Σε μια χώρα που βασίζει τη σύγχρονη ταυτότητά της στην κληρονομιά του αρχαίου της κάλλους, μοιάζει πραγματικά απίστευτο το πόσο σπάνια η πολιτική ασχολείται γενικά με την αισθητική – κι ακόμα περισσότερο, το πόσο σπάνια την εμπεριέχει.
Υποστηρίζουμε με ευκολία ότι αποτελούμε αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αλλά είναι φανερό ότι τουλάχιστον το νήμα της αισθητικής και της τεράστιας σημασίας της για την καθημερινή ζωή των πολιτών, έχει κοπεί. Μία από τις σπάνιες πολιτικές φωνές που, αν μη τι άλλο, πάντοτε εστίαζαν και στην αισθητική, είναι αυτή του Σταύρου Μπένου, πρώην υπουργού, πρώην δημάρχου Καλαμάτας και νυν προέδρου του Σωματείου «Διάζωμα» – ο οποίος μίλησε χτες στο αμφιθέατρο «Ν. Πολίτη» του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, ως πέμπτος στη σειρά προσκεκλημένος του εβδομαδιαίου ανοιχτού σεμιναρίου του Τμήματος Φιλολογίας, με αντικείμενο τον πολιτικό λόγο.
Τίτλος της ομιλίας του κ. Μπένου ήταν -τι άλλο;- «Η αισθητική στην πολιτική». Οπως είπε ο ίδιος, πρόκειται για ένα θέμα που τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Πριν ξεκινήσει αφιέρωσε την ομιλία του στον αδερφό του, Γιώργο Μπένο, ο οποίος βρισκόταν στο ακροατήριο. Αμέσως μετά, έδωσε σύντομους ορισμούς για την πολιτική ως «την πιο υψιπετή επιδίωξη της ανθρώπινης φύσης» που αφορά «τη ζωή των άλλων», για την αισθητική ως την «πρόσληψη του ωραίου από τις αισθήσεις», και τέλος για τον πολιτισμό ως «το μέσο επίπεδο της αισθητικής κάθε περιόδου».
Μιλώντας με τη γνωστή του ευγένεια, με οίστρο αλλά και χιούμορ, ο Στ. Μπένος αναφέρθηκε στη δική του εμπειρία και διαδρομή στην αυτοδιοίκηση, στο κεντρικό κράτος και τώρα στα κινήματα πολιτών. Σημείωσε ότι είναι πιο εύκολο να ετεροπροσδιορίσεις την ομορφιά, διακρίνοντας τι είναι η ασχήμια – για την οποία είπε ότι έχει δύο άκρα: τον ελιτισμό και το λαϊκισμό, που έχουν στο ενδιάμεσο ως «ομπρέλα» την ανέξοδη ρητορική.
Τόνισε έπειτα, μεταξύ άλλων, ότι στην Καλαμάτα η δράση της ομάδας του βασιζόταν στο τρίπτυχο πολιτική – πολιτισμός – περιβάλλον. Μίλησε για την πολεοδομική μεταρρύθμιση, που συνάντησε και πανελλαδικά λυσσαλέες αντιδράσεις, καθώς και για τη σωτηρία τόσο της παραλίας (από τα οικοδομικά τετράγωνα που προβλέπονταν… νότια της Ναυαρίνου, αλλά και τα εκτεταμένα μπαζώματα που ζητούσαν οι δημότες) όσο και του Ιστορικού Κέντρου (από τα πενταώροφα κτήρια που υπήρχαν εκεί – εκ των οποίων έχουν απομείνει 3 και στα οποία κάλεσε ευθέως τη δημοτική αρχή να βάλει επιτέλους ένα τέλος). Αναφέρθηκε στη συμβολή του Γρηγόρη Διαμαντόπουλου, του Μάνου Χατζιδάκι, της Βίκυς Μαραγκοπούλου και του Ντίνου Μακρόπουλου, ενώ χαιρέτισε και τα μέλη της παλιάς του ομάδας που ήταν παρόντα στην αίθουσα.
Στη συνέχεια ο Στ. Μπένος χαρακτήρισε το ελληνικό κράτος μεταοθωμανικό, μη λειτουργικό, κατακερματισμένο, αντι-ενοποιητικό και ουσιαστικά αδιοίκητο… λέγοντας χαρακτηριστικά ότι όποιος πολιτικός προσπάθησε να το αναμορφώσει και να συγκρουστεί μαζί του, ηττήθηκε, καταδιώχθηκε, εξοντώθηκε. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο Νόμο Μάνου για τα πολεοδομικά, στο Νόμο Πεπονή για τις προσλήψεις στο Δημόσιο, αλλά και στο Νομοσχέδιο Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό – ορίζοντας μάλιστα αυτό το χρονικό σημείο ως την αρχή του σημερινού μας «τέλους». Δήλωσε πάντως επανειλημμένα αισιόδοξος, λέγοντας ότι «οι δυνάμεις του φωτός, της ομορφιάς, αρχίζουν να οργανώνονται και να δηλώνουν δημόσια την παρουσία τους. Τόνισε δε ότι η αλλαγή, η μετάβαση προς την ποιότητα στην πολιτική, είναι δύσκολη στην αρχή, μα στη συνέχεια γίνεται ρωμαλέα – και θύμισε ότι «τότε στην Καλαμάτα, οι πιο σκληροί μας σύμμαχοι έγιναν οι πολίτες που δεν μας είχαν αρχικά ψηφίσει: η αστική τάξη, που άρχισε μαζί μας να απαιτεί την αισθητική».