, όπως, στη Θεσσαλονίκη Η συνέλευση των ζώων, ή στη Σκιάθο ένας νέος κύκλος τραγουδιών εμπνευσμένος από τον Παπαδιαμάντη. Τα τραγούδια της γυναικείας μοναξιάς για τον Μάρτιο στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, αλλά και το Lamento – Concerto grosso που θα παιχθεί την άνοιξη στο Γκότινγκεν. Προς το παρόν έχουμε τελειώσει την ηχογράφηση εκατόν σαράντα τραγουδιών μου για φωνή και πιάνο που θα κυκλοφορήσουν σύντομα σε δίσκους και σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες».
Δεν είναι ψίθυρος αλλά λέγεται ευθαρσώς – κάθε άλλο παρά ως μομφή – πως ο Γιώργος Κουρουπός είναι ένας λόγιος συνθέτης. Τι φρονεί άραγε ο ίδιος γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό; «Ενας συνθέτης που έχει σπουδάσει σε βάθος τη μουσική είναι ένας λόγιος συνθέτης. Λαϊκός συνθέτης είναι εκείνος που ασχολείται με τη μελοποίηση λαϊκών τραγουδιών. Δεν είναι ποιοτική η διαφορά, αλλά αντικειμενική».