Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Passion/Πάθος: Το 4o Musikaloy Festival
Πηγή: Η Καθημερινή
Η τραγωδία στη βόρεια Εύβοια δεν ξεκίνησε στις 3 Αυγούστου. Προηγήθηκε η αργή, υπερδεκαετής αποψίλωση της περιοχής, όχι από βλάστηση –το φυσικό περιβάλλον άλλωστε ήταν μέχρι πρότινος το δυνατό της σημείο–, αλλά από υποδομές, δουλειές, νέους ανθρώπους και, εντέλει, προοπτική.
Η πυρκαγιά, η μεγαλύτερη που εκδηλώθηκε ποτέ στη χώρα μας, ήρθε να σφραγίσει την καταστροφή και να στερήσει από την περιοχή τον τελευταίο πόρο της. Οι εικόνες της έφτασαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Πριν από μία εβδομάδα, στις 18-20 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στην Αγία Αννα η τρίτη συνάντηση του προγράμματος ανασυγκρότησης. Σε αυτήν παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά όλες οι (προκαταρκτικές) μελέτες που εκπονούνται, ώστε να δοθούν σε εξάμηνη δημόσια διαβούλευση. Την πρώτη ημέρα, η παρουσία τριών υφυπουργών (παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου, Αγροτικής Ανάπτυξης Σίμου Κεδίκογλου και Περιβάλλοντος Γιώργου Αμυρά) λειτούργησε σαν μαγνήτης για όσους διεκδικούν αποζημιώσεις ή την επίλυση κάποιου προβλήματος. Η καταστροφή άλλωστε έφερε στην επιφάνεια την παθογένεια που προϋπήρχε, κοινή στις περισσότερες περιοχές της ελληνικής περιφέρειας: η τοπική οικονομία βασιζόταν στη «μαύρη», αφανή οικονομική δραστηριότητα – όσοι τους τελευταίους μήνες ασχολήθηκαν, υπολογίζουν ότι φτάνει το 70%. Η πολιτεία καλείται να αποζημιώσει ανθρώπους για δραστηριότητες που δεν ήταν «δηλωμένες» πουθενά.
Τις επόμενες δύο ημέρες το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας «ξεφούσκωσε», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες. Αυτά που παρουσιάστηκαν ωστόσο είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι η απόπειρα να μετουσιωθεί σε πράξη ένα άλλο όραμα για την περιοχή: ένα όραμα που περιλαμβάνει την αναδημιουργία του καμένου δάσους, την επίλυση χρόνιων προβλημάτων σε τομείς όπως ο πολεοδομικός σχεδιασμός και η υγεία, την ανάσχεση της «φυγής» μόνιμων κατοίκων, την εκπαίδευση και τις υποδομές, τη δημιουργία μιας νέας, πιο δημιουργικής οικονομίας για την περιοχή. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν ανατεθεί 16 μελέτες, οι οποίες θα διαμορφώσουν το τελικό master plan. Στόχος είναι οι μελέτες να ολοκληρωθούν τον Σεπτέμβριο και η έγκριση του προγράμματος να γίνει έως το τέλος του 2022. Το εργαλείο για τη χρηματοδότηση των έργων θα είναι η ένταξή τους σε ένα ενιαίο πλαίσιο-ομπρέλα, την Ολοκληρωμένη Χωρική Επένδυση (ΟΧΕ).
Το νέο δάσος
Επίκεντρο του μεταρρυθμιστικού σχεδίου για την περιοχή θα είναι το νέο δάσος. Οπως εξήγησε ο μελετητής Ηλίας Αποστολίδης, που συντονίζει τις μελέτες και τις δράσεις, το βασικό κομμάτι των καμένων 520.000 στρεμμάτων ήταν δάσος χαλεπίου πεύκης, που θα αφεθεί να αναγεννηθεί κυρίως με φυσικό τρόπο. Ζήτημα υπάρχει για τις περιοχές που έχουν ξανακαεί στο παρελθόν και εκείνες που είχαν βλάστηση μαύρης πεύκης και ελάτης, οι οποίες θα πρέπει να υποβοηθηθούν με αναδασώσεις. Υπάρχουν και ορισμένα «παραδειγματικά έργα» που θα υλοποιηθούν άμεσα, «έργα που θα βοηθήσουν να πειστούν οι κάτοικοι ότι κάτι προχωρεί ώστε να μείνουν στον τόπο τους», ανέφερε ο κ. Αποστολίδης. Ανάμεσα σε αυτά είναι η δημιουργία δασικού φυτωρίου στο δημόσιο δάσος Τσαπουρνιάς, η διάνοιξη μονοπατιών στο Τελέθριο όρος, το «πρασίνισμα» επιλεγμένων περιοχών.
Τη μελέτη αναδάσωσης έχει αναλάβει το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ. «Η αναδάσωση είναι ένα πολύ λεπτό και δαπανηρό εγχείρημα, που πρέπει να γίνεται με ειδική μελέτη, με τα κατάλληλα είδη, με συγκεκριμένες τεχνικές φύτευσης και υπό την εποπτεία της δασικής υπηρεσίας», ανέφερε η πρόεδρος του τμήματος, Θέκλα Τσιτσώνη. «Το πιο σημαντικό πρόβλημα σήμερα είναι το πού θα βρούμε το φυτευτικό υλικό. Αν αναδασώσουμε το 30% του δημόσιου δάσους, περίπου 23.000 στρέμματα, χρειαζόμαστε 1,5 εκατ. φυτά. Ειδικά για την ελάτη χρειαζόμαστε τουλάχιστον τρία χρόνια εφόσον βρούμε τους κατάλληλους σπόρους. Ξεκινήσαμε με μια πιλοτική αναδάσωση στη Λίμνη και φυτεύσαμε μόνο 51 στρέμματα, γιατί αυτά ήταν τα φυτάρια που διέθετε η πολιτεία», ανέφερε. Υπολογίζεται ότι το κόστος της αναδάσωσης στη βόρεια Εύβοια θα ανέλθει σε 31,5 εκατ. ευρώ.
Πολεοδομικά Σχέδια και αυθαιρεσίες ετών
Στοίχημα για την επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων αλλά και για την εξασφάλιση της ισόρροπης ανάπτυξης της βόρειας Εύβοιας αποτελεί ο σωστός πολεοδομικός σχεδιασμός της. Με χορηγίες ιδιωτών, στο πλαίσιο του προγράμματος ανασυγκρότησης εκπονούνται δύο Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια, ένα για κάθε δήμο –καλύπτουν το σύνολο της έκτασής τους και όχι μόνο τα καμένα–, τα οποία τον Απρίλιο θα υποβληθούν για προέγκριση στο υπουργείο Περιβάλλοντος. Τα βασικά ζητήματα της περιοχής είναι η διαχείριση της βιομηχανικής περιοχής στο Μαντούδι, η διαχείριση της πλούσιας αυθαίρετης δόμησης στους παράκτιους οικισμούς και η προστασία των ρεμάτων. Την πρώτη φάση των δύο μελετών παρουσίασαν οι πολεοδόμοι Βασίλης Γκοιμίσης (Δήμος Ιστιαίας – Αιδηψού) και Στέλιος Τσακίρης (Δήμος Μαντουδίου – Λίμνης – Αγίας Αννας), δίνοντας την εικόνα της περιπλοκότητας των προβλημάτων. «Η περιοχή είναι ουσιαστικά τριχοτομημένη», ανέφερε ο κ. Γκοιμίσης, «γύρω από την Αιδηψό, την Ιστιαία και τα Βασιλικά. Μόνο δύο από τις πέντε δημοτικές ενότητες έχουν θεσμοθετημένες χρήσεις γης, ενώ πολλοί παραλιακοί οικισμοί έχουν αυθαίρετη δόμηση». «Η περιοχή έχει ένα θεσμοθετημένο πολεοδομικό σχέδιο, ένα υπό θεσμοθέτηση και ένα “παγωμένο”, τα οποία πρέπει και αυτά να επανεξεταστούν γιατί παρουσιάζουν μεταξύ τους ανομοιογένειες», ανέφερε ο κ. Τσακίρης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αγίας Αννας, της οποίας μέρος «έχει χτιστεί σε εκτάσεις που δόθηκαν μέσω αναδασμού, επομένως για το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θεωρείται γη υψηλής παραγωγικότητας και δεν μπορεί να πολεοδομηθεί». Σύμφωνα με τους χάρτες που παρουσιάστηκαν, μεγάλο μέρος των παραλιακών οικισμών «βασίζεται» στην αυθαίρετη δόμηση.
Το βασικότερο, όμως, ζήτημα αφορά το μέλλον της βιομηχανικής περιοχής στο Μαντούδι. Τοπικοί φορείς ζητούν να χαρακτηριστεί μέσης όχλησης, κάτι που θα συνεπαγόταν το κλείσιμο της μονάδας λευκόλιθου της ΤΕΡΝΑ (πρώην Σκαλιστήρη), η οποία απασχολεί περί τα 180 άτομα. Η μονάδα σήμερα υπολειτουργεί, ωστόσο τοπικοί σύλλογοι την υποδεικνύουν ως μόνιμη πηγή περιβαλλοντικής όχλησης, ενώ ανησυχούν για το πώς αυτή σχεδιάζει να μετεξελιχθεί. Από πλευράς ΤΕΡΝΑ επισημαίνεται ότι έχει εγκατασταθεί μονάδα αποθείωσης που λειτουργεί κανονικά για τον περιορισμό της όχλησης, ενώ δεν υπάρχει σχέδιο αλλαγής χρήσης της μονάδας. Το πιθανότερο, πάντως, είναι το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο να μη θίξει τη βιομηχανική περιοχή.