Όσα μας δίδαξε το Αρχαιολογικό Συμπόσιο στον Ορχομενό
“Μινύες έως τα πέρατα της γης”: Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο στον Ορχομενό στις 27-29 Σεπτεμβρίου 2024
Τελευταία εκδήλωση του ΕΣΠΑ on the road στο Κάστρο Ιωαννίνων
Αποτελέσματα της εκλογικής διαδικασίας της 17ης Γενικής Συνέλευσης του Σωματείου «ΔΙΑΖΩΜΑ»
ΕΣΠΑ on the ROAD – Ανοιχτές ενημερωτικές εκδηλώσεις
ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΠΕΤΡΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ Καθηγητής, Διευθυντής έργου αρχαίας Μεσσήνης
Η διαχειριστική στρατηγική του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Μεσσήνης βασίστηκε σε διακριτά στάδια σύμφωνα με τους ισχύοντες διεθνείς κανόνες σε κάθε διαδικασία αποκάλυψης, συντήρησης, αναστήλωσης και ανάδειξης των υλικών κατάλοιπων του παρελθόντος, της πολιτιστικής γενικώς κληρονομιάς, η οποία αναγνωρίζεται ως κύριο στοιχείο ταυτότητας μιας περιοχής και συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω της συμβολής της στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, την ιστορική συνέχεια και τη συλλογική μνήμη.
Η λειτουργία του μνημειακού συνόλου της αρχαίας μεσσηνιακής πρωτεύουσας και η «κοινωνικοποίηση» της, το άνοιγμά της δηλαδή στο ευρύ κοινό έχει προσφέρει σημαντικές δυνατότητες τοπικής ανάπτυξης, τόνωση του ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας για την πολιτιστική της κληρονομιά και εγγύηση ότι αυτή η κληρονομιά θα κρατήσει τη δυναμική της και θα διατηρηθεί αλώβητη για τις επόμενες γενιές μέσα στο πνεύμα της αειφόρου ανάπτυξης.
Βαρύνουσα στην περίπτωση της αρχαίας Μεσσήνης είναι η κοινωνική διάσταση του μνημειακού συνόλου, η παιδευτική και η συμβολική αξία του με δυνατότητες χρήσης και ανταποδοτικής λειτουργίας, μιας αμφίρροπης δηλαδή σχέσης κοινού και μνημείων σε εφαρμογή ενός νέου μοντέλου διαχειριστικής και διοικητικής αυτονομίας. Κρίνεται τέλος αναγκαία μια σύνθετη στρατηγική που να απευθύνεται σε όλους τους αρμόδιους φορείς και τους συντελεστές που έχουν ρόλο να παίξουν στην ανάπτυξη, ώστε να βρουν μηχανισμούς επικοινωνίας, συνεργασίας και εναρμόνισης των στόχων τους.
H νέα διεθνής οπτική και πρακτική στο χώρο της προστασίας των πολιτισμικών αγαθών, τα οποία βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον σε αρχαιολογικούς χώρους ή στεγάζονται σε μουσεία, σχετίζεται άμεσα με την επιστημονική και κοινωνική διαχείριση αυτών των αγαθών 1. Η διαχείριση ασκείται κατά κύριο λόγο από το κράτος και παράλληλα από φορείς που μετέχουν στην αποκάλυψη, την ανάδειξη και τη μελέτη των υλικών κατάλοιπων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όπως τα πανεπιστήμια, οι ξένες αρχαιολογικές σχολές και η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Στην ίδια ενότητα ανήκει και η Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών (ΕΜΑΣ) που ιδρύθηκε το 1994 με κύριο και μοναδικό στόχο την υποστήριξη του έργου της αρχαίας Μεσσήνης (Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας αρ. 70/1994) 2
Οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία γενικώς απολαμβάνουν το ειδικό προνόμιο ενός πολύτιμου αγαθού που έχουμε επιλέξει να προστατεύουμε για πάντα. H πολιτιστική κληρονομιά δεν έχει, ωστόσο, μόνο ανάγκη προστασίας· πρέπει να είναι προσιτή και κατανοητή στον ντόπιο και ξένο πληθυσμό όλων των ηλικιών, των κατηγοριών και των σωματικών δυνατοτήτων. Ιδιαίτερα οι τοπικές κοινωνίες, όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τους πολίτες των πόλεων και των δημοτικών διαμερισμάτων, πρέπει να ενημερώνονται κατάλληλα, ώστε να εκτιμούν την αξία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς· έχουν άλλωστε δικαίωμα και υποχρέωση να ενδιαφέρονται για το παρόν και το μέλλον του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντός στο οποίο ζουν.
Ας μην ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με τον Αρχαιολογικό Νόμο (3028/2002, άρθρο 3), «η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας συνίσταται μεταξύ άλλων και στη διευκόλυνση της πρόσβασης και της επικοινωνίας του κοινού με αυτήν, στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς». Η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει τεράστιες αλλαγές, όχι μόνο στις γεωοικονομικές ισορροπίες (με τη δυναμική εμφάνιση της Κίνας και των Ινδιών), αλλά και στα μοντέλα ανάπτυξης που καλούνται να υιοθετήσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Αναγνωρίζεται τώρα διεθνώς ο ουσιαστικός ρόλος των περιφερειακών και των τοπικών αρχών που εκπροσωπούν τις οικείες τους κοινωνίες, ο ιδιωτικός τομέας, καθώς και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και τα σωματεία. H νέα οπτική απαιτεί επανεξέταση όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών στον τομέα του Πολιτισμού που παρέχονται από το κράτος και αναζήτηση αποδοτικότερων μεθόδων για τη διανομή τους. Σημαντικοί τομείς στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να αναδειχθούν με τη συμβολή και της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως άλλωστε προβλέπεται από τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (για παράδειγμα μέσω προγραμματικών συμβάσεων, άρθρο 225, παρ. 5, Ν. 3463/2006)3 .
Τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονται σε περίοδο της κρίσης και όχι μόνο καθιστούν επιτακτική την ανάγκη επιλογής προγραμμάτων και δράσεων πολιτισμού προς χρηματοδότηση, με γνώμονα απτά αποτελέσματα στην οικονομία και την κοινωνία, όπως αύξηση του αριθμού των επισκεπτών και κατ’ επέκταση των εσόδων, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σταδιακή απαλλαγή από τις συνεχείς κρατικές επιχορηγήσεις, σταδιακή διαχειριστική και διοικητική αυτονομία. Η πρόταση για διοικητική και διαχειριστική αυτονομία δεν σημαίνει ιδιωτικοποίηση, όπως παρερμηνεύεται από ορισμένους, άλλα ένα νέο δοκιμασμένο πρότυπο κρατικής πολιτιστικής διαχείρισης, σύμφωνα με το παράδειγμα του νέου αρχαιολογικού Μουσείου της Ακρόπολης (ΦΕΚ Α΄ 224/5.11.2008). Η πρόκληση γενικά για τη χώρα μας είναι να μεταστραφεί η τρέχουσα πολιτική της πολιτιστικής διαχείρισης από τη στατική στη δυναμική προσέγγιση, στην παραγωγή δηλαδή νέων μορφών διαχείρισης. Οι επιχειρήσεις που παράγουν αγαθά πολιτισμού και δημιουργίας (cultural and creative industries) αποτελούν τα τελευταία χρόνια έναν από τους πλέον δυναμικούς τομείς που καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη στρατηγική «Ευρώπη 2020», γιατί συμβάλλουν σε νέο τύπο ανάπτυξης, όχι μόνο οικονομικής αλλά και κοινωνικής.
Ο πολιτισμός ερμηνεύεται σήμερα ευρύτερα ως τρόπος ζωής και σύνολο κοινών αξιών και εμπειριών. Ο καταναλωτής από παθητικός δέκτης γίνεται συν-διαμορφωτής του προϊόντος που καλείται να καταναλώσει. Κινητήριες δυνάμεις στην αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας του πολιτισμού και της δημιουργίας είναι η χρήση της νέας τεχνολογίας και η επιθυμία των πολιτών για απόκτηση εμπειριών και συγκινήσεων στον ελεύθερο χρόνο τους. Εδώ εντάσσεται και ο παρεξηγημένος στη χώρα μας ανασκαφικός τουρισμός (excavation tourism) ο οποίος αποτελεί συνήθη και δοκιμασμένη πρακτική παγκοσμίως. Βαρύνουσα στην περίπτωση της Μεσσήνης είναι η κοινωνική διάσταση του μνημειακού συνόλου της, η παιδευτική αξία, η συμβολική και η αναπτυξιακή με δυνατότητες χρήσης και ανταποδοτικής λειτουργίας (εικ. 1).
Στο κέντρο των στόχων μας σε σχέση με την έννοια της ορθής λειτουργίας του χώρου περιλαμβάνεται η αμφίρροπη σχέση κοινού και μνημείων. Οι αρχαιολογικοί χώροι θεωρούνται γενικώς σήμερα παράγοντες ανάπτυξης και δρόμοι που οδηγούν στην τόνωση του δημόσιου ενδιαφέροντος για την πολιτιστική κληρονομιά. Κεντρικό ζητούμενο είναι να βρεθεί η κατάλληλη διαχειριστική στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη όλες τις αξίες ενός αρχαιολογικού χώρου και ταυτόχρονα τις οικονομικές του δυνατότητες σε εφαρμογή ενός νέου μοντέλου διαχειριστικής και διοικητικής αυτονομίας. Κρίνεται αναγκαία μια σύνθετη στρατηγική που να απευθύνεται σε όλους τους φορείς και τους συντελεστές που έχουν ρόλο να παίξουν στην ανάπτυξη. Πολιτικοί που αποφασίζουν, επενδυτές επαγγελματίες, εμπορικά επιμελητήρια, τοπικές οργανώσεις, κρατικές υπηρεσίες, όπως οι Εφορείες Αρχαιοτήτων, πρέπει να βρουν μηχανισμούς επικοινωνίας, συνεργασίας και εναρμόνισης των στόχων και των συμφερόντων τους. Αυτό σημαίνει συνέργειες, απόλυτα αναγκαίες και για τις χρηματοδοτούμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση δράσεις, όπως οι «πολιτιστικές διαδρομές» και τα «αρχαιολογικά πάρκα».
H Μεσσηνία γενικά είναι τόπος που συγκεντρώνει τα αναγκαία στοιχεία για την προσέλκυση επισκεπτών (ήλιο, θάλασσα, μεσογειακή διατροφή, αλώβητο φυσικό περιβάλλον, αξιόλογα άυλα και υλικά κατάλοιπα της πολιτιστικής κληρονομιάς από τα προϊστορικά ως τα νεότερα χρόνια) και έχει επίσης το προνόμιο να βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχαία Ολυμπία, προορισμό παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά και την Αθήνα με την ολοκλήρωση της νέας οδού. Επιπλέον, διαθέτει την Καλαμάτα, το ακμαιότερο αστικό τουριστικό κέντρο της περιοχής από όπου, κατά κύριο λόγο, πηγάζει το τουριστικό ρεύμα προς την αρχαία Μεσσήνη και τους άλλους σημαντικούς χώρους του νομού Μεσσηνίας. Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και η Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών έχουν συμβάλει τα μέγιστα, όχι μόνο με την ανασκαφή, την αναστήλωση, τις δημοσιεύσεις και την ανάδειξη γενικά της αρχαίας Μεσσήνης, αλλά και με την αγορά της γης, τις περιφράξεις, τις διαμορφώσεις, τα αποστραγγιστικά έργα και τα προστατευτικά στέγαστρα. Η Αρχαιολογική Εταιρεία έχει παραδώσει από το 1999 στο κράτος, εκτός από τα δεκαοκτώ χιλιάδες κινητά αρχαία, ένα ανακαινισμένο μουσείο σε λειτουργία και ένα αρχαιολογικό πάρκο τετρακοσίων στρεμμάτων, δηλαδή έναν τουριστικό προορισμό με αναστηλωμένα μνημεία, έτοιμο για εκμετάλλευση (εικ. 2–4).
Η Αρχαιολογική Εταιρεία διατηρεί το προνόμιο της επιστημονικής διαχείρισης, που αφορά στην ανασκαφική έρευνα, τις αναστηλωτικές και στερεωτικές επεμβάσεις, τις διαμορφώσεις, τις αρχιτεκτονικές μελέτες και τις δημοσιεύσεις4 . Το αρχαιολογικό πάρκο της αρχαίας Μεσσήνης διαθέτει συγκεκριμένα όρια, διαμορφωμένες εσωτερικές διαδρομές, στάσεις με σκίαστρα για ανάπαυση και θέαση, σήμανση εσωτερική και επεξηγηματικές πινακίδες, WC, αναψυκτήριο και εκδοτήριο, οδικό φωτισμό, δίκτυο ύδρευσης, δίκτυο απορροής όμβριων, δίκτυο ποτίσματος φυτών και ηλεκτρονικό σύστημα έκδοσης εισιτηρίων. Το αρχαιολογικό αυτό πάρκο έχει στηθεί με βάση τους περιορισμούς που επιβάλλει αφενός η προστασία των μνημείων και ο χαρακτήρας του πάρκου και αφετέρου η δυνητική του πελατεία. Στόχος είναι το πάρκο να αποτελέσει κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη της περιοχής, μια ανάπτυξη βιώσιμη οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Η πολιτιστική κληρονομιά, υλική και άυλη, και ο σύγχρονος πολιτισμός αναγνωρίζονται ως κύρια στοιχεία ταυτότητας κάθε περιοχής και ως συγκριτικό πλεονέκτημα, λόγω της συμβολής τους στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Ο πολιτισμός γενικώς προσφέρει το πλεονέκτημα της αναγνωσιμότητας, της ιστορικής συνέχειας και της συλλογικής μνήμης. Ο πολιτισμός και ό,τι αυτός περιλαμβάνει (μνημεία, μουσεία, φεστιβάλ μουσικής, ασμάτων, θεάτρου, κινηματογράφου, χορού, εικαστικές εκθέσεις, γευσιγνωσία, φυσικό περιβάλλον), βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών προβολής και ανάπτυξης μιας περιοχής. Κερδίζει συνεχώς έδαφος η αντίληψη ότι οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία προστατεύονται και συντηρούνται αποτελεσματικότερα, όταν αποτελούν μέρος της ζωής των πολιτών, όταν περιλαμβάνονται στη λεγόμενη οικονομία του ελεύθερου χρόνου και στη δια βίου εκπαίδευση5 . Τα μνημεία όλων των εποχών είναι σταθερά, αμετακίνητα και αδιαμφισβήτητα διαχρονικά στοιχεία του πολιτισμού μας. Τα μνημεία της αρχαίας Μεσσήνης και ιδιαίτερα οι χώροι θέασης και ακρόασης (Στάδιο, Θέατρο, Εκκλησιαστήριο) ξαναβρίσκουν την αρχαία λειτουργία τους, αισθάνονται και πάλι την παρουσία ζωντανών ανθρώπων (εικ. 5).
Ο Άγγελος Δεληβορριάς υπήρξε πρωτοπόρος στα ανοίγματα στο ευρύ κοινό, στις περιοδικές εκθέσεις και τις εκθέσεις εξωτερικού, στα συνέδρια, τις εκδόσεις, τα κυλικεία, τα εστιατόρια και τα πωλητήρια. Οι αρχαιολόγοι του σήμερα, ακολουθώντας το παράδειγμά του, δεν είναι πλέον μονόπλευροι κλασικιστές, έχουν διευρύνει τον ορίζοντά τους στην αρχαιολογική, αισθητική και ιστορική αξία των μνημείων, κινητών και ακίνητων, όλων των εποχών, εκτιμώντας ταυτόχρονα την κοινωνική και την οικονομική τους διάσταση. Υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ο Δεληβορριάς την αποδέσμευση των κρατικών μουσειακών οργανισμών από την υποταγή τους στα «ιδεώδη» του δημοσιοϋπαλληλικού παρελθόντος και την απαλλαγή τους από τα δεινά της νεοελληνικής γραφειοκρατίας. Αυτό, πιστεύω, υποστηρίζουμε σήμερα όλοι6 . Με το ίδιο ακριβώς πνεύμα απελευθέρωσε ο ίδιος το μουσειακό υλικό από κάθε είδους ιδιοκτησιακές επιβαρύνσεις, το διέθετε αδέσμευτο στα ενδιαφέροντα και τις έρευνες της επιστημονικής κοινότητας. Η πολιτική διάσταση της σκέψης του Άγγελου παραμένει επίκαιρη, ιδιαίτερα σήμερα. Υποστήριζε ότι «η συνεννόηση είναι η προϋπόθεση μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας… μόνο με το διάλογο μπορεί να επιλυθούν ζητήματα, αυτή είναι η μεγάλη κατάκτηση της ελληνικής αρχαιότητας η οποία δεν ξεπεράστηκε έως σήμερα». Με τα δικά του πιστεύω ταυτίζονται σε γενικές γραμμές και τα δικά μου πιστεύω για τα μνημεία και τη χρήση τους, την κοινωνικοποίησή τους, τη διαχειριστική τους αυτονομία, το άνοιγμά τους στις σύγχρονες δημιουργίες, στις συνέργειες, στον ανασκαφικό τουρισμό στην έννοια των ανοιχτών μουσείων, στη μέγιστη αύξηση των εσόδων.
Η διαχειριστική στρατηγική του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Μεσσήνης βασίστηκε σε διακριτά στάδια σύμφωνα με τους ισχύοντες διεθνείς κανόνες σε κάθε διαδικασία αποκάλυψης, συντήρησης, αναστήλωσης και ανάδειξης των υλικών κατάλοιπων του παρελθόντος, της πολιτιστικής γενικώς κληρονομιάς7 . Η λειτουργία του μνημειακού συνόλου της αρχαίας μεσσηνιακής πρωτεύουσας και το άνοιγμα στο ευρύ κοινό έχει προσφέρει σημαντικές δυνατότητες τοπικής ανάπτυξης, τόνωση του ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας για την πολιτιστική της κληρονομιά και εγγύηση ότι αυτή η κληρονομιά θα κρατήσει τη δυναμική της και θα διατηρηθεί αλώβητη για τις επόμενες γενιές μέσα στο πνεύμα της αειφόρου ανάπτυξης8 . Το πολιτιστικό παρελθόν και οι αρχαιολογικοί χώροι δεν ανήκουν σε κανένα, όλοι ταξιδεύουμε μέσα στο πολιτιστικό παρελθόν μας. Οι δημόσιοι λειτουργοί, οι επιστημονικοί υπεύθυνοι, οι διευθυντές των ανασκαφών έρχονται και παρέρχονται, ακόμη και οι κάτοικοι των δημοτικών διαμερισμάτων, μολονότι διατηρούν εκατοντάδων ετών αναμνήσεις και παραδόσεις για το παρελθόν και «τα μνημεία τους», αποτελούν και αυτοί μέρος μιας μακρόχρονης ιστορίας μετακινήσεων και μεταναστεύσεων9.
Είναι γεγονός ότι οι μακρόχρονες συστηματικές εργασίες αποκάλυψης, αποκατάστασης και ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων, επηρεάζουν αναπόφευκτα τις κοινωνικές, τις οικονομικές και τις πολιτιστικές δομές των περιοχών δράσης, δηλαδή τους ίδιους τους πολίτες των περιοχών αυτών. Είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι εμείς οι αρχαιολόγοι και οι συνεργάτες μας «απλώς σκάβουμε» ή «απλώς αναστηλώνουμε», αδιαφορώντας για το κοινωνικό περιβάλλον, για την επιρροή που ασκούμε στους πολίτες, ανάμεσα στους οποίους ζούμε και εργαζόμαστε. Τα δικαιώματα, τα ενδιαφέροντα και οι ευαισθησίες των τοπικών κοινωνιών πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να αξιολογούνται ως μέρος του προγράμματος διαχείρισης ενός αρχαιολογικού χώρου. Το κράτος, οι τοπικές αρχές, οι τουρίστες, οι πολίτες, οι αρχαιολόγοι, οι αρχιτέκτονες, οι μηχανικοί, όλοι είναι —είμαστε— συνυπεύθυνοι για την προστασία και την ομαλή λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων. Έχουμε υποχρέωση να μετακινηθούμε από τη νοοτροπία των ιδιοκτητών (του παρελθόντος) στο αίσθημα της συλλογικής ευθύνης για το παρελθόν, μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου εθνοτοπίου (ethnoscape) που ζούμε10.
Η αρχαία Μεσσήνη, ως πρότυπο αρχαίας δωρικής πόλης και αρχαιολογικό οικολογικό πάρκο, έχει αποκτήσει τη δική της δυναμική και πληρότητα χάρη στις δυνατότητες που προσφέρουν τα μεγαλειώδη αρχαιολογικά κατάλοιπα, το αλώβητο φυσικό περιβάλλον, οι ήπια δομημένοι σύγχρονοι οικισμοί που την περιβάλλουν, καθώς επίσης οι μακρόχρονες επενδύσεις χρόνου και κόπου των τελευταίων δεκαετιών με την οικονομική υποστήριξη του ελληνικού κράτους, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των χορηγών. Η χρήση των τριών χώρων θέασης και ακρόασης που διαθέτει η αρχαία Μεσσήνη για παραστάσεις θεατρικές και μουσικές, για συνέδρια και εκθέσεις εικαστικών έργων, συμβάλλει όχι μόνο στην περιφερειακή ανάπτυξη και την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος. Η χρήση των ως άνω χώρων θέασης και ακρόασης και ολόκληρου του αρχαιολογικού χώρου πραγματοποιείται σε συνεργασία με πολιτιστικούς θεσμούς και φορείς και με την τοπική αυτοδιοίκηση, τον Δήμο Μεσσήνης που οργανώνει για ένατη συνεχή χρονιά φέτος το μαθητικό φεστιβάλ αρχαίου δράματος που έχει καθιερωθεί και αναγνωρίζεται ως σημαντικό πολιτιστικό γεγονός διεθνούς ακτινοβολίας, με συμμετοχή χωρών όπως η Αγγλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Κίνα.
Οι δυνατότητες ανάδειξης και διάδοσης των αγαθών που προσφέρει η αρχαία Μεσσήνη στην αρχαιογνωσία, στην εκπαίδευση κάθε μορφής, στην τοπική οικονομία και κοινωνία μπορεί να διευρυνθούν με στόχους όπως: α) Την προσέλκυση και την υποστήριξη νέων που θα συμβάλουν με τις δράσεις και το ταλέντο τους στο να καθιερωθεί η αρχαία δωρική πόλη ως χώρος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων κάθε είδους (εικαστικών, θεατρικών, μουσικών, χορευτικών). β) Τη συμμετοχή σπουδαστών και πτυχιούχων των πανεπιστημιακών τμημάτων Αρχαιολογίας, όπως και των τμημάτων Συντήρησης Έργων Τέχνης των ΤΕΙ και των ΙΕΚ στην πρακτική της ανασκαφικής τεχνικής, της συντήρησης αρχαιοτήτων, καθώς και της αποκατάστασης των μνημείων, δ) Τις εκθέσεις γλυπτικής και ζω – γραφικής στον αρχαιολογικό χώρο σε συνεργασία με τη Σχολή Καλών Τεχνών, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και άλλους συναφείς φορείς, ε) Την έκθεση παραδοσιακών μεσσηνιακών προϊόντων.
Υποσημειώσεις:
1 Λαμπρινουδάκης 2000· Ντούμας 2000· Mendoni 2004, 2 Νικολέντζος 2003, 3 Έρχομαι να συμφωνήσω με τον αείμνηστο συνάδελφο Δημήτρη Κωνστάντιο, ο οποίος είχε υπογραμμίσει τα παραπάνω πριν από 25 ολόκληρα χρόνια στο Έκτακτο Συνέδριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για τον Οργανισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του 1984 (Κωνστάντιος 1987), 4 Ενδεικτικά: Σιδηρόπουλος 1996· Θέμελης 2000· Χλέπα 2001· Μπίρταχας 2008· Θέμελης 2010α· Θέμελης 2010β· Themelis 2009–2010· Sioumpara 2011· Themelis 2015· Θέμελης 2018β· Tsivikis, 2018. 5 Nobis 1994· Nobis 2001· Μελάς 2003, 110· Bourbou 2004· Megaloudi 2005, 6 Το περιοδικό Τα Ιστορικά, τεύχος 35, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2018, είναι αφιερωμένο στον Άγγελο Δεληβορριά με τίτλο «Το Διαρκές Παρόν του Πολιτισμού». Βλ. και Παπαδημητρίου – Αναγνωστόπουλος 2017. Στον τόμο αυτό, όπου αποκαλύπτεται πόσο σημαντική και ταυτόχρονα φορτισμένη ιδεολογικά και πολιτικά είναι η πρόσληψη του παρελθόντος στη συγκρότηση του παρόντος ειδικά στη χώρα μας, συμμετείχε και ο Άγγελος Δεληβορριάς με ένα εκτενές, de profundis γραμμένο άρθρο με τίτλο «Η περίπτωση του Μουσείου Μπενάκη» και με πολλούς υπότιτλους. Ξεχωρίζω τους εξής δύο: «Η αναδιοργάνωση της μουσειακής συλλογής» και «Ιστορική μνήμη και η Ελληνικότητα». Εδώ ο Άγγελος απαντά με τον πληθωρικό και ταυτόχρονα παθιασμένο και γοητευτικό τρόπο του στους επικριτές της βασικής μουσειακής (μουσειολογικής, εκθεσιακής) ιδέας του για την ιστορική συνέχεια και τη συνοχή του ελληνισμού που αισθητοποίησε στους εκθεσιακούς χώρους του Μουσείου Μπενάκη. Στην τελευταία παράγραφο του άρθρου του αναφέρει τα εξής: «Στην ενδεχόμενη ερώτηση, τι θα πρότεινα εάν αναλάμβανα και πάλι τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη, θα απαντούσα πως θα πρότεινα ακριβώς ό,τι και τότε. Θα ευχόμουν όμως να είμαι πιο νέος, πιο τρελός, πιο τολμηρός και πιο “ελληνοπαρμένος”, να μην έχω σιτέψει, κουρασμένος και μπαϊλντισμένος από τη νεοελληνική πραγματικότητα». Εδώ είναι προφανής η εμμονή στα «πιστεύω», στις ιδέες του, αλλά ταυτόχρονα και η κάποια απογοήτευσή του. 7 Θέμελης 2018α, 8 Mendoni 2004, 188. 9 Hodder 2003. 10 Appadurai 1996.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Appadurai 1996 Α. Appadurai, Disjuncture and Difference in the Global Cultural Economy, Modernity at Large. Cul – tural Dimensions of Globalization (London 1996) Bourbou 2004 Chr. Bourbou, The People of Early Byzantine Eleutherna and Messene (6th–7th c.). A Bioarchae – ological Approach (Athens 2004) Etienne 2000 R. Etienne (επιμ.), Les Politiques de l’archéologie du milieu du XIX siècle à l’orée du XXIe. Colloque organisé par l’École française d’Athènes a l’occa – sion de la célébration du 150e anniversaire de sa fondation (Athènes 2000) Θέμελης 2000 Π. Θέμελης, Ήρωες και Ηρώα στη Μεσσήνη (Αθή – να 2000) Θέμελης 2010α Π. Θέμελης, Μεσσηνιακή Οικονομία και Κοινωνία (Αθήνα 2010) Θέμελης 2010β Π. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη. Ιστορία, Μνημεία, Άνθρωποι (Αθήνα 2010) Θέμελης 2018α Π. Θέμελης, Ανασκαφή (Αθήνα 2018) Θέμελης 2018β Π. Θέμελης, Το Ταφικό Μνημείο Κ3 στο Γυμνάσιο της αρχαίας Μεσσήνης, Θέματα Αρχαιολογίας 2, 2018, 188–203, Hodder 2003 Ι. Hodder, Sustainable Time Travel. Toward a Global Politics of the Past, στο: K. Kane (επιμ.), The Politics of Archaeology and Identity in a Global Context (Boston Massachusetts 2003) 139–147 Κωνστάντιος 1987 Δ. Κωνστάντιος, Προστασία των Μνημείων και Τοπική Αυτοδιοίκηση, στο: Ο. Γκράτζιου – Π. Παπαγγελή – Ε. Σπαθάρη (επιμ.), Έργο και λειτουργία μιας Υπηρεσίας για την προστασία των μνημείων σήμερα. Έκτακτο Συνέδριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για τον Οργανισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα 9–13 Μαρτίου 1984 (Αθήνα 1987) 517–520 Λαμπρινουδάκης 2000 Β. Λαμπρινουδάκης, Η αναγκαιότητα της διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων. Η εμπειρία της Νάξου και γενικότερες σκέψεις, στο: Etienne 2000, 363-370 Megaloudi 2005 Fr. Megaloudi, Burnt sacrificial plant offerings in Hellenistic times. An Archaeobotanical Case Study from Messene Peloponnese Greece, Vegetation History and Archaeobotany 14, 2005, 329–340 Μελάς 2003 Μ. Μελάς, Η Αρχαιολογία σήμερα (Αθήνα 2003) Mendoni 2004 L. Mendoni, The Protection and Presentation of Archaeological Sites in Connection with Sustainable, Development. The Archaeological Site of Karthaia, 5. Λεζάντα στο: P. Doukellis – L. Mendoni (επιμ.), Perception and evaluation of cultural landscapes. Proceedings of an International Symposium, Zakynthos De – cember 1997, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 38 (Athens 2004) 187–222 Μπίρταχας 2008 Π. Μπίρταχας, Μεσσήνη. Το Ωδείο και το Ανατο – λικό Πρόπυλο (Αθήνα 2008) Νικολέντζος 2003 Κ. Νικολέντζος, Όψεις της διαχείρισης της αρχαιολογικής πολιτικής. Οι σχέσεις του ΥΠΠΟ με τις Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές και την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία (Αθήνα 2003) Nobis 1994 G. Nobis, Die Tierreste aus dem antiken Messene. Grabung 1990/9, στο: M. Kokabi – J. Wahl (επιμ.), Beiträge zur Archäozoologie und Prähistorischen Anthropologie. 8. Arbeitstreffen der Osteologen Konstanz 1993 (Stuttgart 1994) 297–313 Nobis 2001 G. Nobis, Archäozoologische Studien an Tier – resten aus Alt-Messene/Ithome (SW-Peloponnes, Griechenland). Grabungen 1992 bis 1996, στο: H. Buitenhuis – W. Prummel (επιμ.), Animals and Man in the Past. Essays in Honour of Dr. A. T. Cla – son Emeritus Professor of Archaeozoology Rijks – universiteit Groningen, Netherlands (Groningen 2001) 95–121, Ντούμας 2000 Χ. Ντούμας, Προβλήματα διαχείρισης ενός με – γάλου αρχαιολογικού χώρου, στο: Etienne 2000, 399–405 Παπαδημητρίου – Αναγνωστόπουλος 2017 Ν. Παπαδημητρίου – Α. Αναγνωστόπουλος (επιμ.), Το παρελθόν στον παρόν (Αθήνα 2017) Σιδηρόπουλος 1996 Κλ. Σιδηρόπουλος, Tα νομίσματα ως μάρτυρες της Mεσσηνιακής ιστορίας, Παμμεσσηνιακή–Aφιέρω – μα Aπρίλιος 1996, 1–7 Sioumpara 2011 El. Sioumpara, Der Asklepios-Tempel von Mess – ene auf der Peloponnes. Untersuchungen zur hellenistischen Tempelarchitektur (Munich 2011) Themelis 2009–2010 P. Themelis, Ancient Messene. An Important Site in SW Peloponnese, Australian Archaeological Institute at Athens, Bulletin 7, 2009–2010, 28–37 Themelis 2015 P. Themelis, Découvrir Messène, une puissante cité antique, Archéologia 536, 2015, 50–57 Tsivikis 2018 N. Tsivikis, Architectural Planning and Building Practices at the Basilica of the Theatre in Messene, ΔΧΑΕ 39, 2018, 111–124 Χλέπα 2001 Ε. Α. Χλέπα, Μεσσήνη. Το Αρτεμίσιο και οι Οίκοι της Δυτικής Πτέρυγας του Ασκληπιείου (Αθήνα 2001).
To κείμενο σε αρχείο pdf είναι διαθέσιμο, ΕΔΩ.