Γρήγορη μετάβαση

Τα εγκαίνια του θεάτρου της Αρχαίας Μεσσήνης μέσα από τη ματιά ενός νέου Θεατή

Σχετικά Θέατρα

 Σάββατο 3 Αυγούστου 2013
Θοδωρής Καλαϊτζής (a.k.a. Anson Vergens)

Θέναρ

Βυθίζομαι στα μπλε της μάτια και δεν ακούω τι μου λέει.
Με νοιάζει μόνο πως είμαι εκεί.
Δίπλα της.

Θέναρ είναι η μαλακή μάζα των μυών ακριβώς κάτω από τον αντίχειρά μας, στο εσωτερικό της παλάμης. Αρκετοί από τους 1.700 ανθρώπους που βρέθηκαν στο αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης πρέπει να ένιωσαν πόνο στα χέρια τους από τα απανωτά χειροκροτήματα το βράδυ της 3ης Αυγούστου. Το γκαλά ιταλικής όπερας απογείωσε την ψυχή των λίγων τυχερών που το παρακολούθησαν, σπάζοντας τη σιωπή 1.700 περίπου χρόνων. Ξύπνησε το μάρμαρο του πρώτου Διαζώματος, έπειτα του δεύτερου, του τρίτου, μέχρι το γρασίδι κάτω από τα πόδια του τελευταίου θεατή στην άκρη του θεάτρου. Οι φωνές του βαρύτονου Δημήτρη Πλατανιά και της υψίφωνου Τσέλια Κοστέα υψώθηκαν για χάρη μας πάνω από τα τριζόνια που δεν έλεγαν να σταματήσουν το παντοτινό τους τραγούδι. Τα μέλη της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου, ήταν τα πρώτα που τίμησαν το χώρο του μερικώς (ακόμα) αναστηλωμένου αρχαίου θεάτρου κι ένωσαν τις αρμονικές γραμμές των οργάνων τους με τις υψηλές απαιτήσεις των θεατών.

Σταματάει να μιλάει για λίγο και της πιάνω το χέρι.
Δε φαίνεται να ενοχλείται.
Με χαϊδεύει.

Πολλοί απόρησαν για το είδος της πρώτης παράστασης στο αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης μετά από τόσους αιώνες σιωπής. Γιατί ένα γκαλά όπερας στα ιταλικά και όχι ένα αρχαίο ελληνικό δράμα; Η απάντηση ίσως είναι η ακόλουθη. Όταν τόσοι άνθρωποι έχουν βάλει Πέτρινα Θεμέλια σε μια ολόκληρη αρχαία πόλη και έχουν προσπαθήσει να αναστηλώσουν ένα θέατρο με το Σταυρό στο χέρι, το μόνο που μένει είναι να γιορτάσουν, να χαρούν που το έργο τους παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά. Η ελληνική καρδιά επιθυμεί την ευθυμία ακόμα και μες στο καιρό της κρίσης. Δεν υπάρχει χώρος για άλλο προβληματισμό, για αναζήτηση του πιθανού έργου που θα ήταν το καταλληλότερο για τα άνοιγμα ενός πολιτισμικού χώρου στο ευρύ κοινό. Μουσική, τραγούδι και ψυχική ανάταση αρκούσαν για την πρώτη γιορτή απ’ τις πολλές που θ’ ακολουθήσουν. Ένα χάδι στο πρόσωπο του πονεμένου θεατή, ένα ράπισμα του καλοκαιρινού αέρα, η θέα του μεσσηνιακού κάμπου προτού νυχτώσει.

Το χέρι μου κινείται μόνο του.
Την αγγίζω στο μάγουλο.
Ερχόμαστε σιωπηλά κοντύτερα ο ένας στον άλλο.

Ομολογώ πως δεν ξέρω ιταλικά. Ούτε έχω το παραμικρό πτυχίο στη μουσική. Δεν έχω ιδέα τι έλεγε ο γενειοφόρος άντρας και η γυναίκα με τη λεπτεπίλεπτη ερμηνευτική χάρη στο μπροστινό μέρος της σκηνής. Ένιωσα όμως την οργή του, τη χαρά της για το μεγαλείο της φύσης και το πάθος του ενός για τον άλλο κατά τη διάρκεια των επιλεγμένων κομματιών από διάσημες όπερες. Οι παρτιτούρες ανέμιζαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, τα κεφάλια των μουσικών πάλλονταν μες στη μέθεξη της αρμονίας, ο μαέστρος ρύθμιζε τα κύματα των εγχόρδων, των πνευστών και των κρουστών, με σκοπό ένα τέλειο σύνολο. Μια χαρούμενη συζήτηση μεταξύ θεάτρου, ορχήστρας και κοινού. Ένα ΘΕΝΑΡ (ΘΕατρο Νέο και ΑΡχαίο), έτοιμο να δεχθεί όση ζωή του προσφέρουμε.

Νιώθω τα πάντα και δεν ακούω τίποτα.
Τα στόματά μας ακουμπούν το ένα το άλλο.
Τη φιλάω.

Στο αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης είδα για πρώτη μου φορά όπερα.
Η αίσθηση μου θύμισε το πρώτο μου φιλί, πριν πολλά χρόνια.
Μια ανάμνηση μακρινή σαν την απόσταση μου από τη σκηνή.
Μια μάχη μουσικής – τριζονιών στο τελευταίο Διάζωμα.