Γρήγορη μετάβαση

Το θέατρο της Δήλου

Ομιλία του Jean-Charles Moretti στην εκδήλωση για την ανάδειξη του αρχαίου θεάτρου της Δήλου στο Μέγαρο Υπατία.

Το Θέατρο της Δήλου ανήκει στα κτίρια που οικοδόμησαν οι Δήλιοι μετά το 314, δηλαδή αφού ανέλαβαν τη διαχείριση του ιερού ταμείου του Απόλλωνα, το οποίο διαχειρίζονταν ως τότε οι Αθηναίοι. Ο Δήλιος Απόλλωνας ήταν πλούσιος, αφού έπαιρνε την δεκάτη του ταμείου της Δηλιακής Συμμαχίας όσο αυτό βρισκόταν στο νησί, και οι Δήλιοι χρησιμοποίησαν τα χρήματα αυτά, όχι μόνο για τα ιερά τους, αλλά και για να οικοδομήσουν διάφορα δημόσια κτίρια.Ήταν φυσικό να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα του θεού για την κατασκευή του θεάτρου, εφόσον αυτό προοριζόταν, μεταξύ άλλων, για την διεξαγωγή των μουσικών αγώνων που διοργάνωναν οι Δήλιοι προς τιμήν του Απόλλωνα.

Η χρηματοδότηση αυτή για το θέατρο είναι σημαντική για δύο λόγους. Αφ ενός επειδή επέτρεψε στους Δήλιους να κατασκευάσουν ένα οικοδόμημα μεγάλο και πολυτελές, πάνω από τις δυνατότητες μιας μικρής πόλης. Αφ ετέρου, επειδή μέρος των απολογισμών της κατασκευής του διασώθηκε σε μεγάλες μαρμάρινες στήλες που χάραζαν κάθε χρόνο οι διαχειριστές του ιερού ταμείου. Για 70 χρόνια, από τα τέλη του 4ου αι. ως το 240 περίπου, διαβάζουμε σε αυτές τις στήλες τις δαπάνες για την κατασκευή του οικοδομήματος, πράγμα που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του εργοταξίου, γεγονός μοναδικό για την ιστορία του θεάτρου του ελληνικού κόσμου.

Μέσα από αυτά τα κείμενα, γνωρίζουμε τα ονόματα των εργολάβων που εργάστηκαν για το θέατρο και τις αμοιβές τους. Γνωρίζουμε επίσης αρκετά καλά τα μέρη του σκηνικού οικοδομήματος που ήταν ξύλινα και έτσι δεν σώζεται κανένα ίχνος τους.

Για να οικοδομήσει κανείς χρειάζονταν λοιπόν χρήματα και τεχνίτες. Χρειάζονταν όμως και ένα οικόπεδο και υλικά δομής. Στη Δήλο αυτά τα δυο συνέπεσαν: επιλέχθηκε ένα οικόπεδο που βρισκόταν αρκετά μακριά από το Ιερό του Απόλλωνα και στις παρυφές της πόλης, εκείνη την εποχή. Η επιλογή αυτή έγινε για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι συνήθης για ένα ελληνικό θέατρο : έπρεπε να συνδυάζει μια επικλινή ζώνη κατάλληλη για τα εδώλια, με μια επίπεδη ζώνη που ήταν κατάλληλη για το σκηνικό οικοδόμημα. Ο δεύτερος λόγος παρουσιάζει μεγαλύτερη πρωτοτυπία. Το οικόπεδο βρισκόταν δίπλα σε ένα λατομείο μαρμάρου που χρησιμοποιήθηκε ευρέως για την κατασκευή του Θεάτρου. Όμως μετέφεραν και μάρμαρα από την Πάρο και την Τήνο ενώ χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι λίθοι όπως ο γνεύσιος και ο γρανίτης της Δήλου. Η ξυλεία και τα πήλινα κεραμίδια ήταν εισαγωγής.

Γύρω στο 310 π.Χ. οι Δήλιοι αποφάσισαν, στην εκκλησία του Δήμου, να κατασκευάσουν ένα θέατρο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα που αμοιβόταν από το Ιερό του Απόλλωνα. Το αρχικό αυτό σχέδιο ήταν πολύ απλό. Περιλάμβανε ένα ξύλινο σκηνικό οικοδόμημα με μια σκηνή με όροφο και προσκήνιο, μια κυκλική ορχήστρα από πατημένο χώμα και γύρω από αυτήν μερικούς μαρμάρινους θρόνους, προορισμένους για τους ιερείς και τους αξιωματούχους. Δυο από αυτούς βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση μετά την εγκατάλειψη του θεάτρου, ο ένας σε κάποιο σπίτι και ο άλλος, ο πιο διακοσμημένος, στη Συναγωγή όπου χρησιμοποιήθηκε σαν κάθισμα του ραβίνου. Ο θρόνος αυτός είναι κάπως πιο απλό αντίγραφο του θρόνου του ιερέα του Διονύσου από το θέατρο της Αθήνας. Ίσως, όταν υπήρχαν θεάματα, πίσω από τους θρόνους στήνονταν εδώλια πάνω σε σκαλωσιές όπως γινόταν και στην Αθήνα ως τα μέσα του 4ου αι.

Σύντομα οι Δήλιοι άρχισαν να μετατρέπουν αυτό το πρώτο θέατρο σε ένα κτίριο εξ ολοκλήρου από μάρμαρο. Γύρω στο 275 το λίθινο σκηνικό οικοδόμημα ολοκληρώθηκε. Ένα προσκήνιο με δωρική κιονοστοιχία από μάρμαρο Πάρου αντικατέστησε το ξύλινο. Η ζωφόρος του διακοσμήθηκε με βουκράνια και τρίποδες. Ανάμεσα στους κίονές του υπήρχε μια θύρα στο κέντρο και βαμμένοι ξύλινοι πίνακες, στα υπόλοιπα ανοίγματα, που η διακόσμησή τους δεν αποτελούσε ντεκόρ για τα δράματα. Δεν σώζεται κανένα ίχνος τους, αλλά χάρη στις επιγραφές γνωρίζουμε ότι ήταν από ξύλο έλατου. Η σκηνή ήταν επίσης λίθινη, από γρανίτη και γνεύσιο, ήταν όμως σοβατισμένη. Η πρόσοψη του ορόφου έφερε τρία ανοίγματα προς την ξύλινη οροφή του προσκηνίου, ενώ έξι ακρωτήρια διακοσμούσαν τη στέγη της σκηνής. Δυο υπόγειοι διάδρομοι επέτρεπαν στους ηθοποιούς να εμφανίζονται απευθείας στην ορχήστρα.

Σε αυτό το διάστημα, τα εδώλια ήταν υπό κατασκευή, αλλά δεν είχαν ολοκληρωθεί. Ήταν έτοιμη μόνον η προεδρεία και δυο ή τρεις σειρές εδωλίων. Αντίθετα, είχε ολοκληρωθεί ο περιφερικός μαρμάρινος τοίχος που θα όριζε το κοίλον. Ο τοίχος αυτός δεν εγγράφεται σε κύκλο αλλά είναι ελλειπτικού σχήματος, οπότε το μήκος των εδωλίων μικραίνει σταδιακά προς την κορυφή. Έτσι, οι μπροστινοί αναλημματικοί τοίχοι ήταν χαμηλότεροι και οι πιο απομακρυσμένες θέσεις βρίσκονταν απέναντι από το σκηνικό οικοδόμημα. Δυο ράμπες οδηγούσαν προς τα εδώλια, μία στη βόρεια και μία στην ανατολική πλευρά. Δεν υπήρχε στη νότια, μάλλον επειδή εκείνη την εποχή η πόλη δεν εκτεινόταν στα νότια του Θεάτρου. Στα δυτικά του σκηνικού οικοδομήματος ξεκίνησε να χτίζεται και μια δεξαμενή ή μάλλον ένα μεγάλο ορθογώνιο πηγάδι για την υδροδότηση των κατοίκων. Τα νερά της βροχής που έπεφταν πάνω στα εδώλια, οδηγούνταν μέσω δυο αγωγών προς την δεξαμενή αυτή. Η στέγη της στηριζόταν σε τόξα μεταξύ των οποίων είχαν τοποθετηθεί λίθινες δοκοί όπου πατούσαν οι καλυπτήριες πλάκες από γνεύσιο και οκτώ μαρμάρινα φρεατοστόμια για την άντληση του νερού.

Γύρω στο 265, είχαν κατασκευαστεί εδώλια ως το διάδρομο όπου οδηγούσε η βόρεια ράμπα. Το υπόλοιπο κοίλο ήταν ακόμα από χώμα, ίσως με ξύλινα καθίσματα. Ενώ λοιπόν τα εδώλια δεν είχαν ακόμα ολοκληρωθεί, αποφασίστηκε να τροποποιηθεί το σκηνικό οικοδόμημα, να προστεθεί ένας κίονας σε κάθε άκρη του προσκηνίου και να πλαισιωθούν οι άλλες τρεις πλευρές της σκηνής από πεσσοστοιχίες. Οι στοές αυτές δεν χρησίμευαν για τα θεάματα. Όριζαν την πλατεία που είχε διαμορφωθεί με την κατασκευή του θεάτρου και αποτελούσε χώρο εργασίας των μαρμαροτεχνιτών όσο διαρκούσε το εργοτάξιο και μια σημαντική πλατεία της πόλης στη συνέχεια. Στη νότια πλευρά της βρισκόταν το Ιερό του Διονύσου που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με το θέατρο.

Το θέατρο λειτουργούσε έτσι για δεκαπέντε περίπου χρόνια. Γύρω στο 250 όμως, ξεκίνησαν πάλι οι εργασίες. Κατασκευάστηκαν εδώλια στο πάνω μέρος του και προστέθηκε μια ράμπα στη νότια πλευρά, ενώ και στις τρεις ράμπες κατασκευάστηκαν μνημειακές δωρικές θύρες. Οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί το 240. Έτσι οι Δήλιοι διέθεταν ένα εξαιρετικό θέατρο, το ωραιότερο των Κυκλάδων. Η κάτοψή του όφειλε πολλά στα θέατρα των Αθηνών και της Επιδάυρου, αλλά παρουσίαζε και ορισμένες ιδιαιτερότητες, όπως το τόσο πρωτότυπο και, κατά τη γνώμη μου, τόσο κομψό σχήμα του κοίλου του, όπως οι δυο υπόγειοι διάδρομοι που συνέδεαν το σκηνικό οικοδόμημα με την ορχήστρα, ή όπως οι στοές που πλαισίωναν τη σκηνή.

Το θέατρο υποδεχόταν τους μουσικούς αγώνες που διεξάγονταν προς τιμήν ορισμένων θεών και, από την ελληνιστική εποχή, και προς τιμήν ορισμένων βασιλέων. Στη Δήλο διοργανώνονταν αγώνες διθυραμβικών χορών, τραγωδίας, κωμωδίας, μουσικών οργάνων και ποίησης προς τιμήν του Απόλλωνα, του Διονύσου, αλλά και του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου, του Δημήτριου Πολιορκητή και του Πτολεμαίου Σωτήρος. Στο θέατρο παρουσιάζονταν επίσης και θεάματα από καλλιτέχνες έξω από τα πλαίσια των αγώνων.

Το κτίριο δεν χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο διάστημα. Εγκαταλείφθηκε το 88 π.Χ. όταν τα στρατεύματα του Μιθριδάτη λεηλάτησαν το νησί. Κατά τη αυτοκρατορική εποχή, οι κάτοικοι, που συγκεντρώθηκαν γύρω από το Ιερό του Απόλλωνα έρχονταν να πάρουν υλικά για τις οικοδομές τους. Τότε ήταν που η εβραϊκή κοινότητα πήρε για τη Συναγωγή της έναν από τους θρόνους που ήταν στημένοι γύρω από την ορχήστρα.

Το εγκατελειμένο θέατρο δεν χάθηκε ποτέ εντελώς από το δηλιακό τοπίο. Η ταύτισή του δεν ήταν καθόλου δύσκολη ούτε για τον Κυριάκο τον Αγκωνίτη που πέρασε από το νησί το 1445, ούτε για τους περιηγητές που ήρθαν μετά απ᾽ αυτόν.

Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1882 και τελείωσε στις αρχές του 20ου αι. Είχα την τιμή και την ευθύνη να ολοκληρώσω, μαζί με τον Αρχιτέκτονα Philippe Fraisse, την μελέτη του μνημείου, που δημοσιεύθηκε πριν από πέντε χρόνια στη σειρά Exploration Archéologique de Délos.

Στη συνέχεια παρουσιάσαμε τους βασικούς άξονες ενός σχεδίου που έχει στόχο την παρουσίαση και την συντήρηση του μνημείου. Η μεγάλη σημασία του οικοδομήματος για την γνώση μας πάνω στο ελληνιστικό θέατρο δικαιολογεί απόλυτα την μέριμνά μας για τη διατήρηση των καταλοίπων και την σωστή παρουσίασή τους.

Ωστόσο, νομίζω ότι η κακή κατάσταση διατήρησης των εδωλίων και οι ιδιαίτερες συνθήκες του νησιού δεν επιτρέπουν μάλλον την πραγματοποίηση εργασιών για την αποκατάσταση και χρήση του μνημείου.

Jean-Charles Moretti
Ινστιτούτο Έρευνας για την Αρχαία Αρχιτεκτονική του CNRS, Πανεπιστήμιο της Lyon, Γαλλία

30 Μαΐου 2011