Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Passion/Πάθος: Το 4o Musikaloy Festival
Ηλεκτρονική έκδοση “musicpaper.gr”
Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012
Γράφει ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
Υπάρχουν στιγμές μοναδικές και ανεπανάληπτες. Μια τέτοια, για τη μουσική ζωή του τόπου, χάρισε στους περίπου πεντακόσιους τυχερούς, που την παρακολούθησαν, η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου, στον αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης. Εκεί, στις παρυφές του Αρχαίου Θεάτρου του Διονύσου – αυτή την ανυπέρβλητη μήτρα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού – ακούστηκαν ξανά, για πρώτη φορά μετά από 2.500 χρόνια, ο Αισχύλειος Λόγος και Μουσική.
Η ιδιαίτερη μουσική εκδήλωση οργανώθηκε από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το πολιτιστικό μη κερδοσκοπικό σωματείο «Διάζωμα», το οποίο ίδρυσε το καλοκαίρι του 2008 ο Σταύρος Μπένος, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική – επισκεφτείτε τον ιστότοπό του (www.diazoma.gr) για να εκτιμήσετε τι μπορεί να κάνει η ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η εκδήλωση της 22ας Σεπτεμβρίου έγινε για να τιμηθούν οι εργαζόμενοι στη συντήρηση και αποκατάσταση των αρχαίων θεάτρων της χώρας και στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, τους σημερινούς θεματοφύλακες δηλαδή των μνημείων του αρχαίου μας πολιτισμού, που όλοι νοιώθουμε υπερήφανοι για αυτόν, αλλά ελάχιστοι, πια, έχουν το δικαίωμα να νοιώθουν αντάξιοί του. Όποιος έκανε τον κόπο να ανηφορίσει λίγο πιο πάνω από τον τόπο της συναυλίας, στο Ιερό και το Θέατρο του Διονύσου, θα διαπίστωσε, ιδίοις όμμασι, τι θαύματα μπορούν να κάνουν κάποιοι από αυτούς τους ελάχιστους. Και σε αυτούς ήταν αφιερωμένη η συναυλία. Ο χώρος ο οποίος επελέγη για τη συναυλία, δεν ήταν, βεβαίως, ο πλέον κατάλληλος. Ούτε ακουστικά, ούτε χωροταξικά. Ήταν, ωστόσο, ο καλύτερος, για τις δεδομένες προδιαγραφές, για να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός και να επιτευχθεί ο στόχος. Το χωροταξικό λύθηκε ιδανικά, χάρη στις ιδέες του τεχνικού διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Κώστα Χαραλαμπίδη. Κατασκευάστηκαν δυο εξέδρες σε διαφορετικά επίπεδα και σε αυτές τοποθετήθηκαν οι θέσεις των διαφορετικών οργάνων, με τρόπο που να μην εμποδίζει την ομαλή και απρόσκοπτη ροή του προγράμματος. Αυτονόητα, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ήχου, χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρική ενίσχυση. Δεν βελτίωσε, ωστόσο, αυτή σημαντικά τις συνθήκες ακρόασης. Δεν ήταν, όμως, εξ ορισμού, αυτό το ζητούμενο, οι ιδανικές, δηλαδή, ακροαματικές συνθήκες, αλλά τα ίδια τα έργα του προγράμματος και, κυρίως, η ποιότητα των ερμηνειών τους. Γιαυτό φροντίσαμε εγκαίρως να απαλλαγούμε από τέτοιες παράλογες απαιτήσεις και εμμονές, ώστε να απολαύσουμε περισσότερο την προσφορά. Και έτσι έγινε τελικά.Το πρόγραμμα της συναυλίας δομήθηκε με έργα – ή αποσπάσματα αυτών – εμπνευσμένα από την Ελληνική Αρχαιότητα. Ένα εντελώς καινούριο, ένα σύγχρονο και τα υπόλοιπα από την εποχή του μπαρόκ και του κλασικισμού.
Είχε δυο διακριτά μέρη, χωρίς, ωστόσο, ενδιάμεσο διάλειμμα, μια και ήταν δέσμευση – καθορισθείσα μάλλον από το ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο) – να μην ξεπεράσει σε διάρκεια, η εκδήλωση, τη μια ώρα.
Ο ήχος που πρωτακούστηκε ήταν ο ήχος των κρουστών. Ήχος απόλυτα ταιριαστός, μια και σίγουρα ανάλογος ήχος ακουγόταν στο χώρο αυτό και πριν από χιλιάδες χρόνια. Το έργο, δεν ήταν άλλο από την Ψάπφα του Ιάννη Ξενάκη, το δημοφιλέστερο έργο του ρεπερτορίου των κρουστών, απόλυτα ταιριαστό και αυτό. Ψάπφα ονομαζόταν στην αρχαιότητα η Σαπφώ. Ο Ξενάκης επεδίωξε με τον ήχο των κρουστών να δημιουργήσει την αίσθηση μιας ρυθμικής απαγγελίας, χωρίς λόγια, του ανέσπερου λόγου της σπουδαίας λυρικής ποιήτριας της αρχαιότητας. Δίνει μάλιστα στον εκάστοτε ερμηνευτή τη δυνατότητα να επιλέξει τα κρουστά τα οποία θα χρησιμοποιήσει για την ερμηνεία του έργου – ο συνθέτης δίνει απλώς τις κατευθυντήριες οδηγίες. Το έργο πλάστηκε το 1975 και είναι αφιερωμένο στον επιφανή ερμηνευτή κρουστών Σύλβιο Γκουάλντα, ο οποίος ήταν φίλος του συνθέτη. Και ο μαθητής του Σύλβιο Γκουάλντα, δικός μας επιφανής ερμηνευτής κρουστών Δημήτρης Δεσύλλας, επωμίστηκε την ξεχωριστή ερμηνεία του. Ο Δημήτρης Δεσύλλας έχει ερμηνεύσει ξανά το έργο αυτό. Αρκετές φορές μάλιστα. Θυμόμαστε με συγκίνηση την ερμηνεία του σε ατομικό ρεσιτάλ που έδωσε στις 7 Απριλίου 2006 στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του ΜΜΑ. Όμως τούτη τη φορά, εμπνευσμένος από το χώρο, την ατμόσφαιρα, την αποστολή, τη στιγμή, χάρισε στο έργο – και σε αυτούς που τον άκουσαν – μιαν ερμηνεία ανεπανάληπτη. Δεν επικοινώνησε μόνο με τον πλαστουργό του έργου. Συνεπαρμένος επικοινώνησε με αυτούς που περπάτησαν, μίλησαν, τραγούδησαν σε αυτό τον ιερό χώρο, πριν χρόνια πολλά. Συνομίλησε με την ίδια τη Σαπφώ.Ο ίδιος ερμηνευτής πρωταγωνίστησε και στο δεύτερο έργο του προγράμματος. Μοιράστηκε, όμως, τη φορά αυτή, την ερμηνευτική δόξα με το μπασοβαρύτονο Τάσο Αποστόλου. Το έργο το οποίο συνερμήνευσαν ακούστηκε για πρώτη φορά. Ήταν το δημιουργημένο για τη συγκεκριμένη εκδήλωση έργο του Γιώργου Κουρουπού Μονόλογος από τον Προμηθέα Δεσμώτη. Βασισμένο σε δυο μονολόγους από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου – και σε πρωτότυπη γλώσσα και σε μετάφραση από τον προ διετίας αποβιώσαντα Πάνο Μουλλά – ορίζει για την ερμηνεία του φωνή, κρουστά και ηχογραφημένους ήχους – μαγνητοταινία, θα λέγαμε σε κάποιες άλλες, όχι μακρινές εποχές. Δραματικό, με την πρωτογενή έννοια του όρου, το έργο αναπτύσσεται με πολλαπλές συνιστώσες. Η φωνή ισορροπεί ανάμεσα στον αρχαϊκό και το σύγχρονο λόγο. Ο τραγουδιστής άλλοτε απαγγέλλει, άλλοτε τραγουδά μελισματικά. Τα κρουστά ενίοτε σχολιάζουν και υπογραμμίζουν το λόγο, αλλιώς τον πεζό, αλλιώς τον τραγουδισμένο, ενίοτε αυτονομούνται χωρίς ωστόσο να διαταράσσουν τη δραματικότητα της ατμόσφαιρας. Συχνά γεννιούνται, οι ήχοι των κρουστών, από τους προηχογραφημένους ήχους, υπάρχουν όμως και στιγμές που τους γεννούν. Όλα σχεδιασμένα με σοφία, γνώση, έμπνευση και σεβασμό, δημιούργησαν ένα σύγχρονο αριστουργηματικό έργο, που παρά τη λιτότητά του, τόσο την εκφραστική, όσο και τη χρονική – η ερμηνεία του διαρκεί μόλις 10 λεπτά – γέμισε τον ιερό χώρο με ήχους, «χρώματα», «εικόνες». Ήταν πράγματι ιδανικό για την περίπτωση. Οι ερμηνευτές του υπερασπίστηκαν σθεναρά τις προθέσεις του δημιουργού. Δεσύλλας και Αποστόλου συνεργάστηκαν με αρμονικότατο τρόπο, πείθοντας ότι αν και ερμήνευαν το έργο για πρώτη φορά, το είχαν αφομοιώσει από καιρό!Μολονότι, τα έργα, με τα οποία είχε δομηθεί το δεύτερο μέρος της συναυλίας, έχουν μειωμένο ελληνικό ενδιαφέρον, η ακρόασή τους προκάλεσε ανάλογες συγκινήσεις. Τόσο ο χώρος και η διαμορφωμένη ατμόσφαιρα, όσο και οι ερμηνείες τους λειτούργησαν καταλυτικά. Επί σκηνής, για το δεύτερο αυτό μέρος, βρέθηκε η Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, με όργανα εποχής – ατυχής η απόδοση στα ελληνικά του όρου, πιστεύουμε – και το νέο καλλιτεχνικό διευθυντή της Γιώργο Πέτρου. Εναρκτήριο έργο της δικής τους προσφοράς ήταν μια από τις τελευταίες συμφωνίες για έγχορδα του Αντόνιο Βιβάλντι, η σύντομη τριμερής σε σολ μείζονα, η οποία έχει αριθμό 149 στον κατάλογο Ρυομ (RV149) και το προσωνύμιο Il coro delle Muse – Ο Χορός των Μουσών. Το έργο αυτό είχαμε ακούσει ξανά ερμηνευμένο από την Καμεράτα τον Μάιο του 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, υπό τη διεύθυνση του σπουδαίου Φάμπιο Μπιόντι. Όσο η μνήμη επιτρέπει θεωρούμε ότι η ερμηνεία του Γιώργου Πέτρου δεν υστέρησε εκείνης, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε ερμηνεία αναφοράς. Ο μελωδικός πλούτος του Βιβάλντι και η ρυθμική χάρη, αναδύθηκαν αλώβητα.
Ακολούθησε η σπαραχτική άρια του Ορφέα Che farò senza Euridice? – Τι θα απογίνω χωρίς την Ευρυδίκη, που σηματοδοτεί το τέλος της πρώτης σκηνής, της τρίτης πράξης της εμβληματικής όπερας Ορφέας και Ευρυδίκη του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ. Την πανέμορφη αυτή άρια, ερμήνευσε με πανέμορφο τρόπο η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη. Η αφοσίωση και η άνεσή της ήταν πραγματικά ζηλευτές. Όσο και η εκφραστικότητά της.
Η επομένη επιλογή προερχόταν από την όπερα L’ Olimpiade – Η Ολυμπιάδα, RV 725, του Βιβάλντι. Ήταν η άρια της Αμίντα Siam navi all’onde algenti – Είμαστε καράβια σε παγωμένα κύματα, η οποία κοσμεί την πέμπτη σκηνή της τρίτης πράξης του έργου. Η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη, η οποία την ερμήνευσε, ανέπτυξε πλήρως τις αναμφισβήτητες δεξιοτεχνικές της ικανότητες – είναι άρια που τις χρειάζεται. Η προσπάθειά της, ωστόσο, φάνηκε να έχει αντίκτυπο στην άνεση, την εκφραστικότητα και τη φυσικότητά της. Τα κέρδισε, όμως, αυτά στην ερμηνεία της καταληκτικής επιλογής του προγράμματος, την οποία μοιράστηκε με την Ειρήνη Καράγιαννη. Ξανά Ορφέας και Ευρυδίκη του Γκλούκ, ξανά επιλογή από την πρώτη σκηνή της τρίτης και τελευταίας πράξης του έργου, τη φορά αυτή, όμως, το ντουέτο του Ορφέα και της Ευρυδίκης Vieni, segui I miei passi – Έλα, ακολούθησε τα βήματά μου, με το οποίο αρχίζει η σκηνή, όπου το ζεύγος των ερωτευμένων βιώνει την τελευταία δοκιμασία των Θεών. Οι φωνές σε απόλυτη αρμονική συζυγία διαμόρφωσαν μια θριαμβική κατάληξη της εκδήλωσης. Καθοδηγημένοι με γνώση και εμπειρία από τον Γιώργο Πέτρου οι μουσικοί της Καμεράτας, χρησιμοποιώντας παλιά όργανα έπλασαν ένα απολύτως ταιριαστό υπόβαθρο στις ερμηνείες των τραγουδιστριών. Αξίζει να αναφερθεί εν προκειμένω, ότι η ειδίκευση αρχιμουσικού και μουσικού συνόλου – με το διεθνές όνομα Armonia Atenea – στην ερμηνεία έργων της μπαρόκ και της κλασικής εποχής, ανταμείβεται ποικιλοτρόπως. Βραβεία δισκογραφίας, αλλά και καλές προοπτικές για το μέλλον, με πρώτη και καλύτερη τη συνεργασία με την κραταιά και αξιοσέβαστη δισκογραφική εταιρεία DECCA, η οποία ήδη εγκαινιάστηκε με τη δισκογράφηση της όπερας Alessandro – Αλέξανδρος του Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ.