Γρήγορη μετάβαση

Ο κουμπαράς της αειφορίας – Θέατρο και Αγροδιατροφή

Πηγή: Περιοδικό ΣΧΕΔΙΑ

Του Σπύρου Ζωνάκη

Ταξιδιωτικοί προορισμοί με πλούσια κληρονομιά δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα γνωρίσουν τις  δυσμενείς επιπτώσεις του υπερτουρισμού. Αντιθέτως, μπορούν να μετατρέψουν τον πολιτισμό σε εργαλείο βιώσιμης ανάπτυξης.

Μοντερόσο, Βερνάτσα, Κορνίλια, Μαναρόλα και Ριοματζιόρε  είναι τα ονόματα των πέντε μικρών χωριών ασύγκριτης ομορφιάς  τα οποία είναι κρεμασμένα από τα απόκρημνα βράχια  στις ακτές της Λιγουρίας στην Ιταλία και συνθέτουν το Εθνικό Πάρκο του Τσίνκουε Τέρρε, το οποίο, το 1997, ανακηρύχθηκε από την UNESCO σε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Οι κάτοικοι της περιοχής για πάνω από χίλια χρόνια εξασφάλιζαν τα προ το ζην από την καλλιέργεια αμπελιών, ελιών και εσπεριδοειδών, ενώ είχαν δαμάσει τον αφιλόξενο ορεινό όγκο όπου ζούσαν με τη δημιουργία αναβαθμίδων. Από τη δεκαετία του ’80, όμως, η κατασκευή  οδικού δικτύου που συνέδεε τόσο τα χωριά μεταξύ τους όσο και  με το λιμάνι της Λα Σπέτσια, πρωτεύουσας της επαρχίας, μπορεί να οδήγησε σε ανάπτυξη του τουρισμού (που εκτοξεύτηκε μετά την ανακήρυξη του τόπου ως μνημείου, με τους τουρίστες να αγγίζουν τα 2,5 εκατομμύρια το χρόνο) έθεσε, όμως, τον περιοχή σε κίνδυνο. «Όλη η υδρογεωλογική της ισορροπία διαταράχθηκε, τα τοιχώματα που στήριζαν τις πεζούλες κατέρρεαν, ενώ η έκταση των αμπελιών, από 1.200, συρρικνώθηκε σε μόλις 110 εκτάρια. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν που οι κάτοικοι μειώθηκαν κατά 50%, φθάνοντας τις 4.000», μας λέει η κ. Τζουλιάνα Μπατζιόλι, πρόεδρο του Ινστιτούτου Έρευνας για τη Χωροταξία και το Περιβάλλον Leonardo.

Το 2007, ενώπιον του κινδύνου πλήρους εγκατάλειψης της γεωργίας και περαιτέρω ερήμωσης της περιοχής, οι τοπικές αρχές  έθεσαν σε κίνδυνο ένα πρωτοποριακό σχέδιο, «σύμφωνα με το οποίο οι παρατημένοι αμπελώνες δόθηκαν σε επτά μη κερδοσκοπικούς αγροτουριστικούς συνεταιρισμούς για την παραγωγή βιολογικού κρασιού, απαγορεύθηκε η κυκλοφορία αυτοκινήτων, ενώ καθιερώθηκε μία “Κάρτα του Τσίνκουε Τέρρε”, με την οποία με 7,5 ευρώ την ημέρα οι επισκέπτες έχουν το δικαίωμα να κάνουν χρήση των τοπικών ηλεκτρικών λεωφορείων, του σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς και των περιπατητικών μονοπατιών που ανοίχθηκαν στις πλαγιές των λόφων, ώστε να αποσυμφορηθούν οι ακτές και το εσωτερικό των χωριών.  Με τα χρήματα αυτά, μάλιστα, γίνεται η συντήρηση των μονοπατιών. Παράλληλα, οι επισκέπτες καλούνται να κάνουν κράτηση μέσω διαδικτύου πριν επισκεφθούν τα χωριά», συνεχίζει η κ. Μπατζιόλι.

«Εγγράφοντας έναν τόπο στη λίστα παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, η UNESCO προσανατολίζει σε σημαντικό βαθμό τις τουριστικές ροές. Το τουριστικό ρεύμα, όμως, εκτός από προσοδοφόρο, μπορεί να αποδειχθεί και καταστροφικό», σημειώνει η  κ. Ζενεβιέβ Κλαστρ, ερευνήτρια σε ζητήματα υπεύθυνου τουρισμού και συνεργάτρια της «Le Monde Diplomatique».

Πράγματι, η UNESCO αναγκάστηκε να απευθύνει προειδοποίηση στις αρχές της πόλης Λιγιάνγκ στο Γιουνάν της Κίνας απαιτώντας να λάβουν μέτρα εναντίον του υπερτουρισμού   ειδάλλως, θα ενέτασσε την πόλη στον κατάλογο της απειλούμενης παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, «καθώς το ιστορικό κέντρο της πόλης δέχεται πάνω από 15 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο, από εκεί που το 1994 ήταν μόνο 200.000. Ναι μεν δημιουργήθηκαν πάνω από 2.000 ξενοδοχεία, μπαρ, εστιατόρια και μπουτίκ, αλλά το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του. Αυτό που βλέπεις είναι μερικές γυναίκες της τοπικής φυλής Ναξί που έρχονται να εμπορευθούν ή να φωτογραφηθούν από τους τουρίστες ντυμένες με την παραδοσιακή  τους ενδυμασία», επισημαίνει η κ. Κλαστρ.

ΖΩΣΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Θέλοντας να αποφύγουν μία τέτοια «μουσειοποίηση» της πόλης τους, οι αρχές της μεσαιωνικής επισκοπικής γαλλικής πόλης Αλμπί επεξεργάστηκαν ένα φιλόδοξο σχέδιο διαχείρισης με τη συμμετοχή επαγγελματιών, κατοίκων και επιστημόνων. «Η ιδέα ήταν να μη μετατραπεί η πόλη των 52.000 κατοίκων (που εγγράφηκε στη λίστα της UNESCO, το 2010, και είδε τους επισκέπτες της από 700.000 εκείνη τη χρονιά να ξεπερνούν το ενάμισι εκατομμύριο, το 2016) σε έναν θύλακα μαζικού τουρισμού, αλλά τα οφέλη από έναν βιώσιμο τουρισμό να διαχυθούν σε όλη την περιφέρεια. Για παράδειγμα, χαράχθηκαν διαδρομές στους αμπελώνες της γειτονικής περιοχής του Γκαϊλιάκ», προσθέτει.

Την ίδια στιγμή, ο δήμος του Αλμπί πεζοδρόμησε το μεγαλύτερο κομμάτι του κέντρου της πόλης, αποκατέστησε τις ιστορικές κλειστές αγορές της, υποχρέωσε τους καταστηματάρχες σε μία περιορισμένη χρήση του δημόσιου χώρου, ενώ, θέλοντας να τονώσει τον πολιτιστικό τουρισμό και εκτός της καρδιάς της πόλη, πέρα από την ανακαίνιση του μουσείου Τουλούζ-Λωτρέκ, δημιούργησε και μία «πολιτιστική συνοικία», μεταξύ του ιστορικού κέντρου και της πανεπιστημιούπολης, με πυρήνα το «Μεγάλο Θέατρο των Κορντελιέ».

Όταν ο δήμος του Ντουμπρόβνικ βρέθηκε αντιμέτωπος με την απειλή το κάστρο του να ενταχθεί στον κατάλογο της απειλούμενης παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO, αποφάσισε, το 2018, να περιορίσει των αριθμό των επισκεπτών του σε 4.000 ημερησίως, να ακυρώσει τα σχέδια επέκτασης του λιμανιού και να απαγορεύσει την πρόσδεση άνω των δύο κρουαζιερόπλοιων την ημέρα, ενώ η απάντηση  της τοπικής κυβέρνησης της Φλωρεντίας στον υπερτουρισμό ήταν η επιβολή προστίμου  έως και 500 ευρώ σε όσους τρώνε καθισμένοι στο πεζοδρόμιο.

ΟΛΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

«Τα κατασταλτικά μέτρα είναι βεβιασμένα. Εκείνο που χρειάζεται είναι ένα μοντέλο  τουρισμού που θα είναι συμμετοχικό, ολιστικό και θα περιλαμβάνει μέτρα προληπτικού χαρακτήρα. Οι τουρίστες σήμερα περισσότερο από ποτέ ταξιδεύουν με στόχο να βιώσουν αυθεντικές εμπειρίες. Αυτό από μόνο του είναι ένα πολύ καλό επιχείρημα που υποστηρίζει πράγματι ότι έχουμε απομακρυνθεί ήδη από το για χρόνια επικρατούν μοντέλο του μαζικού τουρισμού. Η Ισπανία, για παράδειγμα, καταβάλλει τα τελευταία χρόνια προσπάθειες να αλλάξει το τουριστικό της μοντέλο, που βασιζόταν στον ήλιο και τη θάλασσα, προς ένα μοντέλο που θα έχει στην καρδιά του την ενίσχυση του πολιτιστικού τουρισμού»», επισημαίνει η Αγγελική Μητροπούλου, υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και συντάκτρια της μελέτης «Τουρισμός σήμερα: Προς ένα νέο μοντέλο αλληλεπίδρασης επισκεπτών και κατοίκων».

«Επί δεκαετίες, στην Ελλάδα, η προσπάθεια να εγγραφούν χώροι στη λίστα παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO (η πρόταση των  τοποθεσιών πραγματοποιείται από τα ίδια τα κράτη) γινόταν ώστε αυτοί να προσελκύσουν περισσότερο τουρισμό, χωρίς να τηρούνται στην πράξη κάποιοι κανόνες, όπως η φέρουσα ικανότητά τους. Χαρακτηριστικά, για να εγγραφεί στη λίστα της UNESCO η παλιά πόλη της Κέρκυρας είχε καταρτιστεί ένα σχέδιο διαχείρισης, το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ», μας εξηγεί o κ. Ιωάννης Πούλιος, καθηγητής Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο ΕΑΠ. «Το κρατικό μοντέλο τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης που βασίστηκε, κατά κύριο λόγο, στο “κλασικό ιδεώδες”, και δευτερευόντως στις βυζαντινές αρχαιότητες, είχε ως αποτέλεσμα μια τουριστική χρήση και εκμετάλλευση των συγκεκριμένων χώρων και των ευρύτερων περιοχών τους, πέραν της “φέρουσας ικανότητάς” τους, όπως δείχνει η εμπειρία στην Ακρόπολη, την Κνωσό, τη Σαντορίνη και τα Μετέωρα», προσθέτει.

ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

Είναι ακριβώς δράσεις για την ευαισθητοποίηση των Ροδιτών αναφορικά με την προστασία του πολιτιστικού πλούτου του τόπου τους που πραγματοποιεί η πολιτιστική μη κερδοσκοπική οργάνωση RiCHes, η οποία είναι ιδρυτικό μέλος του «Δικτύου Πολιτών Ιστορικών Μεσογειακών Πόλεων», που πλήττονται από τον υπερτουρισμό και το οποίο συστάθηκε το 2019. «Η παλιά πόλη της Ρόδου αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Και όμως, το καλοκαίρι είναι συνηθισμένη εικόνα  να δένουν στο λιμάνι τέσσερα και πέντε κρουαζιερόπλοια και όλοι αυτοί οι άνθρωποι να βρίσκονται ταυτόχρονα σε μία περιορισμένη τειχισμένη πόλη. Δεν υπάρχει κανένα πλάνο διαχείρισης του μνημείου. Αυτό, φυσικά, επιφέρει την καταπόνηση του, αλλά και μία φυγή των μόνιμων κατοίκων του. Ο χαρακτήρας της παλιάς πόλης ως μιας ζωντανής πόλης έχει χαθεί, δίνεται η εντύπωση πως είναι ένα θεματικό πάρκο, ένας χώρος αποκλειστικά διασκέδασης», υπογραμμίζει ο κ. Χρίστος Μαλιαράκης, πρόεδρος της οργάνωσης. «Υλοποιούμε, χαρακτηριστικά, τις “Ανοιχτές πόρτες”, όπου κάθε Σεπτέμβρη ανοίγουμε στο κοινό μνημεία που παραμένουν κλειστά ή η πρόσβαση σε αυτά γίνεται δύσκολα και των οποίων την ύπαρξη και την ιστορία, συνήθως, αγνοούν οι ντόπιοι, σαν την Καστελανία, το Ναυαρχείο, τον Προμαχώνα του Αγίου Γεωργίου, βυζαντινές  εκκλησίες, όπως των Αγίων Αποστόλων, αλλά και οθωμανικά μνημεία, τεμένη, τη συναγωγή. Είναι πολύ ευχάριστο να  βλέπεις στην παλιά πόλη οικογένειες, ηλικιωμένους με τα εγγονάκια τους να περπατούν με ένα χάρτη, ψάχνοντας για μνημεία. Επανοικειοποιούνται τον τόπο τους. Μέσα από τη γνώση αυτής της κληρονομιάς είναι που θα ενδιαφερθούν οι κάτοικοι για τη σωτηρία της. Πριν από λίγα χρόνια, είχαμε κάνει μία περιήγηση στα δημόσια κτίρια της περιόδου της ιταλοκρατίας, το δημαρχείο, το λιμεναρχείο, το αστυνομικό τμήμα, το δικαστήριο, και έρχονταν δικηγόροι, δικαστικού υπάλληλοι που εργάζονταν σε αυτό είκοσι χρόνια και μου έλεγαν: “Δεν ξέραμε πόσο σημαντικό είναι αυτό τα κτίριο, πως η σκάλα την οποία ανεβοκατεβαίνουμε καθημερινά και για την οποία αδιαφορούμε  είναι μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής”», σημειώνει ο κ. Μαλιαράκης.

Μπορεί η τέχνη να αποτελέσει όχημα προώθησης του αειφόρου τουρισμού και διάσωσης  ενός άκρως πολύτιμου, μα αγνοημένου, αρχαιολογικού και πολιτιστικού πόρου; Τούτο επιχειρεί η πολιτιστική κίνηση ex-Artis στην Πάφο. «Χαρακτηριστικά, πέρσι, υλοποιήσαμε ένα πρότζεκτ για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου Εφτά Αη-Γιώρκηες, σπήλαια τα οποία ήδη από την ελληνιστική εποχή χρησιμοποιούνταν ως ιερά λατρείας της θεάς Αφροδίτης και τα οποία, κατά τα χριστιανικά χρόνια, εξελίχθηκαν σε επτά εκκλησούλες αφιερωμένες στον Άη Γιώργη. Ακόμη και τώρα είναι χώροι λατρείας, όπου πηγαίνουν οι πιστοί και κάνουν τάματα, αφιερώματα. Αν και κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος, είχε καταντήσει σκουποδότοπος, είχε παραμεληθεί από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Επτά εικαστικοί δημιούργησαν εγκαταστάσεις που πραγματεύονταν την ανάγκη του ανθρώπου για πίστη, για ελπίδα, ενώ είχαν και περιβαλλοντικές προεκτάσεις. Στόχος μας ήταν τα τραβήξουμε την προσοχή των ντόπιων, που πολλοί αγνοούσαν την ιστορία του τόπου, των τουριστών, αλλά και των αρχών. Και το καταφέραμε. Επισκέφθηκαν, ενδεικτικά, το χώρο όλα τα σχολεία της περιοχής,  πετύχαμε να ενεργοποιήσουμε τους αρμόδιους φορείς ώστε να καθαριστεί ο χώρος, αλλά και να θέσουμε τον προβληματισμό στην τοπική κοινωνία σε σχέση με τις τεράστιες τουριστικές αναπτύξεις που οικοδομούνται κοντά στον αρχαιολογικό χώρο», μας λέει η κ. Ντανιέλλα Πιστέντη-Μούγιαννου, πρόεδρος της κίνησης. «Η παλιά πόλη της Πάφου είναι το πρώτο μνημείο της Κύπρου που εγγράφηκε, το 1989, στη λίστα παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Παρά το γεγονός πως η UNESCO είχε συστήσει την ύπαρξη μιας ζώνης προστασίας, όπου δεν θα γίνονταν μεγάλες αναπτύξεις, ώστε να αφεθεί το μνημείο να “αναπνεύσει”, αυτό ουδέποτε έγινε. Για παράδειγμα, πριν από πέντε χρόνια ακριβώς  έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης δημιουργήθηκε ένα τεράστιο mall», συνεχίζει η κ. Μούγιαννου.

ΠΑΡΚΟ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑΣ

Την αλλαγή πορείας της Πάρου προς έναν βιώσιμο τουρισμό διεκδικούν οι «Φίλοι της Πάρου και Αντιπάρου», οι οποίοι πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του Περιβαλλοντικού και Πολιτιστικού Πάρκου (που αποτελεί δημοτική εταιρεία) «Επρόκειτο για μια δημοτική έκταση 800 στρεμμάτων στη χερσόνησο του Αϊ Γιάννη Δέτη, που υπέφερε από τη βόσκηση που κατέστρεφε τη βλάστηση, αλλά  και από την εντατική εκμετάλλευση της παραλίας  και την ανεξέλεγκτη κίνηση τροχοφόρων που αλλοίωναν βάναυσα το χαρακτήρα του τόπου. Μέσω της εξασφάλισης και χορηγιών, κατασκευάστηκε ένα πέτρινο ανοιχτό αμφιθέατρο, όπου όλοι οι θεατρικοί (αλλά και  οι μουσικοί) σύλλογοι της Πάρου μπορούν, χωρίς χρέωση, να ανεβάσουν τις δικές τους παραστάσεις, ένα υπαίθριο σινεμά που παίζει δωρεάν κλασικές ταινίες, φτιάχτηκε ένα μικρό μουσείο, καθώς στο χώρο αυτόν κατά τα Ορλωφικά λειτουργούσε ναυτική βάση των Ρώσων. Σημάνθηκε ένα δίκτυο μονοπατιών μήκους επτά χιλιομέτρων για περπάτημα και τρέκινγκ, γίνονται αγώνες τριάθλου, ενώ πέρσι δημιουργήθηκε, στο πλαίσιο του Πάρκου, ναυτικός όμιλος, όπου με πολύ χαμηλές τιμές παραδίδονται μαθήματα ιστιοπλοΐας. Ουσιαστικά, η χερσόνησος έχει επιστραφεί στην κοινωνία της Νάουσας και στους υπεύθυνους εκείνους τουρίστες που νοιάζονται να “βουτήξουν” στον πολιτισμό, την ιστορία και το περιβάλλον του τόπου», επισημαίνει ο κ. Νικόλας Στεφάνου, αντιπρόεδρος των «Φίλων της Πάρου και Αντιπάρου».

ΘΕΑΤΡΟ & ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΗ

Με ποιον τρόπο, όμως,  πιστοποιείται η απόλυτα ανισομερής ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού; «Το 50% των εισπράξεων του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (από τα εισιτήρια)  είναι από την Ακρόπολη, φανταστείτε, δηλαδή, πόσο υπερεξαντλούμε αυτό το μνημείο, ενώ το 80% των εισιτηρίων προέρχονται από μόλις δέκα αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία (όπως Επίδαυρος, Δελφοί, Ολυμπία, Μυκήνες). Αυτό που απαιτείται είναι μια αναδιάταξη του τουριστικού προϊόντος και μία σωστή κατανομή και διάχυση των επισκεπτών. Για να το πετύχουμε αυτό, θέλουμε να αναδείξουμε αρχαία θέατρα και μνημεία σε όλη τη χώρα, εντάσσοντάς τα στην καθημερινότητά μας και καθιστώντας τα πρωταγωνιστές της βιώσιμης ανάπτυξης», μας λέει ο κ. Σταύρος Μπένος, πρόεδρος του ΔΣ του μη κερδοσκοπικού σωματείου «Διάζωμα».

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια το «Διάζωμα» σχεδιάζει ολιστικά προγράμματα πολιτιστικού τουρισμού, όπως οι Πολιτιστικές-Περιβαλλοντικές Διαδρομές και τα Αρχαιολογικά Πάρκα. «Χαρακτηριστικά, στην πολιτιστική διαδρομή της Ηπείρου, βασικοί πυλώνες θα είναι  τα αρχαία θέατρα της Νικόπολης, της Δωδώνης, της Κασσώπης, της Αμβρακίας και των Γιτάνων, και από αυτούς θα κρεμαστούν όλα τα “καλούδια” της περιοχής. Συγκεκριμένα, στη Διαδρομή της Ηπείρου για πρώτη φορά δημιουργήθηκε ένα  Τοπικό Σύμφωνο Ποιότητας, το οποίο  συνδέει τα μνημεία με την τοπική οικονομία, με έμφαση στην τοπική γαστρονομία και την αγροδιατροφή. Παράλληλα, ορίζει κανόνες ποιότητας για τις επιχειρήσεις που θέλουν να πάρουν μέρος στη διαδρομή, θεσμοθετώντας επτά κριτήρια, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη χρήση και προβολή τοπικών προϊόντων, την εφαρμογή φιλικών πρακτικών προς το περιβάλλον, τη συμμετοχή σε προγράμματα επιμόρφωσης», καταλήγει ο κ. Μπένος.

#83 (Ιούλιος-Αύγουστος 2020).