Το Ίδρυμα Μποδοσάκη παρουσιάζει το Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα
Η κλιματική κρίση στο επίκεντρο της 7ης συνάντησης του Άνω Διαζώματος
«ΔΕΣΜΟΙ. Χαρτογραφώντας ιστορίες που μας συνδέουν με τον Έβρο» – Ένα νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για τον Έβρο
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Passion/Πάθος: Το 4o Musikaloy Festival
Παρακολουθήστε το video και εδώ
Σύνοψη
Η Μεσσήνη δεν διαθέτει μόνον ιερά και δημόσια οικοδομήματα, αλλά και οχυρώσεις επιβλητικές και κατοικίες και ταφικά μνημεία. Διαθέτει, εκτός των άλλων, το σπάνιο προνόμιο να μην έχει καταστραφεί ή καλυφθεί από νεότερους οικισμούς και να βρίσκεται σε ένα κατ’ εξοχήν μεσογειακό αλώβητο φυσικό περιβάλλον, που συνδυάζει την ορεινή μεγαλοπρέπεια των Δελφών και τη χαμηλή παραποτάμια γαλήνη της Ολυμπίας, με τον δεσπόζοντα γυμνό ασβεστολιθικό όγκο της Ιθώμης, όπου η ακρόπολη, και την χαμηλή εύφορη κοιλάδα γύρω από την αρχαία πόλη.
H Aρχαιολογική Eταιρεία άρχισε συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στην αρχαία Mεσσήνη το 1895 με τον Σάμιο αρχαιολόγο και μετέπειτα πολιτικό Θεμιστοκλή Σοφούλη. Oι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1909 και το 1925 από τον Γεώργιο Oικονόμο. Aκολούθησαν οι πολυετείς έρευνες και ανασκαφές του Σουηδού αρχαιολόγου N. Valmin στη Mεσσηνία. Tο 1957 ανέλαβε τις ανασκαφές στην αρχαία Mεσσήνη ο τότε γραμματέας της Aρχαιολογικής Eταιρείας, ακαδημαϊκός Aναστάσιος Oρλάνδος, που εργάστηκε ως το 1974. Με τις ανασκαφές του ίδιου και των προκατόχων του ήλθε στο φώς το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομικού συγκροτήματος του Aσκληπιείου.
Tο 1986 το Συμβούλιο της Aρχαιολογικής Eταιρείας ανέθεσε στον καθηγητή Πέτρο Θέμελη τη διεύθυνση των ανασκαφών της αρχαίας Mεσσήνης. Oι ανασκαφικές έρευνες με παράλληλες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης των μνημείων συνεχίζονται από το 1987 ως σήμερα με ταχύτερους προοδευτικά ρυθμούς. Έχουν φέρει στο φως όλα τα δημόσια και ιερά οικοδομήματα της πόλης που είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας στη Mεσσήνη, όταν την επισκέφθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Aντωνίνου του Σεβαστού (155-160 μ.X).
Στην εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στις 7 Φεβρουαρίου στο Megaron Plus, από χαρακτηριστικές εικόνες της αρχαίας Μεσσήνης, που θα προβάλει και θα σχολιάσει κατάλληλα ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης, οι οποίες δείχνουν το ΠΡΙΝ και το ΜΕΤΑ των ανασκαφών και των εργασιών αναστήλωσης, αποκατάστασης και ανάδειξης των μνημείων της και της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου, θα προβάλλει ανάγλυφα η δυναμική της συλλογικής προσπάθειας αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, μηχανικών, τεχνητών και εργατών που δουλεύουν με αφοσίωση και πάθος επί εικοσιπέντε χρόνια για να αναδείξουν την μεγάλη αρχαία αυτή πολιτεία της δυτικής Πελοποννήσου σε έναν αρχαιολογικό χώρο πρότυπο. Σε ένα αρχαιολογικό πάρκο ελκυστικό, διδακτικό και κατανοητό σε ανθρώπους κάθε ηλικίας και σωματικής δυνατότητας, χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων και οικονομικής συνάμα ανάπτυξης της περιοχής.
Ομιλητής
Θέμελης Πέτρος
Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας
Ο Πέτρος Θέμελης, γιος του λογοτέχνη Γιώργου Θέμελη, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1936. Ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Πήρε πτυχίο Iστορίας και Aρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και σε συνέχεια, το 1972, διδακτορικό δίπλωμα από το Aρχαιολογικό Iνστιτούτο του Πανεπιστημίου του Mονάχου με θέμα διατριβής “Frühgriechische Grabbauten” (“Πρώιμα Ελληνικά Ταφικά Μνημεία”), Zabern Verlag, Mainz 1976.
Μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας προσελήφθη ως επιστημονικός βοηθός στην Aρχαιολογική Yπηρεσία του Nομού Θεσσαλονίκης και έλαβε μέρος σε ανασκαφές στη Δυτική Μακεδονία, κυρίως στην Πέλλα και το ανάκτορο της Bεργίνας ως επιστημονικός βοηθός των Εφόρων Αρχαιοτήτων Xαράλαμπου Mακαρόνα, Φώτη Πέτσα και Mανόλη Aνδρόνικου. Mεταξύ των ετών 1963 και 1980 υπηρέτησε ως Eπιμελητής και Έφορος Aρχαιοτήτων στις Aρχαιολογικές Περιφέρειες Hλείας-Μεσσηνίας, Αττικής, Εύβοιας, Φωκίδος-Λοκρίδος και Αιτωλοακαρνανίας, ενώ από το 1977 έως το 1980 διετέλεσε διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου των Δελφών. Πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες σε όλες τις παραπάνω περιοχές όπου υπηρέτησε. Από το 1980 ως το 1984 ήταν προϊστάμενος της νεοσύστατης Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας για ολόκληρη την Ελλάδα με έδρα την Αθήνα.
Tο 1984 εκλέχτηκε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης στο Ρέθυμνο, όπου και δίδαξε ως το 2003. Την τριετία 1987-1989 υπήρξε Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου της Κρήτης και Πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών. Διευθύνει από το 1985 την Πανεπιστημιακή ανασκαφή στον Τομέα I της αρχαίας Ελεύθερνας στην Κρήτη. Tο 1986 η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, όταν Γραμματέας της ήταν ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ανέθεσε τη διεύθυνση των εργασιών της αρχαίας Μεσσήνης στον καθηγητή Πέτρο Θέμελη.
Ο Πέτρος Θέμελης έχει δημοσιεύσει έξι μονογραφίες, περισσότερες από διακόσιες επιστημονικές πραγματείες, βιβλιοκρισίες, αρχαιολογικούς οδηγούς χώρων και μουσείων, εκθέσεις ανασκαφών, προλόγους εκδόσεων, άρθρα σε εγκυκλοπαίδειες και μεταφράσεις από τα Γερμανικά στα Ελληνικά. Επιφυλλίδες του με σχόλια για ποικίλα θέματα της επικαιρότητας δημοσιεύονται τακτικά στον ημερήσιο αθηναϊκό και τοπικό τύπο και σε άλλα έντυπα.
Είναι μέλος επιστημονικών Εταιρειών της Ελλάδας και του Εξωτερικού και έχει τύχει πολλών τιμητικών διακρίσεων από Δήμους, Κοινότητες, Σχολεία και άλλα Ιδρύματα. Είναι επίτιμος δημότης Μεσσήνης και Ανδρούσας, ισόβιος Εταίρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αντεπιστέλλον μέλος του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας των Ηνωμένων Πολιτειών, μέλος της Εταιρείας Ευβοϊκών Μελετών, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, του ICOM και ICOMOS, της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών με έδρα το Salzburg της Αυστρίας, αντιπρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως, πρόεδρος της Εταιρείας Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Γ. Ψαροπούλου Νεότερης Κεραμικής. Υπήρξε τακτικό μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Το 2005 τιμήθηκε με τον χρυσό Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας για το διδακτικό, επιστημονικό και ανασκαφικό έργο του.