Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Passion/Πάθος: Το 4o Musikaloy Festival
Μιλώντας για τις αρχές του θεάτρου έρχεται αμέσως στο νου μας το θέατρο του Διονύσου στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης (εικ.2) μαζί με τον Θέσπι, που παρουσίασε σ’ αυτό γύρω στο 535 π.Χ. πρώτη φορά τραγωδία.
Όμως στην αρχαία Αθήνα, την πόλη-κράτος δηλαδή που περιελάμβανε όλη την Αττική, και που ανέπτυξε νωρίς την κοινωνική, πολιτική και πνευματική της ζωή, γνωρίζουμε 20 θέατρα (εικ.3) που σώζονται ή μαρτυρούνται από κείμενα και επιγραφές – και ασφαλώς υπήρχαν και άλλα – που εξυπηρετούσαν τους πολίτες των 139 δήμων της Αττικής. Οι δημοτικοί αυτοί θεατρικοί χώροι υπήρξαν σημαντικότεροι για την γέννηση και την ανάπτυξη της θεατρικής δράσης από όσο το κεντρικό θέατρο της πόλης. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρέπει με συντομία να αναφερθούμε στις αρχές και στο χαρακτήρα του θεάτρου.
Η λέξη θέατρον σήμαινε για τους αρχαίους τον τόπο ή την κατασκευή που διευκολύνει τη θέαση, από όπου μπορεί μια ομάδα ανθρώπων να βλέπει και να μετέχει ισότιμα σε κάτι. Και αυτό το κάτι μπορούσε να είναι μια θρησκευτική ή πολιτική ή αθλητική δράση που παρακολουθούσαν πολλοί από κοινού. Τέτοιοι χώροι υπήρξαν από πολύ παλιά. Ο πιο παλιός που γνωρίζουμε είναι η αίθουσα της πρώιμης 3ης π.Χ. χιλιετίας στην Πολιόχνη της Λήμνου (εικ.4), με τις σειρές βαθμίδων στις μακρές της πλευρές για τη συνέλευση 50 περίπου ατόμων, της οποίας τον χαρακτήρα – θρησκευτικό ή πολιτικό – δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ειδικότερα.
Σαφέστερη είναι η λειτουργία των ανοικτών βαθμιδωτών θεατρικών χώρων στα μινωικά ανάκτορα της 2ης π.Χ. χιλιετίας, που θεωρείται ότι φιλοξενούσαν θρησκευτικές τελετές, χορούς και αθλήματα.
Τέτοιοι χώροι θεωρείται ότι από το 700 π.Χ., με την ανάπτυξη των πρώτων πόλεων-κρατών στην Ελλάδα, δημιουργήθηκαν στο κέντρο τους, την αγορά, όπου εξυπηρετούσαν εκτός από θεατές θρησκευτικών πανηγύρεων και τη συνέλευση των πολιτών. Τέτοια σαφή δείγματα έχουμε από την Κρήτη (εικ.5), στη Δρήρο από τον 7ο π.Χ. αι. και στη Λατώ, όπου το ίδιο σχήμα επιβιώνει ως τον 4ο π.Χ. αι.
Οι χώροι κοινής θέασης και ακρόασης μπορούσαν να έχουν μια ακόμα πιο απλή μορφή, ενός πλατώματος με ένα πρανές μπροστά του, όπως στον Ραμνούντα της Αττικής κατά τον 5ο π. Χ. αι. Εδώ ένας τέτοιος χώρος με απλό πρανές για τους θεατές και πέτρινους θρόνους μπροστά του για αξιωματούχους χρησίμευε για θεατρικές παραστάσεις, αλλά και για τη συνέλευση των δημοτών.
Οι πολλαπλές χρήσεις των θεατρικών χώρων διατηρήθηκαν, όμως, ως κάτι αυτονόητο και αργότερα, όταν δημιουργήθηκε η λίθινη μορφή του κλασικού θεάτρου (εικ.6).
Χαρακτηριστικό σχετικά είναι το γεγονός ότι το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χρησιμοποιήθηκε τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. για τη συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου περισσότερες φορές από ότι η Πνύκα. Και για τα θέατρα των δήμων όμως της Αττικής υπάρχουν τεκμήρια ή ενδείξεις για την παράλληλη χρήση τους ως θεάτρων και βουλευτηρίων.
Ας δούμε λοιπόν λίγο πιο αναλυτικά ποιες ήταν οι δραστηριότητες που φιλοξενούσαν οι θεατρικοί χώροι και πως αυτές εξελίχθηκαν.
Μια από τις πιο βασικές και αρχαίες λειτουργίες τoυς ήταν η τέλεση και παρακολούθηση θρησκευτικών τελετουργιών. Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας παραδίδει ότι κοντά στο πρυτανείο των Μεγάρων υπήρχε ένας βράχος που τον έλεγαν Ανακλήθρα, επειδή η Δήμητρα, όταν αναζητούσε την κόρη της, που την είχε απαγάγει ο Άδης (εικ.7), σταμάτησε εκεί και την φώναζε (την ανακαλούσε). Και ότι μέχρι τις μέρες του οι γυναίκες των Μεγαρέων αναπαρίσταναν ότι έγινε τότε σύμφωνα με αυτή την παράδοση.
Η αναφορά αυτή του Παυσανία δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις βαθιές ρίζες, τις αρχές της θεατρικής πράξης: Η έμφυτη ορμή του ανθρώπου για την εξασφάλιση καλών συνθηκών στη ζωή τον οδήγησε στην αναπαράσταση θεϊκών “γεγονότων”, τα οποία σύμφωνα με τη θρησκευτική του πίστη συνέβαλαν στην ευνοϊκή γι’ αυτόν λειτουργία του κόσμου. Τέτοια ήταν η περιπέτεια της Δήμητρας και της Κόρης της, που αναπαριστούσαν στα Μέγαρα. Το κρύψιμο της Κόρης στον Άδη και η κατοπινή άνοδός της στο φως του ήλιου έκανε τη γη, σύμφωνα με το μύθο, να δώσει πλούσια καινούργια σοδειά. Αναπαράγοντας, λοιπόν, με τη μίμηση τα “γεγονότα” αυτά, αισθανόταν ο πιστός ότι αναπαρήγε και την ευνοϊκή τους επίδραση στη ζωή του.
Η ευλογία δεν αφορούσε μόνο σ’ αυτόν που λάμβανε μέρος στη μίμηση, αλλά και στο κοινό, το οποίο την παρακολουθούσε, την “εθεάτο”. Χαρακτηριστικά είναι όσα συνέβαιναν την τελευταία ημέρα των Ελευσινίων Μυστηρίων μέσα στο μεγάλο θρησκευτικό θέατρο της Ελευσίνας, το τελεστήριον (εικ.8), όπως τα περιγράφουν επικριτικά οι πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς: “… δεν είναι εκεί ο σκοτεινός υπόγειος χώρος, όπου γίνεται η φρικτή συνάντηση του ιεροφάντη με την ιέρεια, μόνου με μόνη; … δεν είναι εκεί που το πλήθος θεωρεί ότι η σωτηρία του είναι αυτά που κάνουν οι δυο τους μέσα στο σκοτάδι;”. Επρόκειτο προφανώς για τη θεατρική μίμηση από τους ιερείς της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη και του γάμου τους στο σκοτεινό του βασίλειο. Η αναγέννηση-άνοδος της Περσεφόνης στον πάνω κόσμο, που ακολουθούσε, έφερνε την ευτυχία στον κόσμο – και στους μύστες που παρακολουθούσαν την αναπαράστασή της.
Η συμμετοχή σε οποιαδήποτε τελετουργία ενεργοποιούσε τις θείες δυνάμεις και η παρακολούθησή της αποτελούσε ευλογία. Θεατρικοί χώροι την εξυπηρετούσαν. Στο Αμφιάρειο του Ωρωπού (εικ.9) υπήρχε στα κλασικά χρόνια το θέατρον το κατά τον βωμόν, μια ημικυκλική βαθμιδωτή κατασκευή, από την οποία οι πιστοί παρακολουθούσαν τις τελετές που γίνονταν από τους ιερείς γύρω από τον βωμό.
Έτσι καταλαβαίνει κανείς γιατί κέντρο του αρχαίου θεάτρου, όπως το γνωρίζουμε, ήταν η θυμέλη, δηλαδή ο βωμός (θυμέλη από το θύω, θυσιάζω). Ο χορός του διθυράμβου, με τον οποίο ξεκίνησε το διονυσιακό θέατρο, δεν ήταν παρά μια τελετουργία, ένα άσμα με ενθουσιαστικό χορό, που αρχικά αναφερόταν στο Διόνυσο, θεό της οργιαστικής βλάστησης, και της ευφορίας. Η θυσία και η μίμηση γύρω απ’ αυτήν της εμφάνισης και της δράσης του πλουτοδότη θεού (εικ.10) έφερνε την ευλογία στους συντελεστές και σε όσους την παρακολουθούσαν.
Το ψυχαγωγικό θέατρο με την αρχική έννοια του όρου, δηλαδή της αγωγής, της φροντίδας της ανθρώπινης ψυχής, δεν απείχε πολύ από το θρησκευτικό. Από τη στιγμή που μπήκε κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα στη λατρευτική μίμηση θεϊκών και ηρωικών ιστοριών ο διάλογος, άνοιξε ο δρόμος για τη διερεύνηση της εξέλιξης παραδειγματικών μυθικών γεγονότων και για τη σπουδή όλων των ανθρώπινων παραμέτρων τους κατά την αναπαράστασή τους. Ο μιμητής έγινε ηθοποιός, που εξέφραζε μέσα από τον εαυτό του τον χαρακτήρα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις των προσώπων που εμιμείτο στο πλαίσιο του μύθου. Και το θέατρο έγινε αυτό που είναι μέχρι σήμερα, σπουδή της ζωής.
Στην αρχαιότητα το θέατρο έμεινε στενά συνδεδεμένο με τη λατρεία και το λυτρωτικό της ρόλο για τον άνθρωπο. Ο μύθος πρόσφερε την σπουδαίαν και τελείαν πράξιν, όπως την αποκαλεί στον ορισμό της τραγωδίας ο Αριστοτέλης (εικ.11), δηλαδή μια συγκεκριμένη, σημαντική ιστορία από τον βίο μυθικών προσώπων, ανωτέρων επομένως των μιμητών τους (σπουδαίαν), ιστορία που παρουσιαζόταν ολοκληρωμένη (τελείαν), με τις αιτίες, τα γεγονότα, τις συνέπειες και την κατάληξή τους.
Ο ηθοποιός και ο θεατής έμπαιναν πλέον συναισθηματικά στη θέση, στα διλήμματα, στις επιλογές, στα πάθη και στην τύχη των μυθικών προσώπων και αντλούσε θάρρος για ανάλογα δικά του προβλήματα ή διδάγματα για τη δική του ηθική συμπεριφορά. Η κάθαρση του θεατή, ψυχική κάθαρση, που ήταν κατά τον Αριστοτέλη το αποτέλεσμα της παρακολούθησης της τραγωδίας, μπορούμε να πούμε ότι είχε έναν ομοιοπαθητικό χαρακτήρα. Ένα βήμα πιο πέρα έκανε η κωμωδία, που είχε τις ρίζες της επίσης στις διονυσιακές τελετές, αλλά και σε αυτοσχέδιες φάρσες που διασκέδαζαν τις πρώιμες μικρές κοινωνίες, η οποία ασχολήθηκε πλέον ευθέως με σύγχρονά της θέματα.
Από όσα ήδη είπαμε μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι τόσο η θρησκευτική-ψυχαγωγική, όσο και η κοινοβουλευτική χρήση θεατρικών χώρων ήταν φυσικό να αναπτυχθεί πρώτα μέσα σε ολιγάριθμες κοινωνίες με μέλη οικεία μεταξύ τους, με κοινή νοοτροπία και παράδοση, με κοινά ιερά, με άμεσα κοινά συμφέροντα και με δυνατότητα εύκολης συνάθροισης.
Τέτοιες κοινωνίες ήταν οι 139 δήμοι της Αττικής (εικ.12), οι οποίοι είχαν δική τους τοπική διοίκηση με δική τους συνέλευση, δικές τους γιορτές και δικά τους οικονομικά και αντιπροσωπεύονταν με εκπροσώπους τους στη διοίκηση της πόλης- κράτους της Αθήνας, την οποία συγκροτούσαν.
Με την κεντρική διοίκηση της πόλης μπορούσαν να κλείνουν ακόμη και συμφωνίες (εικ.13), όπως δείχνει ένα ψήφισμα για την κατασκευή γέφυρας στο δρόμο προς την Ελευσίνα, που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ως τίτλο του στη στήλη που χαράχθηκε τον προσωποποιμένο Δήμο της Ελευσίνας με τις θεές προστάτιδες του τόπου πίσω του να δίνει το χέρι στην προστάτιδα του αθηναϊκού δήμου, την Αθηνά.
Στους δήμους, πρώτον ήταν πολύ ευκολότερο να συμμετάσχει κανείς στη συνέλευση για τα κοινά από όσο το να κάνει το μακρινό ταξίδι για την εκκλησία του δήμου στο άστυ, και δεύτερον, επειδή οι δημότες τους ήταν όλοι γνωστοί, αντιμετώπιζαν για τη λήψη αποφάσεων ο ένας τον άλλο πρόσωπο με πρόσωπο. Οι συνελεύσεις των δημοτών πραγματοποιούνταν με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι των πολιτών στην εκκλησία στο άστυ. Στους δήμους λοιπόν δημιουργούνταν, όπως έχει παρατηρηθεί, οι σφιχτοί κοινωνικοί δεσμοί, οι οποίοι κατόπιν μέσω της εκπροσώπησης στη βουλή της πόλης συνέθεταν τους χαλαρότερους δεσμούς που συνείχαν τη δημοκρατική πόλη-κράτος.
Αλλά και στην ανάπτυξη του θεάτρου ο ομοιογενής μικρόκοσμος του δήμου πρέπει να έπαιξε πρωταρχικό ρόλο. Τα κατ’ αγρούς Διονύσια, αυτά δηλαδή που γιορτάζονταν στην εξοχή, στους δήμους (και σε διαφορετικές ημερομηνίες), ήταν η γνησιότερη διονυσιακή λατρεία, από την οποία κυρίως αναπτύχθηκε το θέατρο. Ο Θέσπις, που διαμόρφωσε από τον θρησκευτικό χορό την τραγωδία, και σύμφωνα με την παράδοση περιέφερε τα έργα του με φορητή σκηνή στην Αττική, ήταν δημότης της Ικαρίας, του σημερινού Διονύσου, μιας περιοχής γεμάτης τότε αμπέλια, που καυχιόταν ότι σ’ αυτήν πρώτα εμφανίσθηκε ο Διόνυσος (εικ.14). Και για την κωμωδία παραδίδεται ότι ξεκίνησε στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα από μια παράδοση δημόσιων αστεϊσμών στα Μέγαρα, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Αττική με πρώτο σταθμό πάλι το δήμο της Ικαρίας.
Τα θέατρα των δήμων εξυπηρέτησαν τις ίδιες διοικητικές και θρησκευτικές-πνευματικές ανάγκες που τα γέννησαν και όταν πλέον το θέατρο κατά τους κλασικούς χρόνους είχε εξελιχθεί στη μορφή που το ξέρουμε. Γι’ αυτό τα περισσότερα διατήρησαν μια απλούστερη μορφή, πιο κοντά στη διπλή τους χρήση ως τόπων πολιτικής συγκέντρωσης αφενός και τέλεσης θρησκευτικών και θεατρικών δρωμένων.
Έτσι στον Ραμνούντα (εικ.15) ένας ελεύθερος χώρος αποτελούσε τον 5ο αιώνα την αγορά, και συγχρόνως την ορχήστρα ενός θεατρικού χώρου που τον συνιστούσαν ένας βωμός του Διονύσου, μια σειρά θρόνων για αξιωματούχους και μια απλή πλαγιά πίσω τους για τους υπόλοιπους δημότες.
Κάτι ανάλογο πρέπει να συνέβαινε στον κατεστραμμένο σήμερα θεατρικό χώρο του Αλιμούντος (εικ.16), όπου πάλι σώθηκαν μπροστά σε πλαγιά έξι διπλοί θρόνοι. Τον θεατρικό αυτό χώρο, στον οποίο θα συγκαλούσαν οι Αλιμούσιοι τις συνελεύσεις τους, είναι πολύ πιθανό ότι χρησιμοποιούσε κι ο χορός των γυναικών κατά τις γιορτές προς τιμήν της Δήμητρας που είχε κοντά το ιερό της.
Τον ίδιο τύπο συναντούμε και στο θέατρο του ιερού του Διονύσου στην Ικαρία της Αττικής (εικ.17), όπου δημιουργήθηκε τεχνητό ανάχωμα με τοίχους για τη συγκράτησή του στα άκρα (εικ.18) για το χώρο θέασης.
Αλλά και από τα άλλα τέσσερα σωζόμενα, πιο διαμορφωμένα θέατρα των δήμων τα δύο, στον Θορικό (εικ.19) και στο Ευώνυμον (Τράχωνες) (εικ.20), διατηρούν την επιμήκη τετράγωνη ορχήστρα, που είναι πλησιέστερη προς τον ελεύθερο φυσικό χώρο που χρησιμοποιούσαν οι απλούστεροι πρώιμοι θεατρικοί χώροι.
Στα δημοτικά θέατρα διατηρήθηκε επίσης η γνησιότερη μορφή της χορηγίας. Η χορηγία όπως λέει και το όνομά της, τον χορόν άγω, έχει την αρχή της στις ίδιες τις ρίζες του θεάτρου – από τον χορό δεν ξεκίνησε το θέατρο; – Μαζί με τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ίσης συμμετοχής σ’ ένα θεατρικό χώρο η χορηγία αποτελεί την παλιότερη συμμετοχή του ατόμου στα κοινά, δηλαδή την προσφορά των εξόδων για την οργάνωση και εκτέλεση του χορού που περιελάμβαναν οι θρησκευτικές τελετές. Μόνον αργότερα, όταν συγκροτήθηκε η δημοκρατική πολιτεία της Αθήνας, η χορηγία επεκτάθηκε με τη μορφή της λειτουργίας και σε άλλες κοινωνικές προσφορές (όπως η κάλυψη των εξόδων κατασκευής ή συντήρησης πολεμικών πλοίων ή η εστίαση του κοινού δε εορτές) και έγινε αναγκαστική υποχρέωση του πλούσιου πολίτη.
Στους δήμους, όπως δείχνουν τα σωζόμενα μνημεία που έστηναν οι χορηγοί παραστάσεων που νικούσαν σε τοπικούς θεατρικούς αγώνες (εικ.21), η χορηγία συνέχισε να λειτουργεί ως προσωπική κοινωνική προσφορά στην ψυχαγωγία ενός κοινού, στο οποίο στενοί δεσμοί συνέδεαν χορηγό και συνδημότες (εικ.22).
Ο Δήμος των Αχαρνών ήταν κατά την αρχαιότητα ο μεγαλύτερος της Αττικής. Αυτό φαίνεται και από τον αριθμό των βουλευτών που τον εκπροσωπούσαν στην αθηναϊκή βουλή (εικ.23).
Η ύπαρξη θεάτρου στις Αχαρνές ήδη από τον 4ο π.Χ. αι. τεκμηριώνεται από επιγραφές που αναφέρονται σε δραματικούς αγώνες στον δήμο. Το θέατρο που έχει βρεθεί (εικ.24), και που έχει πλέον κυκλική μορφή, χρονολογείται με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα στον 4ο π. Χ. αιώνα. Πρόσφατα διατυπώθηκε, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται, η άποψη ότι το θέατρο αυτό μπορεί να είναι μεταγενέστερο των επιγραφών του 4ου π.Χ. αι., ότι το μέγεθός του είναι μικρό για ένα τόσο πολυάνθρωπο δήμο, και ότι μπορεί να υπήρχε και δεύτερο, μεγαλύτερο θέατρο στο δήμο, ενώ αυτό που έχει αποκαλυφθεί μπορεί να εξυπηρετούσε τη συνέλευση των δημοτών. Τα ερωτήματα βέβαια αυτά θα απαντηθούν με την πλήρη ανασκαφή του θεάτρου. Όπως όμως είδαμε, τα δημοτικά θέατρα εξυπηρετούσαν κατά κανόνα τόσο τις διοικητικές όσο και τις θεατρικές ανάγκες. Έτσι, όπως και αν έχει το πράγμα, ο αρχαίος αυτός θεατρικός χώρος προσφέρεται για να γίνει ξανά κέντρο πολιτικού και πνευματικού πολιτισμού του σημερινού, επίσης πολυάνθρωπου δήμου, όπως ασφαλώς πολύμορφα πρέπει να λειτούργησε και κατά την αρχαιότητα.