Γρήγορη μετάβαση

Μεσσήνη: Η βιογραφία μιας Αρχαίας Πολιτείας

Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ

Της Μαίρης Αδαμοπούλου

Η διαχρονική εξέλιξη των ευρημάτων και της αποκατάστασής τους στο λεύκωμα «Αενάως», με την υπογραφή του ομότιμου Καθηγητή και ανασκαφέα του χώρου, Πέτρου Θέμελη.

Πέτρες ατάκτως ερριμένες που μοιάζουν με σκόρπιες λέξεις από ένα κείμενο χωρίς ειρμό. Θεοί που από την κορυφή του Ολύμπου βρέθηκαν θαμμένοι κάτω από τόνους χώματος. Ήρωες και τρανοί αυτοκράτορες τα μαρμάρινα είδωλα των οποίων διαμελίστηκαν. Και μνημεία που στους κίονες, στις ψηφίδες των μωσαϊκών και στα εδώλιά τους γράφτηκαν σημαντικές σελίδες της Ιστορίας. Εικόνες ενός ερειπιώνα που κάποτε συνέθεταν μία από τις πλέον ακμάζουσες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Δύσκολα θα μπορούσε να υποψιαστεί κάποιος ότι τα στιγμιότυπα αυτά που αποτυπώθηκαν στον φωτογραφικό φακό ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και πολύ πιο πρόσφατα, απεικονίζουν τα περίλαμπρα αναστηλωμένα σήμερα μνημεία – μάρτυρες μιας σπουδαίας ελληνιστικής πόλης: της αρχαίας Μεσσήνης. Και είναι αυτή η αντιπαράθεση των σκόρπιων μαρμάρων και των διαλυμένων ψηφιδωτών με τη σημερινή εικόνα του υποδειγματικά αναστηλωμένου αρχαιολογικού χώρου που κάνει ξεχωριστή την έκδοση «Αενάως», η οποία μόλις κυκλοφόρησε με την υπογραφή του ομότιμου καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και ανασκαφέα του χώρου τα τελευταία 36 χρόνια Πέτρου Θέμελη, από το Διάζωμα, με τη στήριξη του Ιδρύματος Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου.

«Οι αρχαίες πέτρες που έρχονται στην επιφάνεια με την ανασκαφή δεν είναι βουβές, μιλούν και αποκαλύπτουν τα μυστικά τους σε όσους τις προσεγγίζουν με ενδιαφέρον, ευαισθησία και αγάπη. Ο Φρόυντ θαύμαζε τους αρχαιολόγους και ακολουθούσε την μεθοδολογία της ανασκαφής στην ψυχανάλυσή του, όπως ομολογεί, προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια τα βαθύτερα στρώματα του υποσυνείδητου», γράφει ο Πέτρος Θέμελης.

Ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα, στο οποίο ο αναγνώστης θα βρει αφορμές για να επιστρέψει πολλές φορές, θα εντυπωσιαστεί χωρίς αμφιβολία από την κατάσταση του χώρου πριν από τις ανασκαφικές έρευνες (ξεκίνησαν ήδη από τον 19ο αι., συνεχίστηκαν τις περιόδους 1909-1925, 1957-1974 και 1986 έως σήμερα) και θα γοητευτεί από τη στιγμή της αποκάλυψης γλυπτών, κυρίως, από το χώμα. Και μπορεί το βλέμμα του να αιχμαλωτιστεί από το εμβληματικό Στάδιο και το Γυμνάσιο, αξίζει όμως τον κόπο να κάνει τη δική του «ανασκαφή» και σε λιγότερο εντυπωσιακά εκ πρώτης όψεως μνημεία που έχουν όμως ξεχωριστές ιστορίες.

Το Θέατρο της Μεσσήνης, για παράδειγμα, που βρισκόταν άλλοτε σχεδόν εξ ολοκλήρου καλυμμένο από χώμα ύψους 5 μ., εντάσσεται στην κατηγορία των μεγάλων αρχαίων θεάτρων και είναι ισάξιο με της Επιδαύρου. Λειτουργούσε και ως χώρος μαζικών συγκεντρώσεων πολιτικού χαρακτήρα. Εδώ πραγματοποιήθηκε η κρίσιμη συνάντηση του Φίλιππου E’ της Mακεδονίας με τον στρατηγό της Συμπολιτείας, τον Άρατο τον Σικυώνιο, το 214 π.X., μία μέρα μετά τη λαϊκή εξέγερση και τη σφαγή αξιωματούχων της πόλης και διακοσίων εύπ φιλόδοξο βασιλιά της Μακεδονίας να μην εκμεταλλευθεί την περίσταση και να μην καταλάβει αιφνιδιαστικά τη Μεσσήνη, όπως σχεδίαζε αρχικά. Οταν το κολοσσιαίο θέατρο δεν χρησίμευε πλέον σε τίποτε, μετατράπηκε σε «λατομείο», σε χώρο εξεύρεσης οικοδομικών υλικών για τους ραγδαία εκχριστιανιζόμενους κατοίκους της μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Και ως μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ανασκαφής του ήταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό που εντοπίστηκε το άγαλμα της Ίσιδας Πελαγίας να κρατά το ιστίο ενός πλοίου, πεσμένο στη λάσπη, μαζί με άλλα αγάλματα από τη σκηνή του Θεάτρου. Μια χαμένη κωμωδία κρύβει το Μονόπτερο που ξεφεύγει από την προσοχή πολλών επισκεπτών της Μεσσήνης. Πρόκειται για ένα ύστερο ελληνιστικό κυκλικό κτίσμα με δωρική κιονοστοιχία, που εντοπίστηκε κάτω από τα θεμέλια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, νοτιοανατολικά του Θεάτρου. Γύρω του δημιουργήθηκε στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια μια πλατεία στρωμένη με ψηφιδωτά, στα οποία αποτυπώνονται μορφές (Μεσσηνία, Αττικός, Ζώσιμος) από τη χαμένη κωμωδία του Μενάνδρου «Μεσσηνία ή Ανατεθειμένη».ορων πολιτών. Ο Αρατος, σύμφωνα με μαρτυρία του Πλουτάρχου, κατάφερε να πείσει τον φιλόδοξο βασιλιά της Μακεδονίας να μην εκμεταλλευθεί την περίσταση και να μην καταλάβει αιφνιδιαστικά τη Μεσσήνη, όπως σχεδίαζε αρχικά.

Οταν το κολοσσιαίο θέατρο δεν χρησίμευε πλέον σε τίποτε, μετατράπηκε σε «λατομείο», σε χώρο εξεύρεσης οικοδομικών υλικών για τους ραγδαία εκχριστιανιζόμενους κατοίκους της μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Και ως μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ανασκαφής του ήταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό που εντοπίστηκε το άγαλμα της Ισιδας Πελαγίας να κρατά το ιστίο ενός πλοίου, πεσμένο στη λάσπη, μαζί με άλλα αγάλματα από τη σκηνή του Θεάτρου. Μια χαμένη κωμωδία κρύβει το Μονόπτερο που ξεφεύγει από την προσοχή πολλών επισκεπτών της Μεσσήνης. Πρόκειται για ένα ύστερο ελληνιστικό κυκλικό κτίσμα με δωρική κιονοστοιχία, που εντοπίστηκε κάτω από τα θεμέλια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, νοτιοανατολικά του Θεάτρου. Γύρω του δημιουργήθηκε στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια μια πλατεία στρωμένη με ψηφιδωτά, στα οποία αποτυπώνονται μορφές (Μεσσηνία, Αττικός, Ζώσιμος) από τη χαμένη κωμωδία του Μενάνδρου «Μεσσηνία ή Ανατεθειμένη»…

Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο σε αρχείο pdf, εδώ.